Φάκελος: Ιθαγένεια
Μαθαίνοντας να ζούμε με τους Άλλους
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον νόμο περί ιθαγένειας, επαναφέρει μια αντίληψη περί έθνους που είναι ξεπερασμένη τόσο στο επίπεδο της νεότερης ιστοριογραφίας όσο και στο επίπεδο της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής. Πέρα από αυτή τη διάσταση, ωστόσο, η απόφαση δεν βοηθά στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού προβλήματος, καθώς δεν προωθεί λύσεις για την ομαλή ένταξη των νόμιμων μεταναστών, ως ισότιμων συμπολιτών μας, σε μια κοινωνία που μαθαίνουμε (και θέλουμε) να συμβιώνουμε με τους Άλλους.
Παρ’ όλα αυτά, το dim/art δεν θεωρεί πως η αντιμετώπιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος εξαντλείται στην καταγγελία των δικαστικών θεσμών. Σε καμία περίπτωση, η απόφαση του ΣΤΕ δεν πρέπει να αποτελέσει άλλοθι για ιδεολογικές καταχρήσεις από δυνάμεις που εμφανίζονται είτε ως επαγγελματίες «φύλακες του έθνους» είτε ως επαγγελματίες «φίλοι των μεταναστών». Μας ενδιαφέρει η νομική και ευρύτερα πολιτισμική εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με το ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς και η αναζήτηση μιας προοδευτικής λύσης, μέσα στο πλαίσιο που ορίζει η σύγχρονη ευρωπαϊκή αντίληψη για την ιθαγένεια. Για το λόγο αυτό, το dim/art ξεκινάει σήμεραμια σχετική πρωτοβουλία στο διαδίκτυο, ελπίζοντας ότι η ελληνική πολιτεία θα δικαιώσει τις αγωνίες μιας για τα κριτήρια απόδοσης της ιθαγένειας με όρους δημοκρατίας και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Για όλους εμάς, που υποστηρίζουμε ότι «Έλληνας και γεννιέσαι και γίνεσαι», η συζήτηση για την ιθαγένεια είναι ταυτόχρονα μια πολιτισμική αντίσταση απέναντι στο ρατσισμό και στην ξενοφοβία. Ελπίζουμε την ίδια άποψη να υιοθετήσει και η Βουλή των Ελλήνων.
dim/art
Το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε συνεδρίασή του, της 7ης Φεβρουαρίου 2013, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Το λόγο πάλι έχει ο κυρίαρχος λαός δια των αντιπροσώπων του:
εκεί που πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις για την ιθαγένεια
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκφράζει την απογοήτευση και ανησυχία της για την απόφαση 460/2013 του Συμβουλίου Επικρατείας σχετικά με τη συνταγματικότητα της κτήσης ελληνικής ιθαγένειας λόγω γέννησης ή φοίτησης. Η απόφαση αυτή καθιστά το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο παράγοντα επίτασης των κοινωνικών αδιεξόδων σε μια δύσκολη στιγμή για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
Στον ίδιον ολισθηρό δρόμο που είχε χαράξει η προηγηθείσα απόφαση 350/2011 του δ΄ τμήματος, η πλειοψηφία της ολομέλειας φρόντισε μεν να αποφύγει τις λεκτικές ακρότητες, εξακολουθεί όμως να προσκολλάται σε ιδεοληπτικές αντιλήψεις, δογματίζοντας ότι τα έθνη και οι λαοί «δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα», η οποία φέρεται να προϋποθέτει σωρευτικά «σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά», οπότε θα διαταρασσόταν από ενδεχόμενη «προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως».
Υπεισερχόμενη, μάλιστα, ακόμη και σε ποσοτικές αποτιμήσεις που προσιδιάζουν σε κοινωνικό λειτουργό, όπως στο σκεπτικό ότι «η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και μάλιστα μόνον επί μια εξαετία δεν εγγυάται την επιζητούμενη ένταξη», η πλειοψηφία της ολομέλειας μετουσιώνει πολιτικές αντιλήψεις σε συνταγματικές αποφάνσεις καθ’ υπέρβαση των ορίων αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας, κάτι που καίρια επισημαίνει η μειοψηφία των 13 μελών.
Πάρα ταύτα, είναι γεγονός ότι η ίδια η απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας επιτρέπει στο νομοθέτη να περισώσει –εφόσον το θελήσει– θεμελιώδεις επιλογές του νόμου 3838/2010, κυρίως εφόσον η ολομέλεια δεν ακολούθησε την εισήγηση του δ’ Τμήματος στο ζήτημα της κτήσης της ιθαγένειας «κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως» στην ενηλικίωση. Αυτό είναι κεκτημένο: η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρά τις παλινδρομήσεις, δεν βλέπει στο δίκαιο του αίματος το συνταγματικό μονόδρομο που οι νεόκοποι εκπρόσωποι του ελληνικού φυλετισμού –δικαστές και μη– θελήσανε.
Το λόγο τώρα έχει ο νομοθέτης. Ο μόνος πολιτειακά αρμόδιος. Ο αγώνας για την ολοκλήρωση της θεσμικής συμμετοχής όλων των πραγματικών συμπολιτών μας στον οποίο πρέπει να συμμετάσχουν όσοι αντιτάσσονται στο ρατσισμό που δηλητηριάζει τα θεμέλια της κοινωνίας μας, είναι, εντέλει, (και) εθνικός.
Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ;
Ο 3838/2010 έθετε αυστηρές προϋποθέσεις και κριτήρια για την κτήση της ιθαγένειας. Κριτήρια που αφορούσαν τη νόμιμη και μόνιμη διαμονή των γονιών, τη φοίτηση των παιδιών κ.α. Πουθενά στα κριτήρια αυτά, η κτήση της ιθαγένειας δεν γινόταν “αυτόματα”, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται το ΣΤΕ. Επιπλέον, η δικαιολόγηση της απόφασης συνοδεύεται από θεωρητικούς προβληματισμούς περί «έθνους» και «γνήσιου δεσμού» του αλλοδαπού με αυτό. Στην απόφαση του ΣΤΕ το έθνος προβάλλεται ως μια διαχρονική ενότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα και μακρά παράδοση ∙ στοιχεία τα οποία (πρέπει να) μεταβιβάζονται αναλλοίωτα από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια της οικογένειας και της εκπαίδευσης.
Εύκολα διακρίνει κανείς πως το σκεπτικό του ΣτΕ εκπορεύεται από το «δίκαιο του αίματος» και καταφανώς προσβάλλει τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς δε θέτει αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κτήση της ιθαγένειας, όπως έκανε ο 3838/2010. Αντίθετα, υιοθετεί μια ρητορική που εδράζεται στην αντίληψη της διαχρονικότητας του ελληνικού έθνους και επομένως στον αποκλεισμό των συμπολιτών μας που διεκδικούν με νόμιμο και θεμιτό τρόπο την ιθαγένεια. Δυστυχώς το στερεότυπο που αναπαράγεται στην απόφαση του ΣΤΕ είναι ότι αυτός που αποκτά την ιθαγένεια πρέπει να είναι εμποτισμένος με τα ελληνικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Αλήθεια ισχύουν αυτά κριτήρια και για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από πρόσωπα δεύτερης και τρίτης γενιάς που κατάγονται από Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ και Αυστραλία;
Το Feleki
Ανακοίνωση της Δημοκρατικής Αριστεράς για το ζήτημα της ιθαγένειας
7/2/2013
Οι όποιες αλλαγές στο νόμο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να είναι συμβατές με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τα ισχύοντα σε χώρες της Ε.Ε.
Απαγορευτικές διατάξεις, οι οποίες περιστέλλουν ή και εξαφανίζουν το δικαίωμα θα μας βρουν αντίθετους. Αντίθετους θα μας βρουν και διατάξεις που υποβαθμίζουν τα αντικειμενικά τυπικά κριτήρια —χρόνια παραμονής, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης— υπέρ αδιευκρίνιστων, όσο και επικίνδυνων «υποκειμενικών» αξιολογήσεων.
Ιδιαίτερα πρέπει να αναγνωρίζεται και να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στην ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στη χώρα μας.