ΚΥΡΙΑΚΉ, 8 ΜΑΪ́ΟΥ 20
Κορνήλιος Καστοριάδης: στοχαστής της οικολογικής δημοκρατίας και πρόδρομος της αποανάπτυξης
Αυγή, 8.5.11, ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ο Σερζ Λατούς στην Αθήνα
Ο Σερζ Λατούς στην Αθήνα
Ο Serge Latouche ομότιμος καθηγητής oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-Sud (Ορσέ), θεωρείται, διεθνώς, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Την Τρίτη 10 Μαΐου θα βρεθεί στην Αθήνα και θα μιλήσει στις19.30, στο Πολυτεχνείο (αμφιθέατρο ΜΑΧ), με θέμα «Το στοίχημα της αποανάπτυξης». Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν το Αυτόνομο Στέκι, οιΕκδόσεις των Συναδέλφων, το Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων, το περιοδικό Πανοπτικόν, ο Σκόρος και ο Σπόρος. Ο Λατούς γεννήθηκε το 1940 σπούδασε φιλοσοφία, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στη Λιλ στη Γαλλία, στο Κονγκό και στο Λάος. Από το 2002 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της αποανάπτυξης. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Το στοίχημα της από-ανάπτυξης, μτφρ. Χριστίνα Σαρίκα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.
Όπως σημειώνουν οι οργανωτές της εκδήλωσης, «τη στιγμή που η χρεοκοπία της χώρας είναι χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης, ο Λατούς σε ρήξη με το ωφελιμιστικό φαντασιακό του καπιταλιστικού κόσμου, που μας οδήγησε εδώ, προτείνει νέες μορφές κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής συμβίωσης. Η μεγέθυνση και η ανάπτυξη είναι δύο μύθοι της οικονομίας που οδηγούν τον κόσμο στον αφανισμό. Ως εκ τούτου, ο Λατούς προτείνει την κατασκευή «συμβιωτικών, αυτόνομων, οικονόμων κοινωνιών» με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει «αναδιανομή, αναδόμηση, μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση κ.ά». Το πρόγραμμα αυτό –χωρίς να αποτελεί «ετοιμοπαράδοτο μοντέλο»– συνιστά μια «ουτοπία κινητήρια και δημιουργική» για να διερευνήσουμε «τρόπους συλλογικής άνθησης που δε θα καταστρέφουν το περιβάλλον και τον κοινωνικό δεσμό».
“ΕΝΘΕΜΑΤΑ”
του Σερζ Λατους
«Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερ»
Κορνήλιος Καστοριάδης[1]
«Η οικολογία είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν’ αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων».
Κορνήλιος Καστοριάδης[2]
Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης περικλείει ένα σύνολο θεματικών που συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη. Τις θεματικές αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.
Η οικολογική δημοκρατία
Η πολιτική αυτονομία, ως συνειδητή και νηφάλια αυτοοργάνωση της κοινωνίας, κατέχει κεντρική θέση στην καστοριαδική ανάλυση. Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, η αυτονομία πρέπει να λαμβάνεται υπό την κυριολεκτική της έννοια (αυτό-νομος, αυτός που θεσπίζει ο ίδιος τους νόμους του), ως αντίδραση στην ετερονομία της αόρατης χείρας, της δικτατορίας των χρηματοοικονομικών αγορών και των επιταγών της τεχνοεπιστήμης στην (υπερ)μοντέρνα κοινωνία. Η αυτονομία καταλήγει στην άμεση δημοκρατία («συνέλευση ανθρώπων που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους» και «γνωρίζοντας ότι το κάνουν»), της οποίας ο Καστοριάδης ήταν θερμός υπέρμαχος.
