Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

Γιάννης Δραγασάκης: Η απειλή της διπλής παράλυσης


Γιάννης Δραγασάκης: Η απειλή της διπλής παράλυσης

Posted: Ιανουαρίου 8, 2012 by ecoleft11 in ΚΟΙΝΩΝΙΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ετικέτες:
Συνέντευξη στον ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΗΣΤΟΥ
Περιθώρια σίγουρα υπάρχουν, αλλά δεν θα μας δοθούν αν δεν τα διεκδικήσουμε. Αυτή είναι η κατάληξη της συνέντευξης που μας παραχώρησε ο Γιάννης Δραγασάκης για την καυτή και δύσκολη οικονομικο-πολιτική επικαιρότητα. Μπορεί παλαιότερα μια τέτοια ρήση να ήταν αυτονόητη, σήμερα όμως, που οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν τον δρόμο της τυφλής υποταγής στους δανειστές, έχει ιδιαίτερη σημασία. Και σημειώνει με έμφαση: Το ζητούμενο σήμερα είναι ένα πολιτικό σχέδιο που θα δίνει πολιτική έκφραση και προοπτική στην κοινωνική διαμαρτυρία και την αντίσταση, μέσα από θετικούς, διεκδικήσιμους και υλοποιήσιμους στόχους, που θα απαντούν σε συγκεκριμένα προβλήματα και ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Όχι μόνο μετά τις εκλογές. Από τώρα, μια συντονισμένη δράση των αριστερών δυνάμεων θα μπορούσε να δώσει ελπίδα, να εμπνεύσει μια ευρύτερη λαϊκή συμπαράταξη, να στηρίξει αγώνες, να έχει αποτελέσματα, να θέσει όρια, να επιβάλει αλλαγές.
 * Η περιβόητη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου φαίνεται να είναι στον αέρα. Τελευταία μάλιστα γίνεται λόγος για μεγαλύτερο “κούρεμα” του χρέους, περί το 70%, διαφορετικά, λέγεται, το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο. Ποιες προοπτικές διαγράφονται με βάση και τις διαπραγματεύσεις που γίνονται για το “κούρεμα” του χρέους κατά 50%; Πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της ύφεσης;
Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι ότι με την πολιτική που εφαρμόσθηκε έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος λιτότητας – ύφεσης – χρέους, όπου το ένα πρόβλημα τροφοδοτεί το άλλο. Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, πρέπει να μπει τέλος στην ύφεση. Και για να γίνει αυτό, πρέπει, εκτός πολλών άλλων, να σταματήσει η πολιτική της λιτότητας. Στο πρόβλημα αυτό η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου δεν δίνει απάντηση. Η λιτότητα και η ύφεση δεν έχουν ούτε χρονικό ούτε ποσοτικό όριο.
Οι προοπτικές είναι ανοικτές σε όλα τα ενδεχόμενα. Όμως, ακόμη και αν επιτύχουν πλήρως οι διαπραγματεύσεις, το χρέος δεν θα γίνει βιώσιμο, όσο και αν είναι το ύψος του “κουρέματος”, εφόσον η ύφεση και η λιτότητα συνεχίζονται.
Σε ό,τι αφορά στις διακινούμενες πληροφορίες για μεγαλύτερο “κούρεμα” κ.λπ., αυτές είναι συγκεχυμένες και αντιφατικές. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι, για να επιτύχει το «κούρεμα», πρέπει οι κάτοχοι των ομολόγων να πεισθούν ότι, αν δεν αποδεχθούν τώρα την προτεινόμενη ρύθμιση για “κούρεμα” 50%, αύριο μπορεί να υποχρεωθούν να αποδεχθούν ένα ακόμη μεγαλύτερο “κούρεμα” ή και να μην πάρουν τίποτα αν υπάρξει ανεξέλεγκτη χρεωκοπία.
Η αναζωπύρωση λοιπόν της κινδυνολογίας στόχο έχει τόσο τον ελληνικό λαό, για να αποδεχθεί νέα πακέτα λιτότητας, όσο και τους ομολογιούχους, προκειμένου να αποδεχθούν την προτεινόμενη ρύθμιση.
