Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Χρήστος Χωμενίδης για την εκλογή του Μπέου στο Βόλο

«... Ο κάθε αποτυχημένος Νταλάρας και Κιμούλης, αυτοί οι κοπρίτες που θεωρούσαν ότι είναι μουσικοί, συνθέτες, άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης και εμείς είμαστε οι εργάτες, τα κορόιδα, οι απλοί άνθρωποι...Αυτή την Ελλάδα δημιούργησαν όλοι αυτοί. Εμείς θα την αλλάξουμε λοιπόν!» Τάδε έφη μετά τον θρίαμβό του ο νέος Δήμαρχος Βόλου, κύριος Αχιλλέας Μπέος. Αλλά και πριν από τις εκλογές να τα είχε πει, πολύ αμφιβάλλω εάν θα έχανε περισσότερες από μια χούφτα ψήφους. Όποιες ενστάσεις κι αντιρρήσεις και αν έχει κανείς απέναντι στον Γιώργο Νταλάρα, δεν είναι δυνατόν να του αμφισβητήσει ότι πρόκειται για τον πιο δουλευταρά, τον πιο τελειομανή Έλληνα τραγουδιστή των τελευταίων δεκαετιών. Για τον τραγουδιστή με το ευρύτερο και αξιολογότερο ίσως ρεπερτόριο. Ακόμα και αν κάποιος δεν χωνεύει καθόλου τον Γιώργο Κιμούλη, πώς να αρνηθεί το ταλέντο του, το σκηνικό του χάρισμα, που τον τοποθετεί στην ίδια σφαίρα με τους κλασσικούς ηθοποιούς, που τον καθιστά μέγεθος συγκρίσιμο με τον Δημήτρη Χορν, με τον Αλέξη Μινωτή; Όχι απαραίτητα ισάξιο –προσέξτε- αλλά πάντως συγκρίσιμο. Και βέβαια ούτε ο Νταλάρας ούτε ο Κιμούλης εξάρτησαν την καριέρα τους απ'τις κομματικές τους διασυνδέσεις κι από τις επιχορηγήσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Θυμηθείτε τα ασφυχτικά γεμάτα στάδια, τα θέατρα όπου δεν έπεφτε καρφίτσα. Έως την χρεοκοπία του 2010 και τον Αρμαγεδώνα των μνημονίων που ακολούθησε, ο οποιοσδήποτε εκφραζόταν με το ήθος και με το ύφος του κυρίου Μπέου, θα παραδιδόταν ακαριαία στη δημόσια χλεύη. Διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια τζιμυπανούσια κατεδαφιστική σάτιρα. Δεν αντιμετωπίζουμε καν ένα φαινόμενο παρόμοιο με της εφημερίδας «Αυριανής» των 80ς, που κατακεραύνωνε τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Αλέξανδρο Ιόλα ως διαφθορείς δήθεν της νεολαίας. (Το αντίστοιχο είχε υποστεί –τηρουμένων των αναλογιών- ο Σωκράτης: Πρώτα τον έκανε ρεντίκολο ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του και έπειτα τον καταδίκασε νομότυπα σε θάνατο ο αθηναϊκός λαϊκισμός της εποχής.) Οι φράσεις του κυρίου Μπέου εκφράζουν γνήσιο, απερίφραστο, θανατηφόρο μίσος. Ο Νταλάρας, ο Κιμούλης και ένα μάτσο καλλιτέχνες και διανοοούμενοι του ιδίου φηράματος κατέστρεψαν –κατά τη γνώμη του- την Ελλάδα. Ο ίδιος και οι περί αυτόν θα την ξαναφτιάξουν. Οι δικαστικές εμπλοκές του κυρίου Μπέου, ο βίος και η πολιτεία του, θα μπορούσαν να φέρουν στον νου τον εμβληματικό Ντον Κορλεόνε, τον οποίον σκηνοθέτησε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα αφού τον είχε επινοήσει –βασιζόμενος σε αληθινές μορφές Ντον της Μαφίας- ο συγγραφέας Μάριο Πούτσο. Όμως όχι. Ο κύριος Μπέος δεν είναι ήρωας του Πούτσο. Διότι ο εμβληματικός «Νονός» -ενσαρκωμένος απ'τον Μάρλον Μπράντο- είχε ως προστατευόμενο του τραγουδιστή μια κινηματογραφική εκδοχή του μέγιστου Φρανκ Σινάτρα. Περιπτώσεις σαν του Παντελή Παντελίδη ή της Πάολας ο «Νονός» δεν θα καταδεχόταν ούτε καν να τις ακούσει. Ζήτημα καλού γούστου. Ο λόγος του κυρίου Μπέου δεν θυμίζει Μαφία. Περισσότερο παραπέμπει στη φράση «όποτε ακούω για κουλτούρα, απασφαλίζω το όπλο μου». Μια φράση που εσφαλμένα αποδίδεται πότε στον Γκέμπελς και πότε στον Γκαίρινγκ ενώ την έχει γράψει ο Χανς Γιόστ, θεατρικός εκφραστής του ναζισμού, σε ένα έργο το οποίο ανέβηκε πανηγυρικά στο Βερολίνο του 1933 για τα τεσσερακοστά τέταρτα γενέθλια του Χίτλερ. Ο λόγος του Αχιλλέα Μπέου αντικατοπτρίζει το αίσθημα των απλών –δήθεν- ανθρώπων που ανέκαθεν εχθρεύονταν ό,τι τους υπερέβαινε. Που ανέκαθεν σιχαίνονταν ό,τι τους προκαλούσε να ξανασκεφτούν. Τις παραδεδομένες, «ιερές» αξίες τους, την καλορυθμισμένη τους καθημερινότητα, τον αδιαμφισβήτητο ανδρισμό, την όλο νάζια και τερτίπια –καταπιεσμένη στην ουσία- θηλυκότητα τους. Των ανθρώπων που μπορεί να στιβάζονταν στα μπουζούκια, να ξεπάτωναν τα ουίσκια, να έστρωναν την πίστα με γαρύφαλλα αλλά ποτέ δεν άνοιξαν τα αυτιά τους για να ακούσουν έναν στίχο του Άκη Πάνου: «...Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω...» Εκείνων στους οποίους ο Τσέχωφ σε όλα του τα έργα, σε όλο του το έργο, έλεγε: «Πάρτε το χαμπάρι, ζείτε χάλια. Και όχι επειδή δεν έχετε λεφτά.» Οι άνθρωποι αυτοί –τις καλές ημέρες- κοιτάζονταν με απίθανο ναρκισισμό στο καθρεφτάκι του καινούργιου τους αυτοκινήτου και μάρσαραν στις λεωφόρους του μέλλοντος. Ανάμεσα σε γυάλινα κτήρια, γιγαντοαφίσες με ημίγυμνα μοντέλα που διαφήμιζαν κινητά, στάσεις λεωφορείων αποκλειστικά για μετανάστες και αγάλματα της εθνικής συμφιλίωσης. Και μόλις γύρισε ο τροχός, οι άνθρωποι αυτοί αγανάκτησαν. Και έστησαν κρεμάλες στην Πλατεία Συντάγματος και εντάχθηκαν στο κίνημα του «Ψόφα!» που έχει άλλοτε αριστερό, «επαναστατικό», κι άλλοτε δεξιό, «εθνικιστικό», βερνίκι. Κι άμα περάσει κάποτε η κρίση, θα ξαναπέσουν με τα μούτρα στα "Big Brother" και στα πρωινάδικα, θα πλένουν κάθε Σάββατο το αμάξι τους, θα φοράνε κοστούμια ξεχνώντας να βγάλουν τις ετικέτες, θα διασκεδάζουν την ερωτική ανία τους διαβάζοντας κουτσομπολιά για έρωτες «επωνύμων». Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούσαν πάντοτε, αδίστακτα, όλες τις κυβερνήσεις. Χουντικοί επί Χούντας, Εθνικόφρονες επί Δεξιάς, Σοσιαλιστές επί Πασόκ, δεν θέλει δα και σκέψη τι ψηφίζουν σήμερα. Και είναι ταυτόχρονα τόσο συμπαθητικοί, τόσο δικοί μας αυτοί οι άνθρωποι... Ο εξάδελφος που υπηρετεί οπλίτης πενταετούς θητείας και σε καλεί στους αρραβώνες του, η θεία που σου λέει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι «ξέρεις προσωπικά τον Χάρη Ρώμα; Ζήτα του, σε ικετεύω, ένα αυτόγραφο!» Είναι πολλοί αυτοί οι άνθρωποι; Τόσοι ώστε να εκλέξουν, την περασμένη Κυριακή, δήμαρχο στο Βόλο. Και έπεται συνέχεια. Πηγή: www.lifo.gr