ΘΕΜΑ :
|
Ομιλία του
προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Φ. Κουβέλη, στην συζήτηση του σχεδίου νόμου για τις τράπεζες.
|
«Συζητούμε ένα θέμα σημαντικό για τη
σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη συμβολή του
χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα. Η εισαγωγή των διεθνών προτύπων, γνωστά ως
Βασιλεία ΙΙΙ, είναι σε θετική κατεύθυνση. Είναι αναγκαία η εξυγίανση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος και ένα νέο νομικό πλαίσιο για το χρηματοπιστωτικό
σύστημα ώστε να μην απαιτηθεί μία νέα
στήριξη από τις Εθνικές αρχές.
Επισημαίνω όμως ότι με το άρθρο 168 που
συμπληρώνει τις διατάξεις σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα, στην ουσία
εισάγεται μια ρύθμιση που μειώνει το κόστος απορρόφησης των κυπριακών κυρίως
τραπεζών από τις συστημικές τράπεζες αφού απαλείφει φορολογικό βάρος. Παραβλέπεται το γεγονός ότι
η ίδια η παρουσία και συγκρότηση των συστημικών τραπεζών γίνεται με την
κεφαλαιακή τους ενίσχυση από το ελληνικό δημόσιο. Θα ήταν προτιμότερο να
υπολογισθούν αυτές οι επιβαρύνσεις με πρόβλεψη αποπληρωμής τους σταδιακά, σε
βάθος χρόνου μετά πάροδο επαρκούς χρονικής περιόδου χάριτος. Κάτι τέτοιο
αποκαθιστά τη δυνατότητα του δημοσίου να ανακτήσει μέρος της μη εισπραχθείσας
περιουσίας του, που διαφορετικά και υπό τη μέριμνα της κυβέρνησης για την ταχεία
ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, θα γίνει απλώς «προίκα» στους νέους-παλιούς
ιδιοκτήτες τους. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διευθετήσεις
στο τραπεζικό σύστημα που θα οδηγούν σε ζημία του ελληνικού δημοσίου από τη
συνολική επένδυσή για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Είναι
εύλογη και η ανησυχία ότι μόνο οι πολύ μεγάλες τράπεζες θα μπορούν να έχουν τη
νέα κεφαλαιακή επάρκεια και οι μικρότερες θα εξαγορασθούν ή θα συγχωνευθούν με
ό,τι αυτό συνεπάγεται. Να σημειώσουμε ότι στην χώρα μας διασώθηκαν και
λειτουργούν τέσσερις συστημικές τράπεζες με ισχυρή κρατική ενίσχυση, αριθμός υπερβολικά μικρότερος από αυτόν των
Τραπεζών που λειτουργούν στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Στόχος
μας είναι ο πλουραλισμός του τραπεζικού συστήματος και η αύξηση του
ανταγωνισμού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ζητάμε την άρση των εμποδίων για τη
δημιουργία μικρών ιδιωτικών τραπεζών. Ζητάμε την άμεση εξυγίανση του θεσμικού
πλαισίου λειτουργίας των συνεταιριστικών και την εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου
λειτουργίας των συνεταιριστικών τραπεζών με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι αναγκαίο να υπάρξει η καθοριστική
συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στην
οικονομική ανάπτυξη και τη χρηματοδότησή της. Και δεν πρέπει να διολισθήσουμε λόγω των αυξημένων κεφαλαιακών αναγκών, που δημιουργεί η προσαρμογή στο νέο
θεσμικό πλαίσιο, σε μια περαιτέρω δυσκολότερη χορήγηση πιστώσεων και
συνεπώς μείωση της χρηματοδότησης της
οικονομίας. Ο κίνδυνος αυτός για τη χώρα μας είναι μεγάλος, αφού μια από
τις βασικές αιτίες της παρατεταμένης ελληνικής κρίσης είναι η πολιτική που έχει
συνδέσει τη σταθερότητα των τραπεζών με την αφαίρεση ρευστότητας από τις
επιχειρήσεις και τον εγκλωβισμό της οικονομίας σε φαύλο κύκλο. Η επόμενη μέρα δεν μπορεί να είναι ο έλεγχος
των χρηματοδοτικών πόρων από 4 τράπεζες, που θα κατευθύνουν τους πόρους
κατά το δοκούν, χωρίς ίσες ευκαιρίες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χωρίς
συνεκτική και συνολική αναπτυξιακή λογική.
Θέλουμε
ανασχεδιασμό της δημοκρατίας μας, ανοικτές αγορές, ισότιμους όρους
επιχειρηματικότητας και κίνητρα προσέλκυσης νέων επιχειρηματιών, εξασφάλιση φθηνού και προσβάσιμου χρήματος σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Πρέπει να διασφαλιστεί η λειτουργική εποπτεία των
συστημικών τραπεζών για όσο διάστημα το δημόσιο
κατέχει το ποσοστό εκείνο που εξασφαλίζει τον έλεγχο της διοίκησης τους.
Μόνο έτσι είναι δυνατόν να ελέγχεται η πορεία των εργασιών των
τραπεζών και η συμβατότητα της τραπεζικής πρακτικής τους με τις ανάγκες της
ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας. Με την παροχή ρευστότητας στις αγορές. Με
το φθηνό και προσβάσιμο χρήμα στην πραγματική οικονομία.
Σ΄ άλλες χώρες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βρίσκονται σε φάση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών,
οδήγησαν τις τράπεζες σε μια πορεία ελεγχόμενων και απομειούμενων ζημιών,
δίνοντας προτεραιότητα στην πραγματική οικονομία, ενισχύοντας τις
δραστηριότητες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, και υποστηρίζοντας -όσο το
δυνατό -τις αξίες των περιουσιών. Περιόρισαν τα επιτόκια χορηγήσεων στο μισό
και συμπίεσαν τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών τους από 2,5% που
κυμαίνονταν στη δεκαετία του 2000, γύρω στο 0,5%. Προτίμησαν μέσω της ανάκαμψης
της πραγματικής οικονομίας να επιφέρουν την ανάκαμψη και των τραπεζών. Όχι το
αντίθετο. Αυτοί πέτυχαν. Εμείς, όχι! Καιρός
να αλλάξουμε πολιτική».
30/ 04/ 14