* Τι θα γίνει όμως αν οι κάτοχοι των ομολόγων δεν συμφωνήσουν με το προτεινόμενο «κούρεμα»; Τι ακολουθεί; Ποιες θα είναι οι συνέπειες για την Ελλάδα και κατά προέκταση για τις αδύναμες οικονομίες του Νότου;
Αν δεν υπάρξει συμφωνία, θα αποδειχθεί ότι η εμπλοκή των ιδιωτών, με τους όρους και τους τρόπους που επιχειρήθηκε, ήταν εξαρχής λάθος. Στην πραγματικότητα, η πολιτική αυτή ήταν μια εμμονή της γερμανικής κυβέρνησης. Πολλές άλλες κυβερνήσεις, όπως η γαλλική, ήταν αρνητικές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν αντίθετη. Ακόμη και ο κ. Παπαδήμος, ο σημερινός πρωθυπουργός, διαφωνούσε.
Αδυναμία συμφωνίας, λοιπόν, αρχικά θα περιπλέξει τα πράγματα. Όμως θα μπορούσε να γίνει ο καταλύτης για να ξαναμπεί στο τραπέζι το συνολικό πρόβλημα και η ανάγκη συνολικής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους, ως ένα πολυμερές ευρωπαϊκό και όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα.
Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση δεν πρέπει να αναλάβει νέες δεσμεύσεις όπως η αλλαγή του δικαίου (από ελληνικό σε αγγλικό) που θα διέπει την έκδοση των νέων ομολόγων, εφόσον υπάρξει συμφωνία. Ούτε βέβαια πρέπει να αποδεχθεί ληστρικά επιτόκια που θα ακυρώνουν και το όποιο αποτέλεσμα στη μείωση του χρέους. Και, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει τα ασφαλιστικά ταμεία να εξαιρεθούν από την όποια ρύθμιση.
* Ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε πρόσφατα σε κινδύνους ανεξέλεγκτης χρεωκοπίας τον Μάρτιο, αν οι εργαζόμενοι δεν αποδεχθούν νέα μείωση των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Είναι δύσκολο να ισχυριστείς πως ο κ. Παπαδήμος δεν κατανοεί το αδιέξοδο των πολιτικών του Μνημονίου. Τι θα έπρεπε να γίνει για την αποτροπή του;
Ο πρωθυπουργός κάνει ό,τι και οι προκάτοχοί του. Συγκαλύπτει τις αιτίες για τους κινδύνους που μας απειλούν και, το χειρότερο, ενοχοποιεί από τώρα τους εργαζόμενους για τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί η χρεωκοπημένη πολιτική και λογική των «Μνημονίων».
Ο οικονομολόγος όμως και καθηγητής κ. Παπαδήμος γνωρίζει άριστα πως καμία χώρα δεν χρεωκόπησε ποτέ μόνο από τα χρέη της. Η αδυναμία των κρατών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους επέρχεται όταν η μείωση των δημόσιων επενδύσεων και των δημόσιων δαπανών παραλύει την οικονομία και τη δημόσια διοίκηση, και όταν, επιπρόσθετα, η ύφεση, η αύξηση των άδικων φόρων και η διάλυση των φορολογικών μηχανισμών κάνει αδύνατη την αύξηση των εσόδων. Η Ελλάδα σήμερα υποφέρει από αυτή τη διπλή παράλυση, την οικονομική και τη διοικητική.
Όσο αυτή συνεχίζεται και βαθαίνει, ο κίνδυνος για μια ανεξέλεγκτη αδυναμία πληρωμών, ένα συνολικό χρηματοπιστωτικό «μπλακάουτ», δεν μπορεί να αποκλεισθεί, όπως από πέρυσι έχουμε επανειλημμένα τονίσει. Πολύ περισσότερο που κανένα εμπόδιο ή ανάχωμα έστω δεν έχει μπει στην ανεξέλεγκτη φυγάδευση του εγχώριου κινητού πλούτου στο εξωτερικό.
Και για να αποτρέψουμε αυτό τον κίνδυνο χρειάζεται ακριβώς ένα άμεσο πρόγραμμα που θα αντιμετωπίζει αυτή τη διπλή παράλυση.
