Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Το οικοσαμποτάζ και τα όριά του


Το οικοσαμποτάζ και τα όριά του



του Νίκου Σωτηρακόπουλου από την Προοδευτική Πολιτική

Η επίθεση το ξημέρωμα της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου στα μεταλλεία Σκουριάς στη Χαλκιδικήκαι ο εμπρησμός υλικού της χρυσωρύχου εταιρείας ήταν ένα γεγονός που αναμφισβήτητα τράβηξε την προσοχή, καθώς ως τακτική είναι μάλλον ασυνήθιστη στην Ελλάδα. Τοοικοσαμποτάζ όμως, ως κομμάτι της περιβαλλοντικής άμεσης δράσης έχει μια μακρόχρονη ιστορία στον δυτικό κόσμο, την οποία και θα δούμε σε αυτό το άρθρο. Επίσης, θα φανούν τα όριά του και το περιορισμένο των προοπτικών του. Οι παρατηρήσεις είναι γενικές και δεν αφορούν συγκεκριμένα τα γεγονότα της Χαλκιδικής, που εξ άλλου είναι πολύ πρόσφατα για να αποτιμηθούν.

Οικολογική άμεση δράση (direct action) ορίζεται η ενέργεια που έχει ως πρωταρχικό στόχο όχι να ασκήσει πίεση ή να εκφράσει μια διαμαρτυρία, αλλά να φέρει ένα άμεσο αποτέλεσμα (π.χ. το σαμποτάζ μιας μπουλντόζας που ετοιμάζεται να ανοίξει δρόμο, καταστρέφοντας ένα δάσος). Η άμεση δράση έρχεται στο προσκήνιο με την ακμή του ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού στη δεκαετία του 1980. Είχε προηγηθεί το πρώτο κύμα του περιβαλλοντικού κινήματος, με τις μεγάλες οργανώσεις τύπου Greenpeace και «φίλοι της Γης», οι οποίες όμως στα μάτια πολλών είχαν μετεξελιχθεί σε γραφειοκρατικούς οργανισμούς και είχαν απολέσει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους.

Κύρια χαρακτηριστικά του ριζοσπαστικού περιβαλλοντισμού είναι η επίτευξη των σκοπών του μέσω της άμεσης δράσης, με επιχειρήσεις (ως επί το πλείστον ήπια) παραβατικές που εκτελούνται από μικρές ομάδες ή δίκτυα, χωρίς επίσημη ιεραρχική δομή. Οι δράσεις αυτές συνήθως έχουν υπόβαθρο είτε μια τοπική καμπάνια (οι λεγόμενες NIMBY) που αντιδρούν σε ένα έργο που θα έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ευζωία των κατοίκων μιας περιοχής ή απλώς στα ιδεολογικά κίνητρα των δραστών.

Η οργάνωση που έκανε διάσημο το οικοσαμποτάζ ήταν η Earth First! στις ΗΠΑ. Ιδρύθηκε το 1980 από πέντε πρώην μέλη μετριοπαθών περιβαλλοντικών οργανώσεων που πίστευαν ότι η άμεση δράση ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η καταστροφή της αμερικανικής φύσης. Η ιδεολογία τους ήταν ένα μίγμα βαθιάς οικολογίας (κοσμοθεωρία που αρνείται την πρωτοκαθεδρία του ανθρώπου πάνω στη φύση), πνευματισμού και φολκλορισμού του αμερικανικού νότου. Πιο γνωστή της μέθοδος δράσης (πάντα ανεπίσημα) ήταν το «κάρφωμα» δέντρων. Τη νύχτα, ακτιβιστές της οργάνωσης (η οποία δεν είχε επίσημα «μέλη», αν και είχε εμβληματικές φυσιογνωμίες, φεστιβάλ, περιοδικό έντυπο, βιβλία κ.τ.λ) κάρφωναν μεγάλες πρόκες σε δέντρα, τα οποία προξενούσαν σημαντικές ζημιές στα ηλεκτρικά πριόνια των υλοτόμων. ΗEarth First! εισήγαγε στην ατζέντα του περιβαλλοντικού κινήματος τον όρο «μαστορέματα», δηλαδή την προξένηση μηχανικών ζημιών σε υλικά που προορίζονταν για έργα που θα είχαν επίπτωση στο περιβάλλον. Η οργάνωση ακολουθούσε και πιο ήπιες μορφές δράσης, όπως τηνπρόσδεση σε δέντρα για να εμποδίσει το κόψιμό τους. Η Earth First! μέσα σε περίπου μια δεκαετία έχασε την όποια δυναμική της, καθώς αν και υπήρχε συμφωνία ως προς την άμεση δράση, υπήρχαν πολλές εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ ενός συντηρητικού μισανθρωπικού-πρωτογονίστικου κομματιού και ενός πιο αριστερόστροφου ελευθεριακού πυρήνα, που τελικά φάνηκε να υπερίσχυσε. Ταυτόχρονα, το FBI της είχε κηρύξει έναν ισχυρό πόλεμο, οδηγώντας στο δικαστήριο πολλά ηγετικά «στελέχη» της, καταδεικνύοντας τα όρια της άμεσης δράσης και του οικοσαμποτάζ. Επίσης, ένα άλυτο πρόβλημα παρέμενε η δυσπιστία και πολλές φορές σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της Earth First! και τμημάτων της εργατικής τάξης, ειδικά αυτών που ασχολούνταν με υλοτομικές εργασίες.

Ομάδες ακτιβιστών στην Αμερική πέρασαν σε πιο ακραίες μορφές πάλης, την -όπως έχει γίνει γνωστή- οικοτρομοκρατία. Οι δράσεις αυτές συνήθως βασίζονται σε μικρούς ανεξάρτητους πυρήνες και η διαφορά της από τα «μαστορέματα» είναι ότι έχει να κάνει κυρίως με εμπρησμούς, εκρηκτικούς μηχανισμούς και πρόκλησησοβαρότερων υλικών ζημιών (με προσήλωση ωστόσο στο να μην κινδυνέψουν άνθρωποι ή και ζώα). Συνήθως οι επιθέσεις γίνονται στο όνομα του «μετώπου απελευθέρωσης της Γης» (ELF) ή του «μετώπου απελευθέρωσης των ζώων» (ALF). Οι οργανώσεις αυτές είναι περισσότερο τίτλοι και «σφραγίδες». Οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει μια επιθετική ενέργεια στο όνομα του ELF και του ALF, αρκεί η δράση να συνάδει με τις αρχές των δύο δικτύων. Κάποιες δράσεις των αποκαλούμενων οικοτρομοκρατών ήταν ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους. Η πιο περιβόητη ενέργεια έγινε στο Κολοράντο το 1998, όταν ομάδα του ELF έκανε εμπρηστική επίθεση σε εγκαταστάσεις χιονοδρομικού κέντρου. Οι καταστροφές έφτασαν το ποσό ρεκόρ για την εποχή των 12 εκατομμυρίων δολαρίων. Το 2002, το ELF φιγούραρε στην πρώτη θέση της λίστας του FBI με τις εγχώριες τρομοκρατικές απειλές. Όπως συνέβη όμως και με τον ακτιβισμό των «μαστορεμάτων», το κράτος είχε γρήγορη απάντηση στην οικοτρομοκρατία. Δίκες σύμφωνα με τον αντιτρομοκρατικό νόμο και εξοντωτικές ποινές έδωσαν ένα ισχυρό χτύπημα σε αυτή τη μορφή δράσης.

Στη Μεγάλη Βρετανία, η περιβαλλοντική άμεση δράση γνώρισε άνθηση τη δεκαετία του 1990, κυρίως στο κίνημα εναντίον της διάνοιξης νέων δρόμων («Anti-Roads Movement»). Περισσότερο όμως από το οικοσαμποτάζ, βασίστηκε στην κατάληψη γης ή και στο στήσιμο κατασκηνώσεων σε εδάφη που προορίζονταν για κατασκευή δρόμων. Χαρακτηριστικό του κινήματος στη Βρετανία είναι ότι πολλές φορές είχε σαν δυνατό του σημείο τον συνασπισμό των ακτιβιστών με την τοπική κοινωνία .

Ως αποτίμηση, η περιβαλλοντική άμεση δράση και κυρίως οι πιο ακραίες μορφές της, όπως το οικοσαμποτάζ, προτιμούνται από τους δρώντες λόγω των εξής χαρακτηριστικών:
  • Μπορεί να έχουν άμεσες και ορατές συνέπειες (όπως η καταστροφή ενός οχήματος κ.τ.λ)
  • Μπορεί να καθυστερήσουν τη διαδικασία κατασκευής ενός έργου, δίνοντας έτσι χρόνο στο νόμιμο κομμάτι του κινήματος να συνεχίσει τον αγώνα του με συμβατικά μέσα.
  • Αυξάνουν το κόστος για την κατασκευάστρια εταιρεία, είτε αυτό έχει να κάνει με ασφάλιστρα, είτε με αυξημένη φύλαξη, κακή δημοσιότητα κ.τ.λ.
  • Το υλικό κόστος για τους συμμετέχοντες είναι συνήθως μικρό.
  • Μπορεί να τύχουν της συμπάθειας της τοπικής κοινότητας, όταν η δράση είναι συνδεδεμένη με μια ευρύτερη καμπάνια.
  • Τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας σε μια καμπάνια άγνωστη (ή όχι προβεβλημένη) στο ευρύ κοινό, όπως συνέβη σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση του μεταλλείου στις Σκουριές.
Ταυτόχρονα όμως, το οικοσαμποτάζ έχει σαφή εγγενή όρια και αρνητικά σημεία, πέρα από το έκδηλο, ότι δηλαδή αποτελεί παράνομη ενέργεια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κριτική στο σαμποτάζ δεν διαφέρει σε πολλά από την κριτική στη μειοψηφική βία, που έχει εξαντληθεί σε πλήθος περιπτώσεων, όπως στο αντάρτικο πόλης.
  • Το οικοσαμποτάζ συνήθως αποτελεί πρωτοβουλία ενός κομματιού του κινήματος (ή και άσχετων με το κίνημα), η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στην κρίση του συνόλου, ούτε να λογοδοτήσει. Για προφανείς λόγους, είναι δύσκολο να υπάρξει μια ανοιχτή ψηφοφορία σε μια κοινότητα, π.χ. για μια καταδρομική επιχείρηση εμπρησμού.
  • Είναι μια μορφή δράσης που εκ των πραγμάτων αφορά λίγους, λόγω του αυξημένου της ρίσκου. Τα 50 άτομα που φέρονται να συμμετείχαν στην ενέργεια στις Σκουριές είναι υπερβολικά μεγάλος αριθμός για τα δεδομένα τέτοιων πράξεων και άρα, εξαίρεση.
  • Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω, μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλιστικά φαινόμενα ελιτισμού και υποκατάστασης, όπου μια μειοψηφία αντικαθιστά τη μάζα στην τέλεση ενός αγώνα.
  • Το βίαιο της ενέργειας (έστω και αν αφορά μόνο υλικές ζημιές), μπορεί κατά περίπτωση να αποξενώσει μέρος της κοινής γνώμης και του κινήματος.
  • Τα προσδοκώμενα οφέλη πολλές φορές υπερτιμώνται. Για παράδειγμα, η πρόκληση χρηματικού κόστους σε μια εταιρεία κολοσσό όπως η «El Dorado Gold» στη Χαλκιδική είναι ασήμαντη, χώρια του ότι τα υλικά είναι συνήθως έτσι κι αλλιώς ασφαλισμένα.
  • Όταν το στοιχείο του αιφνιδιασμού παρέλθει, το οικοσαμποτάζ γίνεται πρακτικά αδύνατο. Οι πιθανότητες π.χ. μιας νέας πετυχημένης επίθεσης στις Σκουριές είναι ελάχιστες, καθώς τα μέτρα θα είναι αυξημένα.
  • Η ενέργεια μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το τοπικό οικοσύστημα, όπως συνέβη με την απελευθέρωση -τύπου ALF- από αγνώστους 52,000 μινκ από φάρμα εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην περιοχή της Καστοριάς το 2010.
  • Πολλές φορές ενέργειες οικοσαμποτάζ λειτουργούν περισσότερο ως απονενοημένο διάβημα ή ναρκισσιστική προσωπική έκφραση αποξενωμένων ζηλωτών (πάμπολλα παραδείγματα στις ΗΠΑ).
  • Η πιθανότητα τραυματισμού συμμετέχοντα, φύλακα, περαστικού κ.τ.λ συνήθως δεν μπορεί να αποκλειστεί.
  • Οι συμμετέχοντες βάζουν τον εαυτό τους σε μεγάλο ρίσκο, καθώς οι επιπτώσεις από πιθανή σύλληψη είναι μεγάλες. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι σε περιπτώσεις «λελογισμένης παραβατικότητας» (calculated law breaking) και σε επιθέσεις χαμηλής έντασης και κόστους ή σε εκφάνσεις παθητικής αντίστασης, δεν είναι απίθανο ο συμμετέχων να επιδιώκει τη σύλληψή του, ως μήνυμα πολιτικής ανυπακοής.
Είδαμε λοιπόν πώς το οικοσαμποτάζ έχει σαφή και εγγενή όρια, που έχουν πολλάκις αποδειχθεί στην ιστορία του ριζοσπαστικού περιβαλλοντικού κινήματος και των τοπικών αγώνων. Μπορεί λοιπόν ως μια μορφή δράσης να έχει μέλλον στην Ελλάδα; Δεν μπορεί να θεωρηθεί απίθανο, ασχέτως αν, όπως είδαμε, είναι μάλλον αδύνατο να έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Στο μπλοκ εξουσίας, η αφήγηση των ξένων επενδύσεων προβάλλεται ως η λύση στο τέλμα της οικονομικής καθίζησης. Επομένως, εκχώρηση γης με σχετικά μικρό τίμημα και με την αντίθετη γνώμη μεγάλου μέρους της τοπικής κοινωνίας, όπως συνέβη στις Σκουριές, θα είναι ένα μάλλον συχνότερο φαινόμενο. Παράλληλα, είναι πιθανόν κομμάτια κόσμου που έχει απογοητευτεί από συμβατικές μορφές συλλογικής πάλης να δει μεμονωμένες πράξεις οικοσαμποτάζ ως μια αντίσταση, τόσο στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος όσο και σε ό,τι γίνεται αντιληπτό ως ξένη επικυριαρχία, με την «εισβολή» διεθνούς (ή και ελληνικού βέβαια) κεφαλαίου. Επίσης, συμβαίνει συχνά εντυπωσιακές μορφές δράσης όπως το οικοσαμποτάζ να αντιγράφονται ή και να φετιχοποιούνται. Σε κάθε περίπτωση, η άνθηση του οικοσαμποτάζ στην Ελλάδα θα είναι μια αρνητική εξέλιξη, καθώς πέρα από όσα αναλύσαμε παραπάνω, θα σημάνει την αποτυχία έκφρασης μιας συλλογικής αντίδρασης στη σφαίρα του πολιτικού.

O Νίκος Σωτηρακόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας στην περιβαλλοντική κοινωνιολογία και βοηθός λέκτορα στο πανεπιστήμιο του Κεντ