ΔΗΜ.ΑΡ.: Συνέταιροι ναι, κολαούζοι όχι
Έχω απόλυτη συνείδηση ότι η «Αυγή» των τελευταίων χρόνων δεν είναι ο καταλληλότερος χώρος για να δημοσιευτούν κάποιες ψύχραιμες απόψεις για τη σημερινή δεινή κατάσταση της Δημοκρατικής Αριστεράς. Παρ' όλα αυτά θα το επιχειρήσω για τρεις λόγους: διότι αρκετοί από τους ψηφοφόρους της ΔΗΜ.ΑΡ. εξακολουθούν να διαβάζουν αυτή την εφημερίδα διότι το μέλλον ενός προοδευτικού κόμματος πρέπει να ενδιαφέρει -έτσι κι αλλιώς- όλους τους αναγνώστες της σημερινής «Αυγής» και διότι την περασμένη Κυριακή δημοσιεύτηκαν μια συνέντευξη και ένα σύντομο άρθρο που, αν και στόχευαν και τα δύο στον ίδιο στόχο, άνοιξαν κατά κάποιο τρόπο μια συζήτηση και από τις σελίδες αυτής της εφημερίδας.
Ίσως να είναι πολύ νωρίς για να σκεφτεί κανείς ψύχραιμα όλες τις διαστάσεις της μεγάλης ήττας της ΔΗΜ.ΑΡ. στις ευρωεκλογές. Σίγουρα είναι πολύ νωρίς για βεβαιότητες κάθε είδους - είτε αυτές αναφέρονται στην αποτίμηση των λαθών του κόμματος, είτε αναφέρονται στις ερμηνείες της ψήφου -ή μάλλον της μη ψήφου-, είτε αναφέρονται στις μελλοντικές προοπτικές του χώρου που θέλησε να καλύψει η ΔΗΜ.ΑΡ.
Ίσως η πιο εύκολη αφετηρία για έναν προβληματισμό τέτοιου είδους να είναι η ανάλυση των ψήφων που μετακόμισαν (προσωρινά; κανείς δεν μπορεί να ξέρει) σε άλλη γη, σε άλλα μέρη. Είναι, νομίζω, παραπάνω από σαφές ότι πήγαν κυρίως στο Ποτάμι και, δευτερευόντως, στην Ελιά. (Όσοι ψήφοι ήταν να πάνε στον ΣΥΡΙΖΑ, κατά την άποψή μου, δεν είχαν πάει ποτέ στη ΔΗΜ.ΑΡ.).
Γιατί όμως στο Ποτάμι; Είναι λογικό κάποιες μάζες ψηφοφόρων του Κουβέλη και του Λυκούδη, εκ προοιμίου πολιτικοποιημένες και ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένες σε κοινωνικά θέματα, να προτίμησαν έναν άγουρο, εν πολλοίς απροσδιόριστο πολιτικά πολιτικό σχηματισμό που είχε ως μόνο έμβλημα ένα σακίδιο πλάτης και ως μόνο (αν και ευφυές...) σύνθημα «να αλλάξουμε τα πάντα χωρίς να καταστρέψουμε τίποτα»; Πράγματι θα ήταν παράλογο, αν το αποτέλεσμα των εκλογών του 2012 (19 βουλευτές) βασιζόταν σε έναν σκληρό πυρήνα οπαδών του κόμματος. Δεν είναι καθόλου παράλογο όμως αν σκεφτεί κανείς ότι η ΔΗΜ.ΑΡ. τότε ήταν ένα νέο, ελπιδοφόρο και σε πολλά πράγματα καινοφανές για την ελληνική Αριστερά, κόμμα. Γι' αυτό η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της δεν απογοητεύτηκε όταν μπήκε στην κυβέρνηση αλλά μάλλον (έστω και για τους δικούς του ο καθένας λόγους) κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο τρικομματικό σχήμα ή όταν αυτή αποχώρησε. Η ΔΗΜ.ΑΡ. έχασε τη δυναμική που είχε.
Οι ψήφοι που πήραν στην Ελιά επηρεάστηκαν από δύο κυρίως πράγματα: από την αποτυχία της ηγετικής ομάδας του κόμματος να παρακολουθήσει και να επηρεάσει τις διεργασίες στην κεντροαριστερά (το επιχείρημα περί συμμετοχής τμήματος της Κεντροαριστεράς στην κυβέρνηση ήταν σαθρό από μόνο του για ένα κόμμα που μέχρι πριν από λίγο ήταν στην κυβέρνηση και που βεβαίως, κατά βάθος, δεν επιθυμούσε την πτώση αυτής της κυβέρνησης...), αλλά και από το γνωστό δίλημμα που έθεσε την τελευταία στιγμή ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Εκεί η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είχε, δυστυχώς, να αντιτάξει τίποτα.
Πότε ακριβώς χάθηκε η δυναμική της ΔΗΜ.ΑΡ.; Νομίζω από τη στιγμή που μπήκε στην κυβέρνηση και δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει σωστά τις προθέσεις και τα οράματά της - δηλαδή σχεδόν από την αρχή. Στον πολύ κόσμο έμεινε η πικρή γεύση δύο υπουργών που δεν μιλιόντουσαν μεταξύ τους, που κάτι προσπαθούσαν να κάνουν, αλλά δεν ήταν σαφές ακριβώς τι, και ενός μικρού, άκρως ηθικού, αλλά έτσι κι αλλιώς ανέτοιμου για ενδοκυβερνητικές δολοπλοκίες κόμματος. Από εκεί και πέρα ήταν πολύ εύκολο για τον κύριο Σαμαρά με την βοήθεια του κυρίου Βενιζέλου να διώξει ουσιαστικά τη ΔΗΜ.ΑΡ. από την κυβέρνηση. Ο πολύς κόσμος δεν έμαθε ποτέ τους λόγους που έθρεψαν την αποχώρηση της ΔΗΜ.ΑΡ. ούτε πείστηκε ποτέ για την αφορμή αυτής της αποχώρησης (ΕΡΤ). Είτε κάποιος πίστευε ότι ο Κουβέλης έπρεπε να παραμείνει στην κυβέρνηση, είτε όχι, η ΔΗΜ.ΑΡ. είχε αποτύχει να εκφράσει το καινούργιο που ήθελαν οι ψηφοφόροι της.
Ακόμα χειρότερα πήγαν τα πράγματα μετά την αποχώρηση από την κυβέρνηση. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από ένα μπερδεμένο πολιτικό στίγμα, από συνεχείς αντιφάσεις, από την πλάστιγγα να γέρνει συχνά προς την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Και πάλι ο πολύς κόσμος δεν καταλάβαινε: αφού υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ, τι χρειαζόταν ένα δεύτερο, μικρότερο, «συριζέικο» κόμμα; Ποιος ο λόγος ύπαρξής του; Μονάχα λίγο πριν τις εκλογές η ΔΗΜ.ΑΡ. άρχισε να ξαναβρίσκει έναν δικό της βηματισμό, αν και παρέμενε απελπιστικά φτωχή η προσωπικότητά της.
Και τώρα τι; Είναι εμφανές ότι όλα πρέπει να συζητηθούν από την αρχή - εκτός βεβαίως από τις βασικές αρχές που έκαναν τη ΔΗΜ.ΑΡ. να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν μερικά χρόνια. Αν το ζητούμενο σήμερα στην Ελλάδα είναι να πάψουμε να έχουμε αυτοδύναμες μονοκομματικές κυβερνήσεις, αν το ζητούμενο είναι να έχουμε μια δημοκρατία που θα βασίζεται σε έναν προγραμματικό πλουραλισμό απόψεων, τότε η ΔΗΜ.ΑΡ. μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση μιας μεγάλης προοδευτικής συμπαράταξης. Όπως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα θα έχει δύο μεγάλα μπλοκ, ένα συντηρητικό και ένα προοδευτικό. Στα μπλοκ αυτά θα συνεργάζονται διάφορα, μεγάλα ή μικρά, αυτόνομα κόμματα, το καθένα με τον λόγο του και το πρόγραμμά του. Αν κάτι έδειξαν οι ευρωεκλογές, είναι ότι τελείωσε -ίσως για πάντα- η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων.
Βεβαίως τα πράγματα για τη ΔΗΜ.ΑΡ. δεν θα είναι εύκολα ούτε σε αυτό το πεδίο, ιδιαίτερα μετά την πανωλεθρία των ευρωεκλογών. Οι συνομιλητές σου αλλιώς σε ακούνε όταν έχεις 6% και αλλιώς όταν έχεις 1% (πόσο μάλλον όταν βάζεις προαπαιτούμενα! Ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά; Κανείς). Όμως ο κόσμος της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι εκεί ή έστω κάπου εκεί κοντά. Υπάρχει. Και ο διάλογος για μια μεγάλη προοδευτική συμπαράταξη πρέπει να αρχίζει χωρίς προαπαιτούμενα, αποκλεισμούς, υποσημειώσεις. Το πού θα καταλήξουν αυτές οι διεργασίες -σε δύο; τρία; δεκαπέντε χιλιάδες κόμματα;- αυτό δεν το ξέρει κανείς. Αυτό θα το αποφασίσουν και πάλι οι ψηφοφόροι. Το βασικό είναι να αρχίσει ένας διάλογος και να τεθούν οι βάσεις μιας προγραμματικής συμφωνίας για ένα νέο μπλοκ εξουσίας. Ένα νέο μπλοκ εξουσίας στο οποίο θα λαβαίνουν μέρος όλες εκείνες οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς που θα θέλουν να δώσουν ένα νέο, σύγχρονο πρόσωπο σε αυτή τη χώρα. Κάποιοι, σε αυτή τη συμπαράταξη, θα είναι ίσως πιο μεγάλοι και άλλοι πιο μικροί. Όποιος όμως προσπαθήσει να δει τις άλλες δυνάμεις απλώς σαν κολαούζους, σαν ενοχλητικά συμπληρώματα, τότε δεν θα κάνει ποτέ τίποτα. Και δικαίως δυνάμεις σαν αυτές του Ποταμιού θα του πουν: «ευχαριστώ δεν θα πάρω».
Αν λοιπόν υπάρχει κάποιο μέλλον για τη ΔΗΜ.ΑΡ., αυτό δεν μπορεί να είναι μια αλλαγή πορείας που με τον ίδιο απόλυτο και αλαζονικό τρόπο (όπως αυτόν της προεκλογικής περιόδου) θα προσπαθήσει να προσκολληθεί σε κάποιους νικητές. Η ήττα είναι κακό πράγμα, αλλά μερικές φορές μας βοηθάει να είμαστε πιο ανοιχτοί στις αντιλήψεις μας. Εάν βεβαίως το ζητούμενο δεν είναι κάποια στελέχη (και δεν εννοώ τον Φώτη τον Κουβέλη) να συνεχίσουν πάση θυσία να είναι στελέχη.