Αν λοιπόν ο κ. Παπαδήμος θεωρεί ότι η κυβέρνησή του, για οποιονδήποτε λόγο, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αντιστρέψει αυτή τη διπλή παράλυση, αν εκτιμά ειδικότερα ότι θα υπάρξει αδυναμία πληρωμής του ομολόγου που λήγει τον Μάρτιο, τότε είτε πρέπει από τώρα να προετοιμάσει τη χώρα για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα είτε να παραιτηθεί άμεσα, η χώρα να προσφύγει σε εκλογές και ο μόνος αρμόδιος, ο ελληνικός λαός δηλαδή, να λάβει τις αποφάσεις και να αναλάβει τις ευθύνες του.
* Υπάρχουν πολιτικά περιθώρια, μετά τις βουλευτικές εκλογές, οι πολιτικές δυνάμεις που θα έχει επιλέξει ο ελληνικός λαός να δημιουργήσουν και να επιβάλουν διαφορετικές πολιτικές εξόδου από αυτό το θανατηφόρο σπιράλ στο οποίο μας έχουν βάλει;
Οι εκλογές βεβαίως έχουν τη δική τους αυτοτελή δημοκρατική αξία, όπως ήδη είπαμε.
Όμως μια εκλογική επιτυχία, από μόνη της, δεν αρκεί. Μόνο ο συνδυασμός μιας πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής, με έναν ορίζοντα εθνικό και ευρωπαϊκό ταυτόχρονα, μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Θα έλεγα λοιπόν πως όχι μόνο μετά τις εκλογές. Από τώρα, μια συντονισμένη δράση των αριστερών δυνάμεων θα μπορούσε να δώσει ελπίδα, να εμπνεύσει μια ευρύτερη λαϊκή συμπαράταξη, να στηρίξει αγώνες, να έχει αποτελέσματα, να θέσει όρια, να επιβάλει αλλαγές. Στις συνθήκες που ζούμε δεν έχουν νόημα λογικές “ή όλα ή τίποτε”. Μπορούν να επιλεγούν κάποιοι ενδιάμεσοι στόχοι, να επιτευχθούν κάποιες έστω μικρές νίκες. Κάτι τέτοιο θα έδινε αυτοπεποίθηση και προοπτική.
* Γιατί η επέκταση της ύφεσης σε όλη την Ευρώπη, με σοβαρές πιθανότητες να γίνει παγκόσμια, δεν τρομάζει τις δυνάμεις που στηρίζουν Μέρκελ και Σαρκοζί, δηλαδή δύο οικονομίες που ποντάρουν στα εξαγωγικά τους πλεονάσματα;
Μέχρι τώρα η Γερμανία αξιοποίησε την επεκτατική πολιτική της Κίνας και των ΗΠΑ για να αναπτύσσεται μέσω αύξησης των εξαγωγών, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα στο εσωτερικό της μια πολιτική συμπίεσης των μισθών και πιέζοντας για λιτότητα και ύφεση στις χώρες του Νότου. Με τον τρόπο αυτό η γερμανική παραγωγική μηχανή έμενε αλώβητη παρά τη στασιμότητα στην εσωτερική της ζήτηση και τη μείωση των εξαγωγών της στον ευρωπαϊκό Νότο.
Αυτή η ιδιοτελής στρατηγική συναντά τώρα την αυξανόμενη εχθρότητα μεγάλου τμήματος του γερμανικού λαού, των λαών της Ευρώπης, αλλά και των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ρωσίας και άλλων ανερχόμενων περιφερειακών δυνάμεων. Και όχι μόνο η Γερμανία, αλλά όλη η Ευρώπη απειλείται από διεθνή απομόνωση. Και αυτό φάνηκε και στην απροθυμία των παραπάνω δυνάμεων να συνδράμουν στη χρηματοδότηση της Ευρωζώνης, με τους όρους τουλάχιστον που ήλπιζαν οι Μέρκελ και Σαρκοζί.
