Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Nαι, υπάρχει δυνατότητα μεταρρύθμισης στο ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα


ΣΆΒΒΑΤΟ, 20 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2011

Nαι, υπάρχει δυνατότητα μεταρρύθμισης στο ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα




Γράφει ο Αστέριος Ν. Κατσαμούρηςκαθηγητής Αγγειοχειρουργικής ΑΠΘ, εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Επιτροπή της Ειδικότητας Αγγειοχειρουργικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη Μακεδονία


Την τελευταία δεκαπενταετία το πανεπιστήμιο (η τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα) αλλάζει σημαντικά. Την απλοποιημένη εξήγηση τη βρίσκουμε στη χαριτωμένη συνοπτική απάντηση που έδωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον “because the world has changed, stupid!” Επί της ουσίας, όμως, οι τρέχουσες διεργασίες αλλαγών στο πανεπιστήμιο είναι εκ των πραγμάτων έντονες, γιατί σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή που θα μπορούσε να ονομαστεί εποχή της εφαρμοσμένης διεθνοποίησης, αν αναλογιστούμε την ταχύτητα και το βάθος της επίδρασης της διεθνούς ανάπτυξης τόσο στη συλλογική όσο και στην ατομική ζωή μας.

Πιθανόν η πιο οφθαλμοφανώς αντιληπτή από όλους αλλαγή είναι αυτή της διεθνοποίησης των τηλεπικοινωνιών, οι οποίες έχουν μετατρέψει το διαδίκτυο (Internet) σε “πέμπτη εξουσία” και, όπως παρατήρησε ένας δημοσιογράφος, “the laptop is now more powerful than the sword!” Οι τηλεπικοινωνίες προσέδωσαν επίσης ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στην καθημερινή διεθνή πρακτική: συμπίεσαν τόσο την απόσταση όσο και τον χρόνο. Επιπλέον, η κατάσταση γίνεται ίσως πιο περίπλοκη, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχουν περιορισμοί ή όρια της επίδρασης των τηλεπικοινωνιών στην εξέλιξη όλων των παραμέτρων ανάπτυξης των κοινωνιών, συμπεριλαμβανομένου εμφανώς και του πανεπιστημίου.
Αυτή η νέα εποχή της διεθνοποίησης έχει και ένα άλλο εξόχως σημαντικό χαρακτηριστικό: την αποτελεσματική συνεργασία των κοινωνιών της γνώσης. Στη συνεργασία αυτή, η οποία έχει ως στόχο την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, παρατηρείται εστιασμένη, αποτελεσματική και εντατική συνεργασία μεταξύ της βιομηχανίας και του πανεπιστημίου για την αλλαγή των διανοητικών εφοδίων. Αναμφισβήτητα, το κλειδί των ζυμώσεων αλλά και πολλών ανταγωνισμών της σύγχρονης πολιτικής στην κατεύθυνση της επιστήμης είναι ότι τα συστήματα πολιτικής, οικονομίας, υγείας και ασφάλειας είναι οργανικά συνδεμένα και εξαρτώνται από τη γνώση και προέρχονται κυρίως από τις καινοτομίες της τεχνολογίας και ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αποτελούν τους μεγαλύτερους και μοναδικούς φορείς προσφοράς στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και των καινοτόμων προϊόντων, υλικών και μη. Κοντολογίς, το πανεπιστήμιο σήμερα αντιμετωπίζεται από τις κοινωνίες της γνώσης ως πηγή δύναμης, αλλά και ως φορέας φροντίδας τους.
Οι όροι ανταγωνιστική έρευνα, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση, λογοδοσία, ποιοτική διαβάθμιση και χρηματοδότηση των πανεπιστημίων δεν είναι καινούργιοι. Το καινούργιο στη διεθνή πανεπιστημιακή γλώσσα είναι η καινοτομία και η επιστημονική αριστεία. Οι όροι αυτοί όμως δεν βγήκαν ούτε από παρθενογένεση ούτε ως τυχαία επινόηση ορισμένων εμπνευσμένων ερευνητών. Η ακατάπαυστη, μη φειδόμενη κόπου και χρόνου έρευνα και διδασκαλία, η συνεχής και στοχευμένη αξιολόγηση του πανεπιστημιακού έργου και του ιδιαίτερου έργου των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, η αποτελεσματική και πολυποίκιλη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και η κοινωνική λογοδοσία δημιούργησαν με την πάροδο του χρόνου νέες θεσμικές λειτουργίες και νέες απαιτήσεις από την κοινωνία στο σύνολό της. Η ανάγκη για καινοτομία και επιστημονική αριστεία δημιουργήθηκαν μέσα από αυτές τις διαδικασίες και αποτελούν σήμερα τους βασικούς πυλώνες εξέλιξης και ανάπτυξης του επιστημονικού έργου στις κοινωνίες της γνώσης. Η νέα τεκμηριωμένη γνώση αναπτύσσεται ταχύτατα, αλλά και απορροφάται από το κοινωνικό σύνολο με ταχείς ρυθμούς, φυσικά εκεί όπου αυτό είναι ήδη προετοιμασμένο και έχει δημιουργήσει τους κατάλληλους υποδοχείς.
Τα ανωτέρω συνθέτουν την έννοια του καλού πανεπιστημίου. Είναι αυτό το πανεπιστήμιο, η τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα, στο οποίο οι κοινωνίες της γνώσης επενδύουν όλες τις δυνατότητες και προοπτικές τους για ένα καλύτερο μέλλον.
Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές και τις εμπειρίες μου από την πολυετή συμμετοχή μου στην εθνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα, σε συνδυασμό με την καθολική, επί της αρχής(!), απόρριψη από τους πρυτάνεις του προτεινόμενου νομοσχεδίου για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ΑΕΙ), τα ερωτήματα που αυτόματα αναδύονται μέσα μου είναι πολλά. Μεταξύ αυτών θα προσπαθήσω να εστιάσω τις σκέψεις μόνο σε δύο, τα οποία θεωρώ τα πιο επίκαιρα.
Πρώτο ερώτημα: Έχει η χώρα μας σήμερα καλό πανεπιστήμιο;
H δίκη μου απάντηση είναι όχι. Αν κάποιος εξαιρέσει τις ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, εστίες ακαδημαϊκού φωτός που εκπέμπουν ορισμένες ομάδες επιστημόνων, όπως π.χ. στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, οι οποίες μάλιστα εργάζονται συχνά κόντρα στις πολλαπλές δυνάμεις της οπισθοδρόμησης, το επίπεδο του εν γένει επιστημονικού έργου στη χώρα μας είναι κάτω από μέτριο. Αυτές τις λίγες υπάρχουσες πηγές ακαδημαϊκού φωτός είναι τουλάχιστον άκομψο να τις επικαλούνται οι πρυτανικές αρχές, για να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και να εξιδανικεύουν μια χρονίζουσα κατάσταση, της οποίας εξ αντικειμένου ο μέσος όρος δεν είναι καλός. Η προχειροδουλειά και σπουδαιοφάνεια του ελληνικού πανεπιστημίου είναι, δυστυχώς, εμφανής σε όλες τις παραμέτρους της λειτουργίας του. Τα επιχειρήματά μου τα θέτω συνοπτικά με τη μορφή δέκα ερωτημάτων.


1. Ποιο καλό πανεπιστήμιο έχει τον αριθμό των “αιώνιων” φοιτητών που έχει το δικό μας πανεπιστήμιο; Σύμφωνα με ρεπορτάζ της “Καθημερινής” (18-7-11), το 36% των φοιτητών μας είναι “αιώνιοι”! Εικόνα “αιώνιου” φοιτητή δεν υπάρχει σε κανένα καλό πανεπιστήμιο διεθνώς.

2. Ποιο καλό πανεπιστήμιο επιτρέπει στον φοιτητή να διανύει το τελευταίο έτος των σπουδών του χωρίς να έχει αντεπεξέλθει επιτυχώς σε κανένα μάθημα των προηγούμενων ετών της φοίτησής του; Προφανώς κανένα. Στις σχολές Ιατρικής, για παράδειγμα, ένας φοιτητής μπορεί στα δύο τελευταία έτη των εξαετών σπουδών του να ασκηθεί στην κλινική πράξη, για να μάθει πώς εξετάζεται ένας ασθενής, πώς γίνεται η διάγνωση των διαφόρων παθήσεων, ποιες είναι οι ενδείξεις της θεραπείας τους κτλ., χωρίς να έχει περάσει κανένα (ναι, καλά διαβάζετε!), κανένα από τα βασικά προαπαιτούμενα μαθήματα, όπως αυτά της ανατομίας, της φυσιολογίας, της βιοχημείας, της παθολογίας, της χειρουργικής, της ακτινολογίας κτλ. Αυτό, για να το κατανοήσουν οι μη μυημένοι στην Ιατρική, είναι σαν να θέλουμε να ασκηθεί ένας νεαρός υπό εκκόλαψη αεροπόρος και να αρχίσει την πρακτική εκπαίδευσή του στο αεροπλάνο, χωρίς προηγουμένως να γνωρίζει από τι ακριβώς αποτελείται το αεροπλάνο.
3. Ποιο καλό πανεπιστήμιο δεν προσφέρει στον νεοεισερχόμενο σπουδαστή του την καθαρή εικόνα της εσωτερικής του οργάνωσης; Προφανώς κανένα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο ο νεοεισερχόμενος δεν έχει την προσδοκώμενη σαφή εικόνα των κανόνων λειτουργίας της σχολής που έχει επιλέξει και δεν τυγχάνει καμιάς οργανωμένης καθηγητικής καθοδήγησης, εκτός φυσικά αυτής που προσφέρεται σταθερά και άψογα οργανωμένα από τις κομματικές οργανώσεις.
4. Ποιο καλό πανεπιστήμιο δεν έχει να επιδείξει το στοιχειώδες: τον εσωτερικό οργανισμό και κανονισμό της λειτουργίας του; Η δυσάρεστη πρωτοτυπία ανήκει πάλι στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Αλλά ακόμη και εκεί όπου υπάρχουν τυπωμένοι μόνο οι εσωτερικοί κανονισμοί σπουδών, η καταστρατήγησή τους είναι ο κανόνας. Ο βαθμός της καταστρατήγησης αυτής βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον βαθμό της ψηφοθηρικής ενδοτικότητας των οργάνων διοίκησης των σχολών στα αιτήματα για λιγότερο “εντατικοποιημένες” σπουδές.
5. Ποιο καλό πανεπιστήμιο δεν έχει εγκαθιδρύσει, από την περίοδο της αρχικής λειτουργίας του ακόμη, ως θεμελιώδη ακαδημαϊκό θεσμό την αξιολόγηση του έργου του προσωπικού του (καθηγητικού, φοιτητικού και διοικητικού) και την κοινωνική λογοδοσία; Προφανώς κανένα. Η χώρα μας, ενταγμένη εδώ και χρόνια στην ΕΕ, όφειλε να έχει πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία να αξιολογούνται εσωτερικά και εξωτερικά ως προς α) τον αριθμό συμμετοχής τους στα ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα, β) τις επιδόσεις τους στα προγράμματα αυτά, γ) την ευρύτητα του φάσματος των επιστημονικών πεδίων, δ) τις συνεργασίες τους με άλλους εταίρους, ε) τη διεθνή απήχηση του επιστημονικού έργου των καθηγητών - ερευνητών τους και στ) τη φήμη τους (reputation). Τι συμβαίνει με το αυτονόητο αυτό καθήκον του ελληνικού πανεπιστημίου;  Όχι μόνο αξιολόγηση δεν γίνεται, αλλά ακόμη σε πολλά ιδρύματα δεν γίνεται καν η απλή καταγραφή (ναι, καλά διαβάζετε!) των ετήσιων πεπραγμένων του. Επιπρόσθετα, όταν σχετικά πρόσφατα η πολιτεία επέβαλε διά νόμου την εσωτερική και την εξωτερική αξιολόγηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της χώρας, σχεδόν σύσσωμες οι διοικήσεις τους αντέδρασαν στο εγχείρημα αυτό. Ακόμη και σήμερα η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αντιστέκεται στην αξιολόγηση. Στις διεθνείς αξιολογήσεις σύγκρισης των πανεπιστημίων, το ελληνικό πανεπιστήμιο σπάνια παίρνει κάποια διάκριση. Δεν είναι αυτό αποτυχία του ελληνικού πανεπιστημίου;
6. Σε ποιο καλό πανεπιστήμιο δεν γίνεται αξιολόγηση του διδακτικού έργου των μελών ΔΕΠ από τους φοιτητές; Αναμφισβήτητα σε κανένα. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο όχι μόνο δεν γίνεται αυτή η αξιολόγηση, αλλά και αν γινόταν προσπάθεια για να επιτευχθεί η υλοποίηση της διαδικασίας αυτής, δεν θα τελεσφορούσε. Το γιατί βρίσκεται στο δυσάρεστο γεγονός της μαζικής απουσίας των διδασκομένων από τα μαθήματα. Υπάρχουν μάλιστα πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διδασκόμενοι αντικρίζουν τον υπεύθυνο του μαθήματος μόνο κατά τη διάρκεια των εξετάσεων! Φυσικά, ας μη βιαστούμε να αποδώσουμε την ευθύνη των άδειων αιθουσών διδασκαλίας στους φοιτητές μας.
7. Ποιο καλό πανεπιστήμιο έχει το μοντέλο διοίκησης που εδώ και τριάντα χρόνια έχει ριζώσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Όπου και αν ψάξει κάποιος, τέτοιο μοντέλο διοίκησης δεν θα συναντήσει πουθενά. Το παράδοξο είναι ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι το “δημοκρατικότερο” στον πλανήτη μας. Κανένα μέλος της ηγεσίας του δεν ορίζεται από την πολιτεία, ούτε επιλέγεται από ειδικό σώμα εκλεκτόρων, όπως γίνεται σε πολλά φημισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης, Αμερικής και Ασίας. Αντίθετα, στο ελληνικό πανεπιστήμιο η ηγεσία (ο πρύτανης) και τα υφιστάμενα όργανα (οι αντιπρυτάνεις, οι κοσμήτορες των σχολών, οι πρόεδροι των τμημάτων) εκλέγονται με τη συμμετοχή όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας (καθηγητές όλων των βαθμίδων, φοιτητές, διοικητικό προσωπικό). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ειδικό βάρος της φοιτητικής ψήφου φθάνει το 80%(!) του συνόλου των καθηγητών. Με τον πρόσφατο νόμο λειτουργίας του πανεπιστημίου, με το οποίο δίνεται το δικαίωμα της ψήφου σε όλους τους φοιτητές και όχι μόνο στους εκπροσώπους τους, αν η συμμετοχή των φοιτητών είναι μικρή, όπως συνέβη στις πρόσφατες πρυτανικές εκλογές, αυτοί οι λίγοι θα καθορίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Ωστόσο, παρά αυτήν την εξισωτική αντίληψη στον πανεπιστημιακό χώρο, όπου η λογική αναμένει την αξιοκρατική (ιεραρχημένη) συμμετοχή και λήψη αποφάσεων, θα περίμενε κανείς η καθολική συμμετοχή των νέων ανθρώπων, φοιτητών και νέων μελών διδακτικού προσωπικού, να έφερνε νέες ιδέες, νέες ελπιδοφόρες αναζητήσεις και σύγχρονες απαιτήσεις για καλύτερες σπουδές. Με λίγα λόγια θα περίμενε κανείς η καθολική συμμετοχή της νέας γενιάς στη συνδιοίκηση του πανεπιστημίου να αποτελούσε βέβαιο θεματοφύλακα, τουλάχιστον μιας καλύτερης παιδείας. Πιστεύω ότι αυτή ήταν η φιλοσοφία του νόμου 1268/1982 ως προς την αξία της καθολικής συμμετοχής των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας στη συνδιοίκηση του ελληνικού πανεπιστημίου. Δυστυχώς, η τριακονταετής πορεία εφαρμογής του νόμου αυτού έφερε τραγικά αποτελέσματα. Όπως πριν από το 1982 κυριαρχούσε ο αυταρχισμός της έδρας σε ένα σύστημα διοίκησης υπερβολικά ιεραρχικό, με τον υπάρχον σύστημα κυριαρχεί ο αυταρχισμός της ισοπέδωσης, ο οποίος μάλιστα συνοδεύεται από το πρωτάκουστο “δημοκρατικό” στίγμα: την παντελή έλλειψη λογοδοσίας. Η αυθαιρεσία, δηλαδή, στο απόγειό της. Το “δημοκρατικό” αυτό πανεπιστήμιο αποδείχτηκε υπερβολικά εξισωτικό, ενθάρρυνε τη συναλλαγή μεταξύ των καθηγητών διαφορετικών βαθμίδων και άμβλυνε την ελεγκτική λειτουργία των ιεραρχικά ανώτερων, καλλιέργησε τον νεποτισμό και τη λογική της αυτοεξυπηρέτησης. Στο μείζον καθήκον της παιδαγωγικής αποστολής των διδασκόντων, αντί ο “παιδαγωγός” να “άγει τους παίδας”, άγεται αυτός από αυτούς. Επιπρόσθετα, ο πολιτικός πανεπιστημιακός λόγος στη διοίκηση του ελληνικού “δημοκρατικού” πανεπιστημίου, ο προβληματισμός δηλαδή για το πανεπιστημιακό γίγνεσθαι, έχει υποκατασταθεί από τον κομματικό λόγο ή την κομματική συμπεριφορά. Οι φοιτητικές οργανώσεις, για παράδειγμα, αντανακλούν τους κομματικούς συσχετισμούς της χώρας μας. Με τη φοιτητική εκπροσώπηση τα κόμματα μετέφεραν τους θλιβερούς ανταγωνισμούς τους και στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, το οποίο σήμερα όλοι λοιδορούμε, μεταφέρθηκε μέσα στη ζωή του πανεπιστημίου. Τι άλλο περιμένουν να δουν τα μάτια μας για να επιβραβεύσουμε ή να διατηρήσουμε το σημερινό μοντέλο διοίκησης του ελληνικού πανεπιστημίου;
8. Σε ποιο καλό πανεπιστήμιο οι εκλογές για την πρόσληψη των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ή την εξέλιξή τους γίνεται όπως γίνεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Η απάντηση και εδώ, δυστυχώς, είναι σε κανένα. Τη διαδικασία αυτή στο ελληνικό πανεπιστήμιο την έχουν περιγράψει με έντονα καταγγελτικό λόγο πολλοί εξέχοντες ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και την γνωρίζουν πολύ καλά όσοι σκόνταψαν στις συντεχνίες, στις οικογένειες, στα κόμματα, στις “κοινές” νοοτροπίες, στον νεποτισμό και στην αιδήμονα σιωπή. Είναι άραγε τυχαίο ότι φθάνουμε να εκλέγουμε καθηγητές πρώτης βαθμίδας χωρίς απολύτως κανένα ερευνητικό έργο ή χωρίς καμία δημοσίευση (ναι, καλά διαβάζετε) σε διεθνές περιοδικό με σύστημα κριτών; Είναι δυνατόν να κρίνεται η υποψηφιότητα καθηγητή όταν ο υποψήφιος διατηρεί τη θέση του προέδρου της οικείας σχολής και τα δύο τρίτα των εκλεκτόρων τον έχουν προϊστάμενο; Είναι δυνατόν να κρίνεται η υποψηφιότητα διευθυντή χειρουργικής κλινικής, όταν ο υποψήφιος διατηρεί τη θέση αντιπρύτανη στο οικείο πανεπιστήμιο; Είναι δυνατόν να αξιολογούνται οι υποψήφιοι από εκλέκτορες των οποίων το γνωστικό αντικείμενο είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχει ο υπό κρίση υποψήφιος; Σε τελευταία ανάλυση, σε ποιο καλό πανεπιστήμιο, ακόμη και σε μια καλή οργάνωση, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αξιολογούν τις επιδόσεις τους; Η γνώμη τρίτων, οι οποίοι εξ ορισμού βλέπουν και κρίνουν πιο αντικειμενικά τα δεδομένα, είναι επιβεβλημένη.
9. Σε ποιο καλό πανεπιστήμιο υπάρχει η έννοια του ασύλου, όπως αυτή ολοκληρώνεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Προφανώς σε κανένα. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο το άσυλο περιφρουρεί την ελεύθερη διακίνηση της γνώσης και των ιδεών. Ωστόσο, η παγιωμένη εικόνα που έχει σχηματιστεί στην κοινωνία μας για το άσυλο είναι ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε μέσα στο πανεπιστήμιο ως άμυνα για την ελεύθερη διακίνηση των εξωπανεπιστημιακών δυνάμεων βίας, των καταλήψεων, της καταστροφής της περιουσίας του πανεπιστημίου, του ξυλοδαρμού πρυτάνεων, της καταστροφής ερευνητικών προσπαθειών και άλλων παρόμοιων καταστάσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία πουθενά δεν υπάρχει εμπόδιο στην ελεύθερη έκφραση γνώμης και διακίνηση ιδεών. Προς τι λοιπόν αυτή η οδυνηρή πρωτοτυπία του ελληνικού πανεπιστημίου;
10. Σε ποιο καλό πανεπιστήμιο οι πρυτάνεις και οι σύγκλητοι, η πνευματική ηγεσία της χώρας δηλαδή, είναι όχι μόνο υπέρμαχοι της ανομίας, αλλά και προτρέπουν τους υφισταμένους και τους μαθητές τους σε αυτήν; Προφανώς σε κανένα. Η χώρα μας έχει κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία αποδέχονται ενσυνείδητα όλα τα κόμματα, τα οποία εκπροσωπούν την κοινωνία μας στη Βουλή. Η κυβέρνηση έχει εκλεγεί δημοκρατικά και είναι οικτρά δυσάρεστο να ακούμε και να διαβάζουμε ότι η πνευματική ηγεσία της χώρας μας απειλεί ότι “δεν θα εφαρμόσει το νομοσχέδιο της κ. Διαμαντοπούλου, αν αυτός ψηφιστεί στη Βουλή”! Η απειλή των πρυτανικών αρχών, ότι θα κλείσουν το πανεπιστήμιο αν ψηφιστεί ο νέος νόμος, δεν βρήκε, όπως ήταν λογικό, την υποστήριξη που αναμενόταν και προκάλεσε έντονες δυσθυμίες και αντιδράσεις. Ωστόσο, η διορθωτική-προβλεπτική διαπίστωσή τους, ότι “ο νέος νόμος θα είναι αυτός που θα κλείσει (“παραλύσει” σε άλλη διατύπωση) τα ΑΕΙ”, είναι δυστυχώς εμφανές ότι στρέφεται στις φοιτητικές παρατάξεις και την πρόθεσή τους να προχωρήσουν από τον Σεπτέμβριο σε καταλήψεις των ΑΕΙ.
Όλες αυτές, καθώς και άλλες αυτονόητες θλιβερής πρωτοτυπίας εικόνες, κυριαρχούν για δεκαετίες στο ελληνικό πανεπιστήμιο και το αυτονόητο δεύτερο επίκαιρο ερώτημα που βγαίνει είναι: Τι κάναμε εμείς ως πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα ως πανεπιστημιακοί δάσκαλοι κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών τουλάχιστον, για να περιορίσουμε τα αναφερθέντα εκφυλιστικά φαινόμενα; Ας απαντήσουμε πρώτα στα ερωτήματα αυτά και ας πείσουμε την ελληνική κοινωνία ότι ήμασταν αντάξιοι της πλήρους ακαδημαϊκής ελευθερίας την οποία τόσο απλόχερα μας εμπιστεύτηκε διά του ελληνικού κοινοβουλίου, τη λειτουργία του οποίου σήμερα ορισμένοι την αποκαλούν “πραξικοπηματική”! Ασφαλώς, οι παραπάνω παθογένειες δεν αναπτύχθηκαν δίχως την ένθερμη συμμετοχή της πολιτείας, της οποίας η ευθύνη για την όλη αυτή εικόνα του πανεπιστημίου είναι τεράστια. Αλλά χρήσιμο θα ήταν να ερμηνεύσουμε πρώτα εμείς οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, με παρρησία λόγου και χωρίς συναισθηματισμούς, το δικό μας παθογενετικό ρόλο! Η αγάπη μας για το πανεπιστήμιο και το έμπρακτο ενδιαφέρον μας για τη μελλοντική πορεία του προϋποθέτουν την ειλικρινή κριτική των ακαδημαϊκών πεπραγμένων από κάθε μέλος του και, ιδιαίτερα, από την ηγεσία του. Οι ηγεσίες οι οποίες αυτοεπαινούνται εξωραΐζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο και καλύπτουν τις μη αποδεκτές από την κοινή λογική αδυναμίες του, προσφέρουν τα χείριστα στην έρευνα, στη διδασκαλία και γενικότερα στη φοίτηση.
Σήμερα όλοι στην ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και στα κόμματα, αναγνωρίζουν την ανάγκη αλλαγής του θεσμικού πλαισίου, αφού η κατάσταση “δεν πάει άλλο”! Είναι πολύ εντυπωσιακή η εικόνα που αποτυπώνεται στο άρθρο του καθηγητή και προέδρου της Νομικής σχολής Αθηνών Θ. Φορτσάκη (“Καθημερινή”, 20-7-11), ο οποίος χαρακτηρίζει το ελληνικό πανεπιστήμιο “βούρκο” και εκφράζει την ευχή: “ας πέσει ένας βράχος να αναταράξει τον βούρκο” (sic)! Ωστόσο, ο ίδιος αντιδρά στην καταρχήν εφαρμογή του νέου νόμου με σχεδόν παρόμοια επιχειρηματολογία, όπως και οι περισσότεροι πρυτάνεις. Οι αντιδράσεις είναι ποικίλες και οι υπερβολές συχνά κυριαρχούν. Ορισμένοι αποκαλούν το προτεινόμενο νομοσχέδιο “έκτρωμα”, άλλοι “καθηγητοκτόνο”, πολλοί “αντισυνταγματικό”, ενώ άλλοι διατυπώνουν την άποψη ότι με τον νέο νόμο “αποδομείται ο δημόσιος και ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του πανεπιστημίου” και ότι το πανεπιστήμιο θα είναι “ταραχωδώς αδιοίκητο”!
