Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Σιγά που θα χαχάναμε
Γιώργος Τσακνιάς, 09/06/2014
" Σε τέτοιας έκτασης συντριβή, η «αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος» δεν είναι διόλου περίπλοκη και χρονοβόρα. Οφείλεις να ξεκινήσεις από την παραδοχή πως ηττήθηκε η πολιτική σου. Απογοητεύτηκα από την αποτίμηση του προέδρου: «αυτά που λέγαμε ήταν σωστά». Τότε γιατί πήραμε 1,2% και, κυρίως, γιατί παραιτείται;
Η εισήγηση του Προέδρου δεν είχε αυτοκριτική. O σ. Πανούσης το είπε και έχει δίκιο: αυτοκριτική δεν είναι «έκανα λάθη» γενικώς.
Δεν ξέρω αν κουράζει η εκτίμηση της μειοψηφίας για τα αίτια της ήττας. Είναι πάντως μια πάρα πολύ απλή και καθαρή αποτίμηση/ερμηνεία: χάσαμε γιατί φεύγοντας από την κυβέρνηση όταν φύγαμε και όπως φύγαμε και για τον λόγο που φύγαμε, πετάξαμε την «εντολή για λύση» που ζητήσαμε και μας δόθηκε. Οριστικά απογοητεύσαμε το εκλογικό μας ακροατήριο με την απουσία μας από τον διάλογο για την Κεντροαριστερά και τον αλαζονικό δημαροκεντρικό τρίτο πόλο, ο οποίος εξέπνευσε πριν καλά καλά βγούνε τα έξιτ πολ. Οι σύντροφοι του Δικτύου έχουν επίσης μια πολύ απλή και καθαρή ερμηνεία για το αποτέλεσμα. Διαφωνώ, προφανώς. Κι εκείνοι διαφωνούν με τη δική μας. Πάντως, μιλάμε για δύο ερμηνείες με αρχή, μέση και τέλος. Η κάθε μία περιγράφεται σε 5 γραμμές. Η ερμηνεία του αποτελέσματος από την πλειοψηφία, από την ηγεσία, από τους συντρόφους που χάραξαν την πολιτική δεν έχω ακούσει ποια είναι. Ειλικρινά, δεν έχω καταλάβει. Μπορείτε μέσα σε λίγες γραμμές να μου πείτε γιατί χάσαμε;
Τα περί εσωτερικού εχθρού —σε όλες τις διαβαθμίσεις τους, γιατί άλλοι τα έθεσαν ευθέως ως κύριο ή και αποκλειστικό αίτιο της ήττας, άλλοι τα υπονόησαν ή τα έβαλαν ως μία από τις παραμέτρους της, μαζί με το «θολό στίγμα» κ.ά. —τα περί εσωτερικού εχθρού λοιπόν θα έλεγα ότι είναι αστεία, αν δεν με έθλιβαν. Δεν με θλίβουν επειδή είμαι μέλος της μειοψηφίας. Σας διαβεβαιώ ότι δεν αισθάνομαι την παραμικρή ανάγκη να απολογηθώ για τίποτα. Σας διαβεβαιώ επίσης ότι το γεγονός πως δεν κοιμάμαι καλά (γιατί ετέθη κι αυτό το ερώτημα προς τη μειοψηφία, αν «κοιμάται ήσυχη τα βράδια») δεν οφείλεται σε κάποια προδοσία, απλώς στο ότι κλαίει το μωρό.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, τα περί εσωτερικού εχθρού τα ακούει ο κόσμος και γελάει. Γι’ αυτό με θλίβουν. Γιατί είμαι εδώ, δεν είμαι έξω από εδώ, και με θλίβει να γελάνε μαζί μας. Δεν με θλίβει να διαφωνούμε, με θλίβει να γελοιοποιούμαστε. Πήραμε 1,2% υπενθυμίζω. Αν η μειοψηφία ευθύνεται που δεν πήραμε 6,2%, σημαίνει ότι έχει στο τσεπάκι το 5% του ελληνικού λαού. Ακόμα κι αν ο πήχης δεν ήταν στο 6,2 αλλά στο 3,1 — και πάλι: αν έχουμε 2% είμαστε τεράστια πλειοψηφία στο κόμμα, σαρώνουμε. Λίγη σοβαρότητα, λοιπόν, αυτήν την ώρα, διότι μας βλέπουν, διότι υπάρχουν άνθρωποι που προσβλέπουν, διότι υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους θα απευθυνθούμε ξανά. Πρέπει να ακούσουν και καμιά αλήθεια.
Πηγαίνω σε ένα άλλο θέμα: ο σ. Σάκης Παπαθανασίου έκανε μια πολύ γενναία και σωστή αυτοκριτική (αυτό ναι, αυτό είναι αυτοκριτική). Και πολύ καλά έκανε και μας είπε και τα λάθη του αλλά και τι δεν είναι δικό του λάθος. Αναφέρθηκε στο «ούτε-ούτε». Διάβασα τις τελευταίες μέρες άρθρα και κείμενα συντρόφων με ερμηνείες και (κυρίως) με τη νέα γραμμή. Έφριξα! Έφριξα από τον αναξιοπρεπή τρόπο με τον οποίο δαιμονοποίησαν το «ούτε-ούτε» —επειδή η καταδίκη του βοηθάει την στροφή στη νέα γραμμή— οι θιασώτες, οι λάτρεις, ακόμα και οι αρχιτέκτονες του «ούτε-ούτε».
Επιστρέφω στη νέα γραμμή: στροφή. Στροφάρα. Κατ’ αρχάς, πάμε και μιλάμε με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Μέχρι χθες, δεν μιλούσαμε. Γιατί; Με το ΠΑΣΟΚ δεν μιλούσαμε —προσέξτε, όχι δεν συνεργαζόμασταν, δεν μιλούσαμε— γιατί ασκούσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Ε, και τώρα ασκεί. Τώρα γιατί μιλάμε; Τώρα μιλάμε, γιατί ο στόχος είναι το αριστερό μπλοκ εξουσίας. Θα επιστρέψω σε αυτό. Με το Ποτάμι —αυτό το θολό και απολίτικο κ.λπ. Ποτάμι— γιατί θα μιλήσουμε; Θα μιλήσουμε με όλους στο Ποτάμι; Ρωτώ, γιατί λάβαμε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές και σημείωμα από την «καθοδήγηση» που έκανε λόγο για «μνημονιολάγνα στελέχη του Ποταμιού». Μιλάμε με μνημονιολάγνους;
Παρενθετικά: αυτός ο νεολογισμός —ως λέξη, ως πολιτικός όρος, ως αισθητική—είναι ένα σκαλί προς τα κάτω. Είναι στο υπόγειο του «ήθους και ύφους».
Η νέα γραμμή λοιπόν κάνει τη στροφάρα, μιλάμε με αυτούς που δεν μιλάγαμε πριν, και μιλάμε για να κάνουμε το αριστερό / προοδευτικό μπλοκ — νέα στροφάρα κι αυτή. Σύντροφοι, η γραμμή αυτή (με τις παραλλαγές της, διόλου δεν αμφιβάλλω ότι θα έχει και μια βερσιόν λίγο πιο λάιτ, πιο σοφτ),
1) δεν αντέχει λεπτό σε κριτική: το αριστερό μπλοκ εξουσίας θα το κάνει το μεγάλο κόμμα, το πρώτο κόμμα, θα το κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει, όταν θέλει και με τους όρους που θέλει. Είναι αστείο να λέμε ότι το 1,2% θα πάρει από το χεράκι το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και θα τους πάει στον ΣΥΡΙΖΑ. Θυμίζει τους Αλβανούς κομμουνιστες, στη μαοϊκή τους φάση, που έλεγαν: «Μην κοιτάτε που είμαστε μικρή χώρα, μαζί με τους Κινέζους είμαστε 1 δις».
2) δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη δική μας πρόταση για μια Κεντροαριστερά που θα πρωταγωνιστεί και θα διαπραγματεύεται την όποια συμμαχία από θέση ισχύος και με τη δική της —τη δική μας!— ατζέντα.
3) συνιστά άτακτη υποχώρηση από μια βασική μας αρχή, θα έλεγα από το DNA μας: αποτελεί την απόλυτη αποδοχή και νομιμοποίηση του δικομματισμού. Για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης, η ανανεωτική αριστερά αποδέχεται de facto τον δικομματισμό, αποδέχεται, αυτόν, τον σημερινό δικομματισμό, αυτόν που μέχρι προχθές αποκαλούσε —και σωστά!— καρικατούρα δικομματισμού και διαλέγει πλευρά. Και την διαλέγει προγραμματικά, πολιτικά.
