Home
 1372172170-aunanizomai-vasanizomai-synthima-se-toixo
«Δεκαπενταύγουστος. Μόνο τα μπούτια μου είναι ανοιχτά». Το παλιό —σβησμένο τώρα πια— σύνθημα στα Εξάρχεια, περιέγραφε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο τη θερινή αστική ερήμωση αλλά και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Σαν τον γέρο-Φραγκούλη στον παπαδιαμαντικό Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου, η κοπέλα (;) που έφτιαξε το γκράφιτι, ίσως «ηγάπα και ημάρτανε», δεν ξέρουμε όμως αν ύστερα «μετενόει». Υποθέτω πως όχι. Αλλά ας μη γυρεύουμε μετάνοιες. Οι ήρωες του δεκαπενταύγουστου έχουν κάτι «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο», ακριβώς γιατί παραμένουν «ατελείς» μέσα στο θέρος. (Και πάλι ο Παπαδιαμάντης για τον ήρωα του : «αλλ’ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ανθρώπων»).Όσοι έχουν (ξε)μείνει στην Αθήνα τον δεκαπενταύγουστο, ξέρουν από πρώτο χέρι πως η πόλη μοιάζει πολύ με εκείνη την τριώροφη πολυκατοικία που δείχνει ο Γιάνναρης στην ταινία του (Δεκαπενταύγουστος): μια κάθετη παρακμιακή αρχιτεκτονική, γεμάτη από λειψές, τετριμμένες, καθημερινές ιστορίες κουρασμένων και ευάλωτων ανθρώπων που περιμένουν ένα θαύμα για να πιστέψουν ξανά στη ζωή.
giannaris
Φέτος δεν έφυγαν πολλοί για διακοπές. Η έξοδος του δεκαπενταύγουστου, λέει η Τροχαία, ήταν μειωμένη. Αλλά και αυτοί που έφυγαν, κάνουν διακοπές στα «μπαλκονήσια». «Βεραντάκηδες» κατάντησαν οι Έλληνες, λένε οι παλιοί μας μετανάστες. Στα μπαλκόνια των σπιτιών και των ενοικιαζομένων δωματίων μαζεύονται παρέες, φίλοι, συγγενείς, οικογένειες και συζητάνε «προσμένοντας το θαύμα».  Για τον καθένα, βέβαια, το θαύμα είναι διαφορετικό, αλλά συνήθως προσδιορισμένο από τις βιοτικές ανάγκες. (Και πάλι ο Παπαδιαμάντης:  «Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου».) Έτσι είναι. «Το θάμα θέλει τάμα».
250px-Papadiamantis_Aleksandros_by_NirvanasΜέσα στο μακρύ ζεστό ελληνικό καλοκαίρι, όλοι ψάχνουν την επιστροφή της ελπίδας. Άλλοι στην άνοδο του τουρισμού, άλλοι στην «αμερικάνικη βοήθεια», άλλη στο ευρωπαϊκό (βλ. γερμανικό) κούρεμα του ελληνικού χρέους, άλλοι στην αντιμνημονιακή «ρήξη και την ανατροπή» άλλοι στη μεταρρύθμιση, άλλοι στην Μεγαλόχαρη. Η «μποτίλια της ελπίδας» είναι κατά βάση μια πολιτισμική κατασκευή που συνήθως κυκλοφορεί μέσα στο πέλαγος της κρίσης∙ όχι μόνο επειδή «πεθαίνει τελευταία» αλλά κυρίως επειδή είναι το μόνο ισχυρό μελλοντικό αντίβαρο στα παροντικά «σενάρια απόγνωσης», που μας περιβάλλουν. Μόνο που στους δικούς μας καιρούς —και ειδικά στην Ελλάδα—, η «μποτίλια της ελπίδας» μοιάζει να έχει μετατραπεί πλέον σε μια αναμέτρηση με την αναγκαιότητα. (Και πάλι με τα λόγια του Παπαδιαμάντη: «και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν… αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν. Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε…»)
Στην πλωτή πόλη του καλοκαιριού, η «μποτίλια της ελπίδας» κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές. Κάποτε-κάποτε συμφιλιώνεται και με το άμεσο υποκατάστατό της: το «κουράγιο». Από πού αλλού, άλλωστε, θα μπορούσε να αντλήσει δύναμη μια κοινωνία, που δοκιμάζεται από χρόνια ύφεση, από τρομακτική ανεργία και από πρωτοφανή μείωση του βιοτικού επιπέδου, για να σκεφτεί το μέλλον; Αλλά είπαμε∙ οι ήρωες του δεκαπενταύγουστου είναι ευάλωτοι, αντιφατικοί και ατελείς. Ωστόσο συνεχίζουν να ελπίζουν με το δικό τους τρόπο. Μπορούμε να τους ακούσουμε στο απέναντι μπαλκόνι να συζητάνε για το δικό τους τάμα, για το δικό τους θαύμα. Μπορεί και να δούμε κάποιον από αυτούς να αναζητά την κοπέλα του αρχικού (ή του επόμενου) γκράφιτι για να τσεκάρει αν όντως κάτι μένει ανοιχτό, μέσα στο ρεμβασμό του δεκαπενταύγουστου. Σε κάθε περίπτωση, «ραντεβού στα μπαλκονήσια» ∙ και πάντως όχι στα «γουναράδικα»!