Είναι να απορεί κανείς γιατί τόσοι πολλοί, εξ αντικειμένου σοβαροί, επιστήμονες έχουν χάσει τη ψυχραιμία τους. Ποια είναι τα τόσο σημαντικά συμφέροντα που διακυβεύονται και ποιες είναι οι τόσο υψηλές αξίες που καταπατούνται από το προτεινόμενο νομοσχέδιο; Από τη μελέτη του νομοσχεδίου γίνεται σαφές ότι αυτό δεν κάνει βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις αλλά βαθιές τομές στην πλειοψηφία των προβλημάτων που μαστίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο. Οι στόχοι του νομοσχεδίου αυτού βρίσκονται, grossο modo, σε σωστή τροχιά, αφού αίρει επί της αρχής όλα τα προαναφερθέντα δεινά: δεν θα υπάρχουν αιώνιοι φοιτητές, θα αξιολογούνται οι επιδόσεις των πανεπιστημίων, θα υπάρχει κοινωνική λογοδοσία, η χρηματοδότηση θα σχετίζεται και με την απόδοση του πανεπιστημίου και θα παρέχεται η δυνατότητα οικονομικής ευελιξίας για τα μέλη ΔΕΠ, η οποία θα είναι και υπέρ του πανεπιστημίου, θα υπάρχει η κατά τακτικά χρονικά διαστήματα αξιολόγηση των μόνιμων καθηγητών, θα δημιουργηθούν εσωτερικοί οργανισμοί και κανονισμοί που θα γίνουν από τα ίδια τα πανεπιστήμια, το άσυλο χάνει τη σημερινή υπόστασή του και ο θεσμικός τρόπος διοίκησης του πανεπιστημίου θα γίνεται όπως σε σχεδόν όλα τα καλά πανεπιστήμια, με διατήρηση του αυτοδιοίκητου, αφού η πολιτεία δεν θα διορίζει κανένα όργανο διοίκησης.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ είναι το πιο ρηξικέλευθο από όσα αντίστοιχα προτάθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια. Σήμερα η ελληνική κοινωνία περνά δύσκολη περίοδο, για την οποία η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Αυτή ακριβώς η κοινωνία καλεί επιτακτικά το πανεπιστήμιό της να ξεπεράσει τις οδυνηρές αγκυλώσεις του και να αναβαθμιστεί μεταρρυθμιζόμενο. Οποιαδήποτε αποτυχία δεν δικαιολογείται. Είναι σαφές ότι οι αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπεραστούν είναι τόσο διοικητικές όσο και νοοτροπίας. Το ξεπέρασμα των διοικητικών αγκυλώσεων ανήκει στα σχετικά εύκολα. Το νομοσχέδιο αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό τις διοικητικές αγκυλώσεις. Με την καλόπιστη κριτική μπορεί να αναγνωριστούν ορισμένες αδυναμίες, όπως αυτές της κατανομής των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Διοίκησης, του πρύτανη, της συγκλήτου και των σχολών ή τμημάτων και της αποτελεσματικής χρηματοδότησης, και να αποκατασταθούν. Αλλά και άμεσα μελλοντικά τυχόν εμφανιζόμενες δυσλειτουργίας μπορεί να ρυθμιστούν. Το δύσκολο στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση είναι το ξεπέρασμα των αγκυλώσεων στις νοοτροπίες, οι οποίες δρώντας επιταχυντικά για τριάντα χρόνια έχουν δημιουργήσει το απαράδεκτο status quo, στο οποία αναφέρθηκα διεξοδικά προηγουμένως και έχουν αυξήσει σημαντικά το ειδικό βάρος των οπισθελκουσών δυνάμεων της προόδου. Είμαι βέβαιος ότι η σιωπηρή πλειοψηφία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας της χώρας μας συμφωνεί με τις βασικές αρχές και τους στόχους του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Αυτή η πλειοψηφία πρέπει να εκφράσει τη γνώμη της και να συστρατευτεί με τους κοινωνικούς φορείς και την πολιτεία, η οποία, επιτέλους, θα πρέπει δείξει το απαιτούμενο σθένος προς τις σειρήνες του λαϊκισμού και τις πρόσκαιρες ψηφοθηρικές επιδιώξεις της κομματικής συμπεριφοράς. Από αυτήν ακριβώς τη συστράτευση θα καθοριστεί ποσοτικά και, ιδιαίτερα, ποιοτικά η δυνατότητα του σημερινού ελληνικού πανεπιστημίου να μεταρρυθμιστεί. Αν και αυτή η απόπειρα μεταρρύθμισης αποτύχει, το ελληνικό πανεπιστήμιο θα μείνει στάσιμο για πολλά χρόνια ακόμη. Και αυτό θα είναι σε βάρος της χώρας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: