Αλλο υπεύθυνη Αριστερά, άλλο υποταγμένη
Του Τάσου Παππά
Τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ που υποστηρίζουν ότι η επιλογή Κουβέλη για αποχώρηση του κόμματος από την κυβέρνηση Σαμαρά ήταν αυτοκτονική οφείλουν να καταθέσουν στοιχεία που θα δικαιώνουν την ανάλυσή τους. Διαφορετικά, είναι ευάλωτα στην υποψία ότι έχουν προσβληθεί από το μικρόβιο του κυβερνητισμού και ότι δεν πιστεύουν πια στη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Η επιστράτευση μιας δημοσκόπησης που έγινε τις μέρες της κρίσης, η οποία δείχνει ότι η ΔΗΜΑΡ κινείται στο όριο της εκλογικής επιβίωσης (3%), δεν συνιστά απάντηση. Οι μετρήσεις ήταν κακές για τη ΔΗΜΑΡ όλο το προηγούμενο διάστημα. Υποχωρούσε αργά, αλλά σταθερά. Κι αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί.
Επί της ουσίας τώρα: Η ΔΗΜΑΡ έκανε την υπέρβαση να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, γνωρίζοντας ότι δεν θα δίνει αυτή τον τόνο. Η ηγεσία της είχε συνείδηση ότι η εμπλοκή του κόμματος στη διαχείριση της εξουσίας θα λειτουργούσε ως αριστερό άλλοθι σε μια σκληρή πολιτική. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, με δεδομένους τους καταναγκασμούς των μνημονίων και την άτεγκτη στάση των δανειστών μας. Μπήκε, ωστόσο, έχοντας την προσδοκία ότι θα είναι το εμπόδιο σε κάθε αντιδημοκρατική απόπειρα από την πλευρά των δεξιών συμμάχων της, ότι θα καταφέρει να λειάνει τις πιο επαχθείς πλευρές της ασκούμενης πολιτικής, δουλεύοντας για την προοπτική της απαγκίστρωσης και ότι θα προωθήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις προοδευτικού προσανατολισμού στα πεδία όπου δεν υπάρχουν μνημονιακές δεσμεύσεις.
Σε ποιο από τα τρία αυτά επίπεδα μπορεί να ισχυριστεί ότι πέτυχε κάτι; Δυστυχώς σε κανένα. Ακόμη κι όταν καταψήφιζε, π.χ., το πακέτο για τα εργασιακά, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εφαρμογή τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που εξέφραζε φωναχτά τις αντιρρήσεις της για τις επιλογές του μεγάρου Μαξίμου (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πολιτικές επιστρατεύσεις, ατελής λειτουργία του κοινοβουλίου, αναιμική παρουσία του υπουργικού συμβουλίου, διορισμοί με κομματικά και τοπικιστικά κριτήρια) όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά, αντιθέτως, στιγματίστηκε ως δύστροπος συνομιλητής. Οταν μάλιστα επιχείρησε να αναλάβει πρωτοβουλίες (αντιρατσιστικό νομοσχέδιο) συνάντησε τοίχο από τη Δεξιά του κ. Σαμαρά.
Η λογική «παραμένω στην κυβέρνηση με τις απόψεις μου, ασχέτως αν αυτές αποδοκιμάζονται από τον μεγάλο εταίρο» βρήκε τα όριά της στην υπόθεση της ΕΡΤ. Αν «κατάπινε» κι αυτή την πρόκληση η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ, το μόνο που θα της έμενε μετά να κάνει θα ήταν να παραδώσει τα κλειδιά του κόμματος στον Α. Σαμαρά και την ομάδα του. Αυτό δεν το άντεξε ο Φ. Κουβέλης. Οι επικριτές του όμως δεν θεώρησαν αυτό τον βαρβαρισμό σοβαρή αφορμή για τη ρήξη.
Το εντυπωσιακό είναι ότι, ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν πρέπει να κλείσει η πόρτα της επιστροφής τους στην εξουσία με το συγκεκριμένο κυβερνητικό μοντέλο κάποτε στο μέλλον – πριν ή μετά από εκλογές. Αλλιώς δεν εξηγείται το μένος τους, όχι κατά του πρωθυπουργού και των υπερσυντηρητικών συμβούλων του, αλλά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.