Αυτή η πρωτοφανής επιλογή στρατοπέδου, αυτή η άτακτη υποχώρηση από κάθε λογική πολιτικής αυτονομίας και τρίτου δρόμου ή πόλου κλπ, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την επιλογή μας να μπούμε στην κυβέρνηση Σαμαρά υπό τις έκτακτες συνθήκες του καλοκαιριού του 2012, για να αποφύγουμε την τυπική χρεωκοπία, όπως επανέλαβε χτες ο Πρόεδρος. Και επιτρέψτε μου να διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη: αν ακολουθηθεί αυτή η γραμμή, η οποία οδηγεί τη ΔΗΜΑΡ κατευθείαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως τσόντα με προσχηματικές διακηρύξεις περί της μέχρι χθες δαιμονοποιημένης ΚΑ, θα έρθει η στιγμή που η ΔΗΜΑΡ θα αναγκαστεί να κάνει «αυτοκριτική» για τη συμμετοχή της στη μνημονιακή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση την περίοδο 2012-13. Και θα είναι μια στιγμή τεράστιας ντροπής. Εγώ δεν θα είμαι εκεί, εννοείται. Και πάλι όμως θα ντραπώ.
Δεν χρειάζεται ανθρωποφαγία, δεν χρειάζονται ελιγμοί και χειρισμοί, δεν χρειάζονται ντρίπλες. Δεν χρειάζεται να παραιτηθεί σύσσωμη η ΕΕ (το άκουσα ως πρόταση): πίσω από το χολιγουντιανό μελόδραμα θα κρυφτούν και οι πολιτικές ευθύνες και η νέα στροφή και το τι σημαίνει αυτή. Θυμίζω: σημασία έχουν οι πολιτικές, όχι τα πρόσωπα.
Με τρομάζει η ταχύτητα με την οποία προέκυψε η νέα γραμμή, την είδαμε τις προηγούμενες μέρες σε άρθρα στελεχών της ηγεσίας, που έσπευσαν να την περιγράψουν πριν μας πουν την εκτίμησή τους για το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι πρωτοφανές και αδιανόητο. Στο άρθρο του σ. Χατζησωκράτη μάλιστα στο Έθνος διάβασα και το εξής: «Σε όσους και όσες θα σπεύσουν να αναφωνήσουν ότι τα παραπάνω συνιστούν… αναθεώρηση γραμμής σπεύδω να υπογραμμίσω ότι είναι η πολιτική πραγματικότητα που υποχρεώνει σε αυτό. Διότι όπως υπενθύμιζε σε τέτοιες περιστάσεις ο αείμνηστος Κων/νος Καραμανλής: “ήλλαξαν αι συνθήκαι”».
Δημήτρη, αι συνθήκαι δεν ήλλαξαν μόνες τους. Τις ηλλάξαμε εμείς. Τους ηλλάξαμε τα φώτα, για την ακρίβεια. Τις κάναμε δυσμενείς για μας εμείς οι ίδιοι. Ίσως το πιο τραγικό στην πρόσφατη ήττα μας είναι ότι δεν μας κέρδισε κανείς· απλώς χάσαμε.
Αλλά από την ευκολία με την οποία βγήκε σε ντε τε η νέα γραμμή, χωρίς ίχνος πραγματικής αποτίμησης αποτελέσματος και αυτοκριτικής, χωρίς μια γραπτή εισήγηση από την ηγεσία του κόμματος με αποτίμηση, συμπεραίνω ότι για την ηγεσία μπορεί και να μη χάσαμε ακριβώς: αφού η ήττα μάς βοήθησε να δούμε το φως το αληθινό, στην ουσία βγαίνουμε κερδισμένοι. Ωραίες δεν είναι οι βεβαιότητες, οι εκλογικεύσεις και οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες;
Κάτι σαν τον διάλογο στη διαφήμιση, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Ζουγανέλης:
— Νενικήκαμεν!
—Σιγά που θα χαχάναμε!"
(ομιλια στην ΚΕ της ΔΗΜΑΡ)