Επομένως το θέμα τώρα είναι αν οι λαοί της Γερμανίας, της Γαλλίας και όλης της Ευρώπης θα μπορέσουν να διακρίνουν τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων τους και να συμβάλουν, με την ψήφο τους και με τη δράση τους, σε μια αλλαγή πολιτικής στις χώρες τους και στην Ευρώπη συνολικά.
Η αριστερά των αξιών και η αριστερά της πολιτικής
Στην Πορτογαλία και την Ισπανία, χώρες σε οικονομική κρίση, οι αριστερές δυνάμεις δεν κατάφεραν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Μπορούμε να πούμε πως οι πολιτικές διαμαρτυρίας, όσο χρήσιμες και αν είναι κοινωνικά, δεν αρκούν για να επιλέξουν οι πολίτες την αριστερά ως δύναμη αλλαγής και ανατροπών αυτού του παρακμιακού μοντέλου διακυβέρνησης.
Υπάρχουν περιθώρια μέσα σε αυτόν τον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης για ρεαλιστικές αριστερές προτάσεις που θα απαντούν στα προβλήματα;
Η κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δημιουργεί μια ισχυρή, φυσική θα έλεγα, κοινωνική τάση προς τα αριστερά, την αριστερά των αξιών, ερήμην της ίδιας της αριστεράς. Οι άνθρωποι από μόνοι τους και από ανάγκη ανακαλύπτουν ξανά την αξία της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς. Ανακαλύπτουν ξανά την αξία της εργασίας, του Δημόσιου νοσοκομείου, του Δημόσιου σχολείου, της εγγυημένης σύνταξης, των κοινωνικών υποδομών, των δημόσιων αγαθών, όλα όσα καταστρέφει η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Και απαιτούν μάλιστα να λειτουργούν σωστά, με διαφάνεια, αξιοπιστία, οικονομικότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα. Αυτή η τάση δεν έχει βρει ακόμη πλήρως την πολιτική της έκφραση και ίσως δεν θα γίνει ποτέ από μόνο του αν η ίδια η αριστερά δεν φροντίσει γι’ αυτό.
Το θέμα δεν είναι ή διαμαρτυρίες και αντιστάσεις ή προτάσεις και πολιτική. Το ζητούμενο είναι ένα πολιτικό σχέδιο που θα δίνει πολιτική έκφραση και προοπτική στην κοινωνική διαμαρτυρία και την αντίσταση, μέσα από θετικούς, διεκδικήσιμους και υλοποιήσιμους στόχους, που θα απαντούν σε συγκεκριμένα προβλήματα και ανάγκες των ανθρώπων και της κοινωνίας. Με ρωτάτε αν υπάρχουν δυνατότητες. Όμως η κρίση, αν κάτι τροποποιεί, είναι ακριβώς το τι είναι ή δεν είναι ρεαλιστικό, την έννοια και τα όρια του «ρεαλισμού».
Οι νεοφιλελεύθεροι έφθασαν να υποστηρίζουν τη χρησιμοποίηση του κράτους για τη στήριξη των τραπεζών και του συστήματος. Γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει το ίδιο για τη στήριξη της απασχόλησης, της δημόσιας υγείας και γενικότερα των δημόσιων αγαθών;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έδωσε πρόσφατα 500 δισ. ευρώ στις τράπεζες με 1% επιτόκιο και κανείς δεν μίλησε για κίνδυνο πληθωρισμού. Γιατί δεν μπορεί να δοθεί ανάλογος, χαμηλότοκος δανεισμός κατευθείαν στα κράτη;
Η κυβέρνηση έφθασε να μειώσει το αφορολόγητο όριο κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας. Γιατί όμως είναι ρεαλιστικό να φορολογείται η φτώχεια και να μένει ασύδοτος ο πλούτος; Γιατί να μην συμβεί το αντίστροφο;
Βέβαια τα περιθώρια δεν υπάρχουν από μόνα τους. Διεκδικούνται και δημιουργούνται με κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στην κάθε χώρα ξεχωριστά και σε ευρύτερα σύνολα.
Περιθώρια σίγουρα υπάρχουν, αλλά δεν θα μας δοθούν αν δεν τα διεκδικήσουμε.
πηγη:eco left