Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η κοινοτοπία του κακού

Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν «A Natural History of Evil» (Yong-June Park, 2011).
Η Χάνα Αρεντ, ίσως η πιο σημαντική εκπρόσωπος αυτού του τρόπου σκέψης που αντιτίθεται σαφώς και αδιάλλακτα στην αναγωγή των κοινωνικών φαινομένων στην ατομική ψυχή, παρατηρούσε ότι το αληθινά δαιμονικό πνεύμα μεταξύ των ναζιστών λαοπλάνων ήταν ο Χίμλερ. Ο Χίμλερ –μολονότι δεν προερχόταν από τους κύκλους των μποέμ όπως ο Γκέμπελς και χωρίς να είναι ένας διεστραμμένος όπως ο Στράιχερ, ούτε ένας τυχοδιώκτης όπως ο Γκέρινγκ, ούτε και ένας φανατικός όπως ο Χίτλερ ή ένας τρελός όπως ο Ρόζενμπεργκ– «οργάνωσε τις μάζες σε ένα σύστημα ολικής κυριαρχίας», χάρη στην (ορθή!) παραδοχή του ότι στην απόλυτη πλειονότητά τους οι άνθρωποι δεν είναι ούτε βρικόλακες ούτε σαδιστές, αλλά εργαζόμενοι και πατέρες οικογενειών. Το πού θα οδηγούσε την Αρεντ αυτή η παρατήρηση το μάθαμε τελικά από το βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ». Αυτό που αναφέρεται περισσότερο από τα συμπεράσματα της Χάνα Αρεντ είναι η συνοπτική απόφανσή της περί της κοινοτοπίας του κακού.
Αυτό που εννοούσε η Αρεντ, όταν τη διατύπωνε, ήταν ότι για να διαπραχθούν τερατωδίες δεν χρειάζονται τέρατα και ότι το πρόβλημα το σχετικό με τον Αϊχμαν έγκειτο ακριβώς στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ανώτατων αυθεντιών της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, αυτός, και μαζί με αυτόν πολυάριθμοι σύντροφοί του που διέπρατταν εγκλήματα, δεν ήταν ούτε ένα τέρας ούτε ένας σαδιστής. Ηταν αντίθετα υπερβολικά, τρομερά, τρομακτικά «φυσιολογικός». Από τις πιο πρόσφατες μελέτες που ακολούθησαν αυτή τη γραμμή, το βιβλίο του Φίλιπ Ζιμπάρντο The Lucifer Effect, που δημοσιεύτηκε το 2007, διακρίνεται εξαιτίας του ότι είναι μια ανατριχιαστική και στενάχωρη μελέτη. Επικεντρώνεται σε μια σειρά από αγόρια και κορίτσια, που είναι παιδιά λαϊκά, καλοί, φυσιολογικοί και συμπαθητικοί Αμερικανοί, και που μεταμορφώνονται σε τέρατα όταν φτάνουν σε ένα είδος «κρανίου τόπο», στη μακρινή χώρα του Ιράκ, όπου τους αναθέτουν τη φρούρηση αιχμαλώτων, στους οποίους αποδίδουν κακές προθέσεις και τους υποψιάζονται ότι ανήκουν σε ένα κατώτερο είδος ανθρώπινων υπάρξεων ή ότι είναι ίσως κάτι λιγότερο από άνθρωποι.

Πόσο ασφαλής και βολικός θα ήταν ο κόσμος, πόσο ευχάριστος και φιλικός θα ήταν, αν εκείνοι που συνεχίζουν να διαπράττουν τερατώδεις πράξεις ήταν τα τέρατα και μόνον τα τέρατα. Ενάντια στα τέρατα είμαστε μάλλον καλά προστατευμένοι και αν ήταν έτσι θα μπορούσαμε να αισθανόμαστε ασφαλείς απέναντι σε όλες τις εγκληματικές ενέργειες τις οποίες τα τέρατα είναι ικανά και απειλούν να διαπράξουν. Διαθέτουμε ψυχολόγους για να εντοπίζουν τους ψυχοπαθείς και τους κοινωνικά επικίνδυνους, μπορούμε να βασιζόμαστε σε κοινωνιολόγους που είναι σε θέση να μας πουν πού είναι πιθανό αυτοί να πολλαπλασιαστούν και να συγκεντρωθούν, έχουμε δικαστές για να τους καταδικάσουν και να τους φυλακίσουν απομονώνοντάς τους, καθώς και αστυνομικούς και ψυχιάτρους προκειμένου να είμαστε βέβαιοι ότι θα παραμείνουν σε μια κατάσταση που δεν θα τους επιτρέπει να κάνουν κακό. Αλίμονο όμως, τα παιδιά από την Αμερική, για τα οποία μας μιλάει ο Ζιμπάρντο, δεν ήταν ούτε τέρατα ούτε διεστραμμένα. Αν δεν τους είχαν αναθέσει την επιτήρηση των κρατουμένων του Αμπου Γκράιμπ, δεν θα είχαμε ποτέ γνωρίσει (ούτε θα είχαμε υποθέσει, υπολογίσει, φανταστεί) τα τρομερά πράγματα που ήταν ικανά να επινοήσουν. Δεν θα τύχαινε σε κανέναν από μας να φανταστεί ότι το χαμογελαστό πρόσωπο της κοπέλας που κάθεται πάνω σε μια κασέλα θα μπορούσε, από τη στιγμή που τοποθετήθηκε σε μιαν υπερπόντια χώρα, να διαπρέπει στην επινόηση τεχνασμάτων όλο και πιο δημιουργικών και ιδιόμορφων και ταυτόχρονα μοχθηρών και διεστραμμένων, για να παρενοχλεί, να τυραννάει, να βασανίζει και να ταπεινώνει τα πρόσωπα που της είχαν ανατεθεί. Στον γενέθλιο τόπο της και σε εκείνους των συντρόφων της, οι γείτονές τους αρνούνται να πιστέψουν ακόμα και σήμερα ότι εκείνα τα αξιαγάπητα αγόρια και κορίτσια, που τα γνωρίζουν από την πιο τρυφερή τους ηλικία, είναι τα ίδια πρόσωπα που απεικονίζονται σαν τέρατα στις φωτογραφίες που βγήκαν στους χώρους των βασανιστηρίων του Αμπου Γκράιμπ. Και όμως είναι.


Στα συμπεράσματα που αντλεί στο τέλος της ψυχολογικής μελέτης του Τσιπ Φρέντερικ, του αρχηγού και καθοδηγητή της ομάδας των βασανιστών, ο Φίλιπ Ζιμπάρντο γράφει ότι «δεν υπάρχει απολύτως τίποτα στις μαρτυρίες και στο παρελθόν του που να επιτρέπει την πρόβλεψη ότι ο Τσιπ Φρέντερικ θα υιοθετούσε κάποια μορφή καταχρηστικής ή σαδιστικής συμπεριφοράς» (…). Η έρευνα για τις βιαιότητες του Αμπου Γκράιμπ ποτέ δεν έφτασε ώς τις κορυφές της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης. Προκειμένου να γίνει δυνατό να συρθούν στο δικαστήριο και να δικαστούν για εγκλήματα πολέμου και οι υψηλόβαθμοι, θα ήταν αναγκαίο να βρεθούν από τη μεριά των ηττημένων στον πόλεμο που άρχισαν, πράγμα που δεν συνέβη. Αλλά ο Αντολφ Αϊχμαν, που διηύθυνε τα εργαλεία και τις διαδικασίες της «τελικής λύσης» του «εβραϊκού προβλήματος» και που έδινε εντολές στους υφισταμένους του, βρέθηκε με τη μεριά των ηττημένων, συνελήφθη από τους νικητές και οδηγήθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ηταν επομένως μια ευκαιρία να υποβληθεί η «υπόθεση του τέρατος» σε μιαν εξέταση μέγιστης ακρίβειας και από τα πιο φημισμένα μέλη των ψυχολογικών και ψυχιατρικών επαγγελμάτων. Το τελικό συμπέρασμα της πιο ευρείας και αξιόπιστης έρευνας που έγινε προέκυψε αν μη τι άλλο αμφίσημο. Ιδού ποιο ήταν με τα λόγια της Χάνα Αρεντ: «Μισή δωδεκάδα ψυχίατροι βεβαίωσαν ότι είναι ‘‘φυσιολογικός’’ – ‘‘πιο φυσιολογικός, σε κάθε περίπτωση, από όσο είμαι εγώ ο ίδιος αφότου τον εξέτασα’’, λέγεται ότι αναφώνησε ένας από τους εξεταστές, ενώ ένας άλλος αποκάλυψε ότι το συνολικό ψυχολογικό του προφίλ, η συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τον πατέρα και τη μητέρα του, τις αδελφές και τους φίλους ήταν ‘‘όχι μόνον φυσιολογική αλλά και η πιο αγαπητική’’. Το πρόβλημα με την περίπτωση του Αϊχμαν ήταν ακριβώς το ότι τόσοι άλλοι που είχαν κηλιδωθεί με αυτά τα εγκλήματα ήταν σαν κι αυτόν και δεν ήταν πιο διεστραμμένοι ή σαδιστές από εκείνους που τους εξέτασαν, καθώς ήταν τρομερά, τρομακτικά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών μας θεσμών και του δικού μας ηθικού κριτηρίου, αυτή η κανονικότητα ήταν πολύ πιο ανησυχητική από το σύνολο όλων εκείνων των ωμοτήτων».

Αυτή θα πρέπει να ήταν η πιο τρομακτική από όλες τις ανακαλύψεις: αν δεν είναι αυθεντικοί δράκοι αλλά φυσιολογικά πρόσωπα (θα ένιωθα τον πειρασμό να πω: «πρόσωπα σαν και σας και σαν και μένα») εκείνοι που διαπράττουν ωμότητες και που είναι ικανοί να δρουν με τρόπο διεστραμμένο και σαδιστικό, τότε όλες οι λεπτομερείς εξετάσεις που έχουμε επινοήσει και χρησιμοποιήσει για να διακρίνουμε τους «φορείς απανθρωπιάς» από το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος είναι σίγουρα αναποτελεσματικές. Και επομένως εμείς ξαναβρισκόμαστε χωρίς προστασία (θα νιώθαμε τον πειρασμό να προσθέσουμε: ανυπεράσπιστοι απέναντι στην κοινή μας νοσηρότητα).