Φοβούνται, με άλλα λόγια, μήπως η έξοδος της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση ενισχύσει τις φωνές στο εσωτερικό της που θα πιέζουν για ομαλοποίηση των σχέσεων με το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεν φαίνεται να έχουν τόσο σοβαρό πρόβλημα με τη Δεξιά του κ. Σαμαρά και τη συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία του κ. Βενιζέλου. Το πρόβλημά τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Α. Τσίπρας. Το κόμμα που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι «η υπεύθυνη Αριστερά», αλλά «η υποταγμένη Αριστερά (;)».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ που υποστηρίζουν ότι η επιλογή Κουβέλη για αποχώρηση του κόμματος από την κυβέρνηση Σαμαρά ήταν αυτοκτονική οφείλουν να καταθέσουν στοιχεία που θα δικαιώνουν την ανάλυσή τους. Διαφορετικά, είναι ευάλωτα στην υποψία ότι έχουν προσβληθεί από το μικρόβιο του κυβερνητισμού και ότι δεν πιστεύουν πια στη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Η επιστράτευση μιας δημοσκόπησης που έγινε τις μέρες της κρίσης, η οποία δείχνει ότι η ΔΗΜΑΡ κινείται στο όριο της εκλογικής επιβίωσης (3%), δεν συνιστά απάντηση. Οι μετρήσεις ήταν κακές για τη ΔΗΜΑΡ όλο το προηγούμενο διάστημα. Υποχωρούσε αργά, αλλά σταθερά. Κι αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί.
Επί της ουσίας τώρα: Η ΔΗΜΑΡ έκανε την υπέρβαση να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, γνωρίζοντας ότι δεν θα δίνει αυτή τον τόνο. Η ηγεσία της είχε συνείδηση ότι η εμπλοκή του κόμματος στη διαχείριση της εξουσίας θα λειτουργούσε ως αριστερό άλλοθι σε μια σκληρή πολιτική. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, με δεδομένους τους καταναγκασμούς των μνημονίων και την άτεγκτη στάση των δανειστών μας. Μπήκε, ωστόσο, έχοντας την προσδοκία ότι θα είναι το εμπόδιο σε κάθε αντιδημοκρατική απόπειρα από την πλευρά των δεξιών συμμάχων της, ότι θα καταφέρει να λειάνει τις πιο επαχθείς πλευρές της ασκούμενης πολιτικής, δουλεύοντας για την προοπτική της απαγκίστρωσης και ότι θα προωθήσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις προοδευτικού προσανατολισμού στα πεδία όπου δεν υπάρχουν μνημονιακές δεσμεύσεις.
Σε ποιο από τα τρία αυτά επίπεδα μπορεί να ισχυριστεί ότι πέτυχε κάτι; Δυστυχώς σε κανένα. Ακόμη κι όταν καταψήφιζε, π.χ., το πακέτο για τα εργασιακά, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εφαρμογή τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που εξέφραζε φωναχτά τις αντιρρήσεις της για τις επιλογές του μεγάρου Μαξίμου (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πολιτικές επιστρατεύσεις, ατελής λειτουργία του κοινοβουλίου, αναιμική παρουσία του υπουργικού συμβουλίου, διορισμοί με κομματικά και τοπικιστικά κριτήρια) όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά, αντιθέτως, στιγματίστηκε ως δύστροπος συνομιλητής. Οταν μάλιστα επιχείρησε να αναλάβει πρωτοβουλίες (αντιρατσιστικό νομοσχέδιο) συνάντησε τοίχο από τη Δεξιά του κ. Σαμαρά.
Η λογική «παραμένω στην κυβέρνηση με τις απόψεις μου, ασχέτως αν αυτές αποδοκιμάζονται από τον μεγάλο εταίρο» βρήκε τα όριά της στην υπόθεση της ΕΡΤ. Αν «κατάπινε» κι αυτή την πρόκληση η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ, το μόνο που θα της έμενε μετά να κάνει θα ήταν να παραδώσει τα κλειδιά του κόμματος στον Α. Σαμαρά και την ομάδα του. Αυτό δεν το άντεξε ο Φ. Κουβέλης. Οι επικριτές του όμως δεν θεώρησαν αυτό τον βαρβαρισμό σοβαρή αφορμή για τη ρήξη.
Το εντυπωσιακό είναι ότι, ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν πρέπει να κλείσει η πόρτα της επιστροφής τους στην εξουσία με το συγκεκριμένο κυβερνητικό μοντέλο κάποτε στο μέλλον – πριν ή μετά από εκλογές. Αλλιώς δεν εξηγείται το μένος τους, όχι κατά του πρωθυπουργού και των υπερσυντηρητικών συμβούλων του, αλλά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.
Φοβούνται, με άλλα λόγια, μήπως η έξοδος της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση ενισχύσει τις φωνές στο εσωτερικό της που θα πιέζουν για ομαλοποίηση των σχέσεων με το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Δεν φαίνεται να έχουν τόσο σοβαρό πρόβλημα με τη Δεξιά του κ. Σαμαρά και τη συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία του κ. Βενιζέλου. Το πρόβλημά τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Α. Τσίπρας. Το κόμμα που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι «η υπεύθυνη Αριστερά», αλλά «η υποταγμένη Αριστερά (;)».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών