ΒΙΑ ΣΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ;
«Υποστηρίζουμε
τη θέση της μη βίας ως αντίληψη και
πολιτική πρακτική, ως τη δημοκρατική συνείδηση της εποχής μας. Η άσκηση βίας
αποτελεί στις μέρες μας μια εικόνα της καθημερινής ζωής από τις διεθνείς
σχέσεις έως την μητροπολιτική βία και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αυτή την
εικόνα, που τελικά ευνοεί τους ισχυρούς, είμαστε αποφασισμένοι να την
ανατρέψουμε» (27.6.2010: από τη
διακήρυξη αρχών της Δημοκρατικής Αριστεράς)
Οι παλιότεροι
θα θυμούνται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το κίνημα για αλλαγή ήταν
κυρίαρχο στην Ελληνική Κοινωνία. Ένας ολόκληρος κόσμος που επί δεκαετίες ήταν
στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, έμπαινε δυναμικά στο προσκήνιο. Μετά την
πτώση της δικτατορίας δεν αρκούσε μια απλή δημοκρατική παλινόρθωση. Η κοινωνία
ήθελε πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Τα αιτήματα για πλέρια δημοκρατία, πλήρη
ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, βαθιές κοινωνικές αλλαγές κυριαρχούσαν πλέον
στον κομματικό και δημόσιο λόγο.
Ως ένα βαθμό ο
κόσμος αυτός δικαιολογημένα θα έφθανε και στην υπερβολή. Η κατάργηση της
αυθαιρεσίας της έδρας στα ΑΕΙ, το Πανεπιστημιακό άσυλο, η πολιτική και ηθική νομιμοποίηση της κάθε διαμαρτυρίας,
απεργίας και διαδήλωσης και του κάθε στενά συντεχνιακού αιτήματος εμπεριείχε
ούτως ή άλλως και στοιχεία υπερβολής και κατάχρησης.
Αυτά ως ένα
βαθμό δικαιολογούνται από την ιστορία και την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που δεν
δικαιολογείται είναι ότι μετά από 30 και πλέον χρόνια παραμένουν οι
στρεβλώσεις, υπερβολές και καταχρήσεις που δημιούργησε η παραπάνω μεταβατική
φάση της μεταπολίτευσης.
Όσο
επιβάλλονταν τότε η κατάργηση της καθηγητικής έδρας – αυθαιρεσίας, δεν
δικαιολογείται σήμερα η διάλυση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Όσο ήταν
κατάκτηση το Πανεπιστημιακό άσυλο, είναι αδιανόητο σήμερα εξωπανεπιστημιακά
στοιχεία να το εκμεταλλεύονται και να διατηρούνται για χρόνια έκνομες
καταστάσεις.
Όσο ήταν
βάθεμα δημοκρατίας η πολιτική και ηθική νομιμοποίηση της κάθε διαμαρτυρίας
απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία και καταστολή στη δεκαετία του 70, αποτελεί
σήμερα απαράδεκτο φαινόμενο η άσκηση ατομικής ή συλλογικής βίας.
Όσο οι
καταλήψεις στη δεκαετία του 80 φάνταζαν ως εναλλακτική μορφή κοινωνικής
οργάνωσης, τόσο φαντάζει σήμερα ως καρικατούρα η Βίλα Αμαλία και ως χώρος
περιθωριακών με παραβατική συμπεριφορά και όχι βέβαια ως πολιτιστικό κέντρο
(!!!).
Η κοινωνία
τότε έδειχνε ανοχή όχι μόνο σε καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, δρόμων και δημόσιων
χώρων ως δικαιολογημένη πολιτική και συνδικαλιστική δράση, αλλά ακόμη και σε
πράξεις οιονεί ή ξεκάθαρα τρομοκρατικές, που είχαν όμως συγκεκριμένη στόχευση
(βασανιστές χούντας, πράκτορες CIA).
Αυτή η επί
δεκαετίες συμβίωσή μας με φαινόμενα ακραίων συνδικαλιστικών, πολιτικών ή
ακτιβιστικών συμπεριφορών εμπέδωσε στην κοινωνία την αντίληψη: «νόμος είναι το
δίκιο του καθενός μας και δικαιούται ο καθείς να διαμαρτύρεται με κάθε τρόπο
και αν μπορεί να το επιβάλλει».
Έτσι φθάσαμε στο σημείο:
-
οι Δικαστές να «διακόπτουν» τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων
-
οι Δικηγόροι να
καταλαμβάνουν τα Δικαστήρια
-
οι ναυτεργάτες να
αποκλείουν τα λιμάνια
-
οι αγρότες να
κλείνουν τους δρόμους
-
ολιγάριθμες ομάδες
διαδηλωτών να καταλαμβάνουν λεωφόρους
-
φοιτητικές μειοψηφίες να σφραγίζουν ΑΕΙ και ΤΕΙ
-
αριστεροί συνδικαλιστές του δημόσιου βέβαια τομέα να
εγκαταλείπουν την εργασία τους για να συμπαρασταθούν σε απεργούς άλλων
οργανισμών του δημοσίου βεβαίως ή να συμμετέχουν σε συσκέψεις
Ευθύνη για όλα
αυτά έχουν – ανάλογα βέβαια με το κοινωνικό και πολιτικό στάτους του καθενός -
όλες οι πολιτικές δυνάμεις, το ιστορικό μας παρελθόν και διαδρομή, το κοινωνικό
σύνολο, αλλά και ο καθένας μας ατομικά. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει και η
Αριστερά που είχε για χρόνια την ιδεολογική ηγεμονία στην παιδεία, στη νεολαία,
στο συνδικαλισμό.
Σήμερα πλέον
τίθενται αμείλικτα ερωτήματα και απαιτούν άμεσες και καθαρές απαντήσεις:
Είναι τα
παραπάνω στρεβλώσεις και καταχρήσεις ενός παρελθόντος που πρέπει να το
αλλάξουμε και πως;
Δικαιολογούνται
τέτοιες συμπεριφορές, γιατί όπως λέει και το παλιό αναρχικό σύνθημα πρέπει να
απαντούμε με τη βία στη βία της εξουσίας ;
Η βία αυτή
τελικά στη συνδικαλιστική, πολιτική και καθημερινή μας πρακτική λύνει
προβλήματα ή δημιουργεί περισσότερα, διευκολύνει τους αδύναμους ή ευνοεί τους
ισχυρούς;
Ωφέλησαν και
πως λόγου χάρη τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και την κοινωνία εν γένει
οι εκάστοτε «δυναμικές» διεκδικήσεις και κατακτήσεις των εργαζομένων στο
Δημόσιο;
Στα ερωτήματα
αυτά οφείλει να απαντήσει ο καθένας μας και η κοινωνία στο σύνολό της.
Οφείλουμε να συμπράξουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Το κράτος των
Δικαστών, των Γιατρών, των Δικηγόρων, των Ταξιτζήδων, των Φορτηγατζήδων, των
Ναυτεργατών, των Αγροτών, των συντεχνιών εν γένει που βλέπουν μόνο τα δικά τους
συμφέροντα και βλάπτουν τους άλλους και την κοινωνία εν γένει, δεν έχει μέλλον
και δεν οδηγεί πουθενά. Σε καμία προηγμένη χώρα της Ευρώπης δεν λειτουργούν
έτσι το συνδικαλιστικό κίνημα και οι κοινωνικές ομάδες.
Αν συνεχίσουμε
έτσι θα διαπιστώνουμε ανήμποροι ολοένα και περισσότερο τις στάχτες μιας ήδη
βαθιά αποσαθρωμένης λόγω της πολύπλευρης κρίσης κοινωνίας. Στη διάλυση αυτή θα
έχει μερίδιο ευθύνης η κάθε κοινωνική ομάδα και ο καθένας μας ατομικά.
Οι φωνές να
πάρουμε τα καλάσνικοφ θα πληθαίνουν από διάφορους λαϊκιστές δεξιούς και
«αριστερούς», οι οποίοι σήμερα αγνοώντας το δικό τους ενδεχομένως «αμαρτωλό»
παρελθόν διαγκωνίζονται σε «επαναστατικότητα» μεταξύ τους.
Όπως όμως θα
έλεγε και ο Λένιν: «Ο αριστερισμός είναι η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού
και ο λαϊκισμός το ανώτατο στάδιό του»
Σχολιάζοντας
τα τελευταία φαινόμενα βίας, ανομίας και τρομοκρατίας ο Δ. Ψυχογιός γράφει στο
Βήμα της Κυριακής στις 10.2.2013:
«Σε μια
κοινωνία όπου η πολιτική βία έχει γίνει αποδεκτή ως καθημερινότητα, είναι
μοιραίο να επιβιώνει και η τρομοκρατία στις παρυφές της. Στο ποιοι θα πάρουν τα
όπλα, εκεί υπεισέρχεται η ψυχολογία, η οικογένεια, η συγκεκριμένη κοινωνική
κατάσταση, το τυχαίο. Αλλά το δένδρο δεν πρέπει να κρύβει το δάσος».
Παναγιώτης
Χατζηγεωργίου
Δικηγόρος – Γραμματέας ΝΕ Δράμας ΔΗΜΑΡ