Ωστόσο, σαν καλός ψυχαναλυτής που επίσης ήταν, ο Καστοριάδης δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική αυτονομία, την οποία θεωρεί αλληλένδετη με την αυτονομία της κοινωνίας. Το ον-υποκείμενο θεσπίζεται ως αυτόνομο ον. «Δηλαδή», εξηγεί ο Νικολά Πουαριέ, «ένα πρόσωπο που θεσπίζει το ίδιο τους νόμους του κι επιλέγει να τους υπακούει μετά λόγου γνώσης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους θεσπίσει ξανά εκ νέου».[3] Η αυτονομία του προσώπου εκτείνεται αναγκαστικά και στο οικονομικό επίπεδο, γι’ αυτό η αυτοδιαχείριση των συλλογικοτήτων εργασίας έχει σημαντική θέση στη θεώρησή του. Πώς θα λειτουργούσε αυτή η αυτόνομη πολιτική και οικονομική κοινωνία; Το πείραμα των «Lip» (από το όνομα εκείνης της ωρολογοποιίας στην Μπεζανσόν, που την παράτησε το αφεντικό της και πρώτα την ανέλαβαν και μετά τη διοίκησαν οι υπάλληλοί της), το 1973, παρά την εχθρική στάση ορισμένων συνδικαλιστικών κατευθύνσεων, κατέδειξε τον πλούτο και το εφικτό της αυτοδιαχείρισης. Χρειάστηκε η βούληση των αρχών (του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν εν προκειμένω), υπό την ώθηση μιας πεισματικής μερίδας εργοδοτών, για να μπει τέλος στο πείραμα.[4] Για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, ο Καστοριάδης παραπέμπει, όπως κι εμείς, στον οικολόγο αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, του οποίου τον «οικο-κομουναλισμό»[5] ασφαλώς θα εκτιμούσε. «Δεν είναι εντελώς παράλογο», γράφει ο Μπούκτσιν, «να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε ν’ απαρτίζεται από έναν δήμο μικρών δήμων, καθένας από τους οποίους θα σχηματιζόταν από μια “κοινότητα κοινοτήτων” ακόμα πιο μικρών […] σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους».[6] Θα είχαμε, κατά κάποιον τρόπο, μικρές δημοκρατίες γειτονιάς. Η συνειδητοποίηση των παγκόσμιων αντιφάσεων προκαλεί έτσι μια τοπική δραστηριοποίηση που εκκινεί τη διαδικασία αλλαγής, με τις προσδοκίες και τις δυνατότητες των πολιτών να εκδηλώνονται στη ζωντανή τους καθημερινότητα.
Το να δούμε στην ουτοπία της ριζικής και τοπικής δημοκρατίας τη λύση όλων των προβλημάτων είναι βεβαίως υπερβολικό, αλλά η αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί σίγουρα μια διάσταση της ήπιας αποανάπτυξης και μια μορφή χειροπιαστής πραγμάτωσης της αυτονομίας.
Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού
Η υλοποίηση μιας κοινωνίας αποανάπτυξης συνεπάγεται ν’ αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας για ν’ αλλάξουμε στ’ αλήθεια τον κόσμο προτού η αλλαγή του κόσμου μάς καταδικάσει στην οδύνη. Αυτή είναι η αυστηρή εφαρμογή του μαθήματος του Καστοριάδη.
«Το απαιτούμενο –σημειώνει– είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».[7]
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το μάθημα του Ιβάν Ίλιτς, αυτή η αναγκαία έξοδος από την υπερμοντέρνα κοινωνία της κατανάλωσης και του θεάματος είναι και εξόχως επιθυμητή.
«Αλλά για υπάρξει μια τέτοια επανάσταση –λέει ορθότατα ο Καστοριάδης– πρέπει να συμβούν βαθιές αλλαγές στην ψυχοκοινωνική οργάνωση του δυτικού ανθρώπου, στη στάση του απέναντι στη ζωή, στο φαντασιακό του, με μια λέξη. Πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός της ζωής είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο — μια ιδέα παράλογη όσο κι εκφυλιστική. Πρέπει να εγκαταλειφθεί το καπιταλιστικό φαντασιακό ενός ψευδοορθολογικού ψευδοελέγχου, μιας απεριόριστης επέκτασης. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι άνδρες και οι γυναίκες. Ένα άτομο μόνο του, ή μια οργάνωση, το μόνο που μπορεί να κάνει στην καλύτερη περίπτωση είναι να προετοιμάσει, να κριτικάρει, να παρακινήσει, να σκιαγραφήσει πιθανούς προσανατολισμούς».[8]
Ωστόσο, για να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε μια έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό, πρέπει κατ’ αρχάς να επιστρέψουμε στον τρόπο με τον οποίο μπήκαμε σε αυτό.
Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, υπάρχει επινόηση της οικονομίας. Οι τελευταίες σελίδες της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας είναι αφιερωμένες σε αυτό ακριβώς το θέμα. Βρίσκουμε εκεί εν σπέρματι όσα προσπαθήσαμε ν’ αναπτύξουμε στο βιβλίο μας Η επινόηση της οικονομίας, δηλαδή την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο θεσμίζεται η οικονομία στο μοντέρνο δυτικό φαντασιακό.[9] Αυτή η επινόηση της οικονομίας είναι αδιαχώριστη από την τεχνικοποίηση του κόσμου (θυμίζουμε ότι ο Καστοριάδης έγραψε, μάλιστα, το λήμμα «Τεχνική» στην Encyclopedia Universalis):
«Αναδείξαμε επακριβώς […] ένα πλήθος ολέθριων συνεπειών της τεχνικής ανάπτυξης υπό τον καπιταλισμό, εξίσου –αν όχι και περισσότερο– σημαντικών με τις οικολογικές της επιπτώσεις».[10]
Λιγότερο ακόμα κι από την τεχνική, η ανάπτυξη δεν είναι αντικείμενο σχοινοτενών αναλύσεων στον Καστοριάδη. Οι θέσεις του διατυπώνονται (και δη με σαφήνεια) σε μερικές δηκτικές φράσεις, είτε στο περιθώριο μιας συζήτησης είτε με την ευκαιρία σκέψεων που αφιερώνει σε άλλα θέματα. Την πιο συνεκτική τοποθέτησή του επί του θέματος (μερικές οξυδερκείς σελίδες), τη βρίσκουμε στη συμβολή του στο βιβλίο του Κάντιντο Μέντες Ο μύθος της ανάπτυξης.[11] Εκεί μιλά για την κρίση της ανάπτυξης ως κρίση των αντίστοιχων φαντασιακών σημασιών, και ιδίως της προόδου. Η απίστευτη ιδεολογική ανθεκτικότητα της ανάπτυξης βασίζεται στην εξίσου εκπληκτική ανθεκτικότητα της προόδου. Όπως θαυμαστά το εκφράζει:
«Πλέον κανείς δεν πιστεύει στην πρόοδο. Όλος ο κόσμος θέλει να έχει κάτι περισσότερο για την επόμενη χρονιά, κανείς όμως δεν πιστεύει ότι η ευτυχία της ανθρωπότητας βρίσκεται στην ετήσια αύξηση του επιπέδου κατανάλωσης κατά 3 %. Το φαντασιακό της ανάπτυξης ασφαλώς είναι πάντοτε παρόν: είναι μάλιστα το μόνο που υφίσταται ακόμα στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος δεν πιστεύει πια σε τίποτα, εκτός απ’ το ότι θα μπορέσει σύντομα ν’ αποκτήσει τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας».[12]
Και ακριβώς αυτό εμποδίζει ακόμα πολλούς ανθρώπους να ενστερνιστούν την αποανάπτυξη.
Μένει να μάθουμε πώς θα βγούμε από την κοινωνία της κατανάλωσης. Ασφαλώς! Το πρώτο που σκέφτεται κανείς είναι η εκπαίδευση, η παιδεία, που έχει ουσιαστικό ρόλο για τον Καστοριάδη.
«Τι σημαίνει για παράδειγμα –διερωτάται ο Καστοριάδης– η ελευθερία ή η δυνατότητα συμμετοχής για τους πολίτες, αν δεν υπάρχει στην κοινωνία για την οποία μιλάμε κάτι– που εξαφανίζεται στις σημερινές συζητήσεις […]– και που είναι η παιδεία, η εκπαίδευση του πολίτη; Το ζητούμενο δεν είναι να μάθει αριθμητική, το ζητούμενο είναι να μάθει να είναι πολίτης. Κανείς δεν γεννιέται πολίτης. Και πώς γίνεται τέτοιος; Μαθαίνοντας να είναι τέτοιος. Το μαθαίνει, κατ’ αρχάς, βλέποντας την πόλη στην οποία βρίσκεται. Σίγουρα πάντως όχι την τηλεόραση που βλέπει σήμερα».[13]
Αυτό ωστόσο δεν είναι πλήρως εφικτό παρά μόνο αν είναι ήδη πραγματωμένη η κοινωνία της αποανάπτυξης. Πρέπει γι’ αρχή να βγούμε από την κοινωνία της κατανάλωσης και από το καθεστώς «κρετινισμού του πολίτη» που υποθάλπει. Το ζήτημα λοιπόν της εξόδου από το κυρίαρχο φαντασιακό είναι για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, κεντρικό, αλλά και πολύ δύσκολο, διότι δεν μπορεί κανείς ν’ αποφασίσει ν’ αλλάξει το φαντασιακό του, και ακόμα λιγότερο το φαντασιακό των άλλων, ιδίως αν αυτοί είναι «εθισμένοι» στο ναρκωτικό της ανάπτυξης. Η αποκήρυξη της επίθεσης της διαφήμισης, οχήματος της ιδεολογίας σήμερα, είναι σίγουρα η αφετηρία της αντεπίθεσης προκειμένου να βγούμε από αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλεί «καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό».[14] Το γεγονός ότι η εφημερίδα La décroissance (Η αποανάπτυξη) εκδίδεται από τον σύλλογο «Casseurs de pub» (Διαφημισοφάγοι) δεν είναι στ’ αλήθεια τυχαίο. Το κίνημα των πολέμιων της ανάπτυξης συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, κι εντελώς φυσικά, με την αντίσταση στην επίθεση της διαφήμισης. Πράγματι, η διαφήμιση αποτελεί τον βασικό πυλώνα της κοινωνίας της ανάπτυξης.
μετάφραση: Εκδόσεις των Συναδέλφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου