Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ο νέος Κ.Φ.Ε.: ένα πισωγύρισμα 58 χρόνων Γιάννης Φασούλας

Ο νέος Κ.Φ.Ε.: ένα πισωγύρισμα 58 χρόνων
Γιάννης Φασούλας, 18/07/2013

Όταν στις 11 Αυγούστου του 1955, έξι ακριβώς χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο τότε βασιλιάς Παύλος και ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Αλέξανδρος Παπάγος μαζί με το υπουργικό του συμβούλιο αποφάσιζαν και διέτασσαν το νομοθετικό διάταγμα υπ’ αριθ. 3323 «Περί φορολογίας εισοδήματος», κανείς δε φανταζόταν, ότι 58 χρόνια μετά, μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά και κάτω από τις αγγλόφωνες υποδείξεις της Τεχνικής Βοήθειας (Task Force), θα γκρέμιζε το σύστημα προοδευτικής φορολογίας, που πριν από 58 ολόκληρα χρόνια μια μετεμφυλιακή, δεξιά κυβέρνηση είχε εισάγει για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Ο νέος Κ.Φ.Ε. συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αντισυνταγματικού, κοινωνικά άδικου και αντιαναπτυξιακού νόμου. Και εξηγούμαι:

• Το καινούργιο φορολογικό σύστημα που εισάγεται, (φορολόγηση στην πηγή και όχι του συνολικού προσωπικού εισοδήματος), η μεγάλη ποικιλία των φορολογικών συντελεστών (συνολικά 13 διαφορετικές φορολογικές κλίμακες και μοναδικοί φορολογικοί συντελεστές), καθώς και η διατήρηση κάποιων φορολογικών εκπτώσεων μόνο σε μία κατηγορία εισοδημάτων (μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις) καθιστά το νόμο καθαρά αντισυνταγματικό, γιατί παραβιάζει δύο σημαντικές διατάξεις του Συντάγματος: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (άρθρο 4, παρ. 1) και «ΟΙ Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (άρθρο 4 παρ. 5). Όταν φορολογούμενοι πολίτες με το ίδιο συνολικό προσωπικό εισόδημα, αλλά διαφορετικής προέλευσης, φορολογούνται διαφορετικά, όταν επιχειρήσεις με τα ίδια καθαρά κέρδη, αλλά διαφορετικής νομικής μορφής, φορολογούνται επίσης διαφορετικά, όταν ο αριθμός των μελών μιας οικογένειας δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη για να εξευρεθεί το φορολογητέο εισόδημα, και όταν θεωρείται, πως δεν έχουν όλοι οι Έλληνες τις ίδιες ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τότε πρόκειται σαφώς για έναν σφόδρα αντισυνταγματικό νόμο.

• Επίσης ο νέος Κ.Φ.Ε., με το νέο φορολογικό σύστημα που εισάγει, φθάνει στο σημείο να φορολογεί εισοδήματα, που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, (όπως αυτά ακριβώς προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή), και να θεωρεί ανενδοίαστα, ότι ένας άγαμος και ένας έγγαμος με άνεργη σύζυγο και 2 ανήλικα παιδιά έχουν προφανώς το ίδιο κόστος διαβίωσης. Είναι, συνεπώς, ένας κατάφωρα άδικος φορολογικός νόμος.

• Τέλος ο νέος Κ.Φ.Ε. είναι ένας νόμος αντιαναπτυξιακός, βάλει κατά της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, και κατά της τοπικής επιχειρηματικότητας, εφόσον φορολογεί από το πρώτο ευρώ, χωρίς κανένα προσωπικό αφορολόγητο, χωρίς καμιά φορολογική έκπτωση, τα προσωπικά εισοδήματα των επιχειρηματιών με 26%

Ο νέος, λοιπόν, Κ.Φ.Ε. έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία ενός τερατουργήματος. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι, πως μ’ αυτόν το νόμο δεν επιτυγχάνεται κανένας δημοσιονομικός στόχος. Το δημοσιονομικό άφταστο όνειρο του πλεονασματικού ισοζυγίου θα συνεχίζει να αποτελεί έναν απραγματοποίητο πόθο, μια χίμαιρα, τα μικρά και μεσαία εισοδήματα θα συνεχίζουν να κατατρώγονται από τους φόρους, ενώ τα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα θα εξακολουθούν να απολαμβάνουν μια αφάνταστα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.

Κι όλα αυτά, θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί;

Γιατί τόση αδικία; Γιατί τόση αντιαναπτυξιακή διάθεση; Γιατί ένα πλέγμα φορολογικών νόμων βάλει κατά ενός συσσωρευμένου κεφαλαίου, που είναι, ήδη, επενδυμένο σε ακίνητα και σε επιχειρηματικές δραστηριότητες; Γιατί απαξιώνονται αυτές οι παλιές μορφές επενδύσεων του κλασικού καπιταλισμού; Γιατί ο μικρότερος φορολογικός συντελεστής είναι ο φόρος των τόκων και των λοιπών εισοδημάτων από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες (15%); Και τέλος γιατί φτάσαμε στο σημείο η Αριστερά να πρέπει να θεωρεί χρέος της να υπερασπισθεί πλέον όχι μόνο την εργασία, αλλά ταυτόχρονα την τοπική επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής;

Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και τη συμφωνία της Γιάλτας, ο κόσμος γνώρισε τη μεγαλύτερη ειρηνευτική περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέσα από τη συνεχή αύξηση της παραγωγής αγαθών και τις ποικίλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου, αφού άρχισαν πρώτα να επουλώνουν τις πληγές του πολέμου και στη συνέχεια να στήνουν τις υποδομές ενός καινούργιου, καταναλωτικού κόσμου προχώρησαν στη συνέχεια σε μια πρωτοφανή σε όγκο συσσώρευση χρήματος. Σιγά-σιγά, το συσσωρευμένο κεφάλαιο άρχισε πλέον να μην επενδύεται σε αστικά και γεωργικά ακίνητα, ή σε κεφαλαιουχικό βιομηχανικό εξοπλισμό και βιομηχανικές μονάδες, αλλά στους άυλους τίτλους του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα τεράστια, διεθνικά χρηματικά πλεονάσματα, αφού στην αρχή στράφηκαν στη δημιουργία γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών, στη συνέχεια άρχισαν να στρέφονται στη δημιουργία μεγάλων χρηματοπιστωτικών κοιτασμάτων, ικανά να χρηματοδοτήσουν τις μελλοντικές καταναλωτικές δαπάνες κρατών και πολιτών, μέσα από την κάλυψη ελλειμματικών κρατικών προϋπολογισμών και με τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων.

Εδώ και πάνω από δύο αιώνες, τα «έθνη-κράτη» από τη μια και οι «εταιρείες» από την άλλη (πολυεθνικές ή μη) αποτέλεσαν τους φορείς της οικονομικής εξουσίας. Σήμερα, φαίνεται, πως και οι δυο παραμερίζουν, για να περάσουν οι «ομάδες περιουσίας» και η εξουσία των διεθνών χρηματαγορών. Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (ομάδες περιουσίας), δεν είναι ούτε φυσικά ούτε νομικά πρόσωπα, αλλά απροσδιόριστες ομάδες επενδυτών, χαρτοφυλάκια κινητών αξιών ή μετρητών, χωρίς νομική προσωπικότητα και με μεταβλητά κεφάλαια. Το τοπίο των διεθνών οικονομικών συναλλαγών έχει αλλάξει και ο άυλος χρηματοπιστωτικός κόσμος αποτελεί τον ουράνιο θόλο του νέου κόσμου.

Έτσι, λοιπόν, έφτασε ο καιρός, που το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο άρχισε να ορθώνεται γιγάντιο κι επικυρίαρχο, έτοιμο να εξοντώσει τις παλιές μορφές επένδυσής του: την ακίνητη περιουσία και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι παλιές αυτές μορφές επένδυσης έπρεπε να συντριβούν, ως φυσική συνέπεια της ισχύος του. Η ακίνητη περιουσία έπρεπε, να μαστιγωθεί αλύπητα και οι τοπικές παραγωγικές μονάδες να συνθλιβούν κάτω από έναν ανελέητο, και πολλές φορές αθέμιτο, ανταγωνισμό, για να μείνει στο τέλος μόνο του και αδηφάγο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, επικυρίαρχο, προσπαθώντας να έχει τον απόλυτο έλεγχο της παγκόσμιας παραγωγής και της παγκόσμιας κατανάλωσης, αλλά ταυτόχρονα έτοιμο να πέσει κι αυτό μέσα στη δίνη της καταστροφής, που το ίδιο δημιούργησε.