Λογική και ευαισθησία
της Αλίκης Νικολού
Αναρωτήθηκα: πώς θα αντιδρούσε ένα μέλος παραδοσιακής κοινωνίας στην είδηση του τραγικού θανάτου ενός παιδιού;
Θα έκανε το σταυρό του, ίσως. Θα έμενε για λίγο περιδεής. Μπορεί και να άντεχε να συναισθανθεί κάπως την απροσμέτρητη οδύνη των γονιών. Μπορεί και να μακάριζε την τύχη του που τα δικά του παιδιά είναι ζωντανά. Ίσως και να σώπαιναν τη μέρα τής κηδείας οι συζητήσεις και οι καυγάδες στο καφενείο, για τα κομματικά, τις κτηματικές διαφορές και την ομάδα. Ίσως και να χτυπούσε όλη εκείνη τη μέρα η καμπάνα πένθιμα.
Και μετά, όλα βέβαια θα ξαναγίνονταν όπως πριν. Όμως, ο άνθρωπος θα είχε σταθεί απέναντι στο τραγικό γεγονός ακέραιος, με όλα τα κομμάτια του εαυτού του στη θέση τους -ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Στη δική μας σημερινή συγκυρία, της ακραίας πόλωσης, του οπαδισμού, της τυφλής επιθετικότητας, της παράνοιας και του άστοργου μελοδράματος, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά: το γεγονός ξεσήκωσε εν ριπή οφθαλμού θύελλα συζητήσεων, αντεγκλήσεων, σχολιασμού και κυρίως λυσσαλέας πολεμικής μεταξύ δύο αντίπαλων στρατοπέδων, όπου έσπευσαν να στριμωχτούν, αλαλάζοντας, οι οπαδοί της κάθε πλευράς. Από τη μια, οι αγανακτισμένοι υποτιθέμενοι φίλοι του λαού -που είδαν το νεκρό παιδί ως ένα πρώτης τάξεως λάβαρο για τη συσπείρωση οπαδών στις τάξεις τους. Από την άλλη, οι πολιτικοί αντίπαλοι των πρώτων, που άδραξαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν το γεγονός εμφανιζόμενοι –μερικοί μάλιστα με κυνικό και αγοραίο τρόπο- ως κήρυκες του νόμου και της τάξης. Αμφότεροι, εκτός θέματος.
Θα πω αυτό που εγώ διέκρινα μέσα στον ορυμαγδό: Είδα μια κοινωνία που σπαράσσεται από μια εργαλειακή λογική. Άτομα έτοιμα να χρησιμοποιήσουν κάθε γεγονός της επικαιρότητας -ακόμη και το πιο τραγικό ή το πιο τυχαίο- ως εργαλείο για να ενισχύσουν και να μαστορέψουν πειστικότερα την εκ των προτέρων κατασκευασμένη άποψή τους για την κάθε παραμικρή πτυχή όσων συμβαίνουν γύρω τους. Και όταν ακόμη η επικαιρότητα τους αιφνιδιάζει με τραγικό τρόπο -όπως έγινε με τον θάνατο του παιδιού-, εκείνοι ξεπερνούν αυτοστιγμεί τον αιφνιδιασμό. Ετοιμοπόλεμοι, ασυγκίνητοι και αρραγείς εκτοξεύουν αμέσως στον αντίπαλο ολόκληρη τη λογική τους κατασκευή, ενισχυμένη τάχα από το πρόσφατο γεγονός/εργαλείο, για να την εισπράξουν πίσω ως μπούμεραγκ, σε μια αέναη ανταλλαγή ανοησίας και ρηχότητας.
Είδα, λοιπόν, άτομα/οπαδούς, με λειψή εξατομίκευση, που δεν αφήνουν στον εαυτό τους κανένα περιθώριο να αισθανθεί, να εσωτερικεύσει και να αναστοχαστεί, ώστε να βρει το δικό του προσωπικό μέτρο, τη προσωπική του ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις που τον περιβάλλουν.
Αντίθετα, μέσα στη φούρια τους ν’ αρπάξουν το εργαλείο που τους έριξε στα χέρια η ζωή και να το εξακοντίσουν στον αντίπαλο, ούτε που τους περνάει απ’ το μυαλό να κόψουν ταχύτητα και ν’ αναζητήσουν το μονοπάτι που θα τους οδηγήσει βαθύτερα μέσα τους, όπου φύονται τα θεμελιώδη, τα προσωπικά και τα σπουδαία. Ανάμεσά τους: το δέος, ο σεβασμός, η συναίσθηση και η συμπόνια.
Πιστεύω πως, αν το κυνήγι της χρησιμοθηρίας και των εντυπώσεων τους άφηνε το χρόνο να το κάνουν αυτό, θα έβγαιναν και πάλι στην αρένα, με κάποια καθυστέρηση, αλλά με καλύτερα και τελειότερα όπλα: ως ολόκληρα άτομα πλέον, ωςπρόσωπα που αισθάνονται, σκέφτονται και δρουν, κι όχι απλώς ως νευρόσπαστα που αλαλάζουν.
Αντιγράφω από το επίμετρο τού θεωρητικού της λογοτεχνίας, πολιτικού φιλοσόφου και στοχαστή Τσβετάν Τοντόροφ στο δοκίμιό του ¨Μνήμη του κακού Πειρασμός του Καλού¨: «…θα ήθελα να κρατήσω, στον αιώνα που αρχίζει, την εικόνα δύο απλών και καλών ανθρώπων….Την εικόνα δύο ανθρώπων για τους οποίους το άτομο δεν περιορίστηκε ποτέ σε μία κατηγορία…, αλλά παρέμεινε πρόσωπο: ατελείωτα εύθραυστο, ατελείωτα πολύτιμο».
Η Αλίκη Νικολού είναι δικηγόρος