Ανάπηρη Αριστερά
του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη από τη Μεταρρύθμιση
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, είναι και εκείνος που θέλει την «Αριστερά» στη χώρα μας χειραφετημένη από διάφορες εξαρτήσεις, ακόμη και ψυχαναλυτικού χαρακτήρα.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την απομυθοποίηση της Αριστεράς ως ιδεολογική και πολιτική πρόταση, όπου το βασικό πρόταγμα ήταν η ηθική και η υπεράσπιση των «ταπεινών και καταφρονεμένων» του κόσμου τούτου. Η στάση που κράτησε η Αριστερά στο θέμα της αναδιανομής του πλούτου, αποδεικνύει πως δεν την ενδιέφερε ποτέ η ενίσχυση των αδυνάμων, μα η υπεράσπιση των κεκτημένων των συντεχνιών, που μέχρι σήμερα καταδυναστεύουν τον τόπο.
Γαλουχημένη στα νάματα της σοβιετικής - λενινιστικής θρησκείας του «πανίσχυρου κράτους, πατέρα – αφέντη», η ελληνική Αριστερά, έζησε το δικό της μεταπολιτευτικό μύθο, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δημιουργία ενός κράτους – αφέντη μέσα στον καπιταλισμό. Στο κράτος αυτό ήθελε να διοριστούν τα παιδιά της και να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, στο κράτος αυτό έριχναν (και ρίχνουν) όλο το φταίξιμο για τις δυσλειτουργίες της κοινωνικής συμβίωσης. Την ίδια στιγμή, θεωρούσαν το κράτος εχθρικό και μεταφυσικώς υπεράνω των πολιτών που το απαρτίζουν και έτσι, με κάθε ευκαιρία, καλούσαν σε «αντάρτικο» του πολίτες. Πότε ήταν πολύ δύσκολα τα θέματα των πανελληνίων εξετάσεων, πότε αργούσε να ξεκινήσει η παρά θιν αλός ομφαλοσκόπιση των νεορωμιών, πότε η φορολογία ήταν δυσβάστακτη για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ μονίμως ήταν εκτός του πεδίου προσοχής της το ποσοστό της ανεργίας, αφού το μόνο της ενδιαφέρον ήταν τα κεκτημένα της άρχουσας συντεχνιακής τάξης, από την οποία αντλούσε τόσο την εκλογική της δύναμη, όσο και την ευημερία του πολυδαίδαλου συστήματος πελατειακών δικτύων, ιδίως σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο φετιχισμός του κράτους ως ίδιον της αριστερής ιδεολογίας, δεν είναι άσχετος από τις ιδεολογικές αναφορές στα κείμενα των «κλασσικών», όπως με περισσή λατρεία εκφέρουν τα μελίρρυτα χείλη των οπαδών του Μαρξισμού – Λενινισμού, τονίζοντας κάθε φορά την αναγκαιότητα ενός κράτους που θα αγκαλιάζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και θα καθορίζει με λεπτομέρεια τη συμπεριφορά των ατόμων σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Εννοείται, πως δεν έχουν βγάλει κανένα χρήσιμο συμπέρασμα από το μοναδικό και αποτυχημένο πείραμα της πρώην ΕΣΣΔ, εξακολουθώντας να πιστεύουν ότι η κατάρρευση του συστήματος, δεν ήταν αποτέλεσμα των εγγενών αντιθέσεων και αντινομιών του, αλλά υπονομεύτηκε από το καπιταλιστικό σύστημα, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την υπεροχή του μοναδικού στον κόσμο «κράτους εργατών και αγροτών». Ο καθένας και οι φαντασιώσεις του.
Η αριστερή θεώρηση του κράτους φτάνει στα όρια της θρησκευτικής λατρείας και της απόδοσης σε αυτό ακόμη και μεταφυσικών ιδιοτήτων. Αυτή η αντίληψη, έχει μέσα της διάφορα κατάλοιπα της προνεωτερικής Ελλάδας, τα οποία μας έρχονται από τα βάθη των αιώνων. Στοχαστές όπως ο Κ. Καστοριάδης, ο Κ. Αξελός, ο Π. Κονδύλης, αλλά και ο Στ. Ράμφος, έχουν αναδείξει και αναλύσει με ενάργεια αυτή τη σχέση του νεοέλληνα με το κράτος. Η Αριστερά απλώς κολάκευε, πότε τον πολίτη και πότε το ίδιο κράτος, δημιουργώντας αυτή τη θανάσιμη, για την εποχή μας και τις ανάγκες της, σχέση.
Η ελληνική Αριστερά ποτέ δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια σύγχρονη περί του κράτους αντίληψη. Τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος άλλαζε δραματικά, τα επιτεύγματα της μεγαλύτερης επανάστασης που γνώρισε η ανθρωπότητα σε ολάκερη την ιστορία της αλλάζουν διαρκώς την πραγματικότητα και η αριστερά επιμένει να χρησιμοποιεί ιδεολογικά εργαλεία του 19ου αιώνα. Παράλληλα, η πατρική φιγούρα του κράτους πέφτει σα βαριά σκιά στα κόμματα και τις ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά και προοδευτικά στη χώρα μας. Αναλαμβάνοντας το ρόλο του γιου-υπερασπιστή ενός αθάνατου πατέρα, η Αριστερά στη χώρα μας αντιμετωπίζει με δέος και λατρεία του κράτος και οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού της έκτασης, των αρμοδιοτήτων του (γιατί το κράτος θα πρέπει να είναι ο παραγωγός γάλακτος, ψωμιού ή ζάχαρης;) αντιμετωπίζεται ως έγκλημα καθοσιώσεως.
Ανάπηρη ιδεολογικά και συναισθηματικά, η ελληνική Αριστερά στο σύνολό της, δίνει μάχες οπισθοφυλακής υπερασπιζόμενη όχι τον αδύναμο και το φτωχό, μα το κράτος και την παντοδυναμία του, αδυνατώντας να δει λίγο πέρα από τη μύτη της. Έτσι, βλέπει την επιρροή των ιδεών της στην κοινωνία να μειώνεται διαρκώς, το δε ρόλο υπερασπιστή του αδύναμου, να τον αναλαμβάνουν ομάδες και μορφώματα του πιο επαχθούς σκοταδισμού που μας κληροδότησε ο 20ός αιώνας.
Προφανώς, μαζί με άλλα πράγματα που σαρώνει η κρίση στο διάβα της, είναι και η Αριστερά, έτσι όπως τη μάθαμε στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική, κυρίως, ιστορία μας. Θα μπορέσει η ελληνική Αριστερά να αρθρώσει ένα νέο, σύγχρονο λόγο; Θα μπορέσει να συνδιαμορφώσει με τα δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ένα νέο όραμα για τον 21ο αιώνα; Θα μπορέσει, επιτέλους, να διαπράξει την ιδεολογική και συναισθηματική πατροκτονία έναντι του κράτους; Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν είτε στο άμεσο, είτε στο απώτερο μέλλον. Ευχής έργον θα ήταν να απαντηθούν από την ίδια την Αριστερά και όχι τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την απομυθοποίηση της Αριστεράς ως ιδεολογική και πολιτική πρόταση, όπου το βασικό πρόταγμα ήταν η ηθική και η υπεράσπιση των «ταπεινών και καταφρονεμένων» του κόσμου τούτου. Η στάση που κράτησε η Αριστερά στο θέμα της αναδιανομής του πλούτου, αποδεικνύει πως δεν την ενδιέφερε ποτέ η ενίσχυση των αδυνάμων, μα η υπεράσπιση των κεκτημένων των συντεχνιών, που μέχρι σήμερα καταδυναστεύουν τον τόπο.
Γαλουχημένη στα νάματα της σοβιετικής - λενινιστικής θρησκείας του «πανίσχυρου κράτους, πατέρα – αφέντη», η ελληνική Αριστερά, έζησε το δικό της μεταπολιτευτικό μύθο, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη δημιουργία ενός κράτους – αφέντη μέσα στον καπιταλισμό. Στο κράτος αυτό ήθελε να διοριστούν τα παιδιά της και να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, στο κράτος αυτό έριχναν (και ρίχνουν) όλο το φταίξιμο για τις δυσλειτουργίες της κοινωνικής συμβίωσης. Την ίδια στιγμή, θεωρούσαν το κράτος εχθρικό και μεταφυσικώς υπεράνω των πολιτών που το απαρτίζουν και έτσι, με κάθε ευκαιρία, καλούσαν σε «αντάρτικο» του πολίτες. Πότε ήταν πολύ δύσκολα τα θέματα των πανελληνίων εξετάσεων, πότε αργούσε να ξεκινήσει η παρά θιν αλός ομφαλοσκόπιση των νεορωμιών, πότε η φορολογία ήταν δυσβάστακτη για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ενώ μονίμως ήταν εκτός του πεδίου προσοχής της το ποσοστό της ανεργίας, αφού το μόνο της ενδιαφέρον ήταν τα κεκτημένα της άρχουσας συντεχνιακής τάξης, από την οποία αντλούσε τόσο την εκλογική της δύναμη, όσο και την ευημερία του πολυδαίδαλου συστήματος πελατειακών δικτύων, ιδίως σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ο φετιχισμός του κράτους ως ίδιον της αριστερής ιδεολογίας, δεν είναι άσχετος από τις ιδεολογικές αναφορές στα κείμενα των «κλασσικών», όπως με περισσή λατρεία εκφέρουν τα μελίρρυτα χείλη των οπαδών του Μαρξισμού – Λενινισμού, τονίζοντας κάθε φορά την αναγκαιότητα ενός κράτους που θα αγκαλιάζει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και θα καθορίζει με λεπτομέρεια τη συμπεριφορά των ατόμων σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Εννοείται, πως δεν έχουν βγάλει κανένα χρήσιμο συμπέρασμα από το μοναδικό και αποτυχημένο πείραμα της πρώην ΕΣΣΔ, εξακολουθώντας να πιστεύουν ότι η κατάρρευση του συστήματος, δεν ήταν αποτέλεσμα των εγγενών αντιθέσεων και αντινομιών του, αλλά υπονομεύτηκε από το καπιταλιστικό σύστημα, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την υπεροχή του μοναδικού στον κόσμο «κράτους εργατών και αγροτών». Ο καθένας και οι φαντασιώσεις του.
Η αριστερή θεώρηση του κράτους φτάνει στα όρια της θρησκευτικής λατρείας και της απόδοσης σε αυτό ακόμη και μεταφυσικών ιδιοτήτων. Αυτή η αντίληψη, έχει μέσα της διάφορα κατάλοιπα της προνεωτερικής Ελλάδας, τα οποία μας έρχονται από τα βάθη των αιώνων. Στοχαστές όπως ο Κ. Καστοριάδης, ο Κ. Αξελός, ο Π. Κονδύλης, αλλά και ο Στ. Ράμφος, έχουν αναδείξει και αναλύσει με ενάργεια αυτή τη σχέση του νεοέλληνα με το κράτος. Η Αριστερά απλώς κολάκευε, πότε τον πολίτη και πότε το ίδιο κράτος, δημιουργώντας αυτή τη θανάσιμη, για την εποχή μας και τις ανάγκες της, σχέση.
Η ελληνική Αριστερά ποτέ δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια σύγχρονη περί του κράτους αντίληψη. Τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος άλλαζε δραματικά, τα επιτεύγματα της μεγαλύτερης επανάστασης που γνώρισε η ανθρωπότητα σε ολάκερη την ιστορία της αλλάζουν διαρκώς την πραγματικότητα και η αριστερά επιμένει να χρησιμοποιεί ιδεολογικά εργαλεία του 19ου αιώνα. Παράλληλα, η πατρική φιγούρα του κράτους πέφτει σα βαριά σκιά στα κόμματα και τις ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά και προοδευτικά στη χώρα μας. Αναλαμβάνοντας το ρόλο του γιου-υπερασπιστή ενός αθάνατου πατέρα, η Αριστερά στη χώρα μας αντιμετωπίζει με δέος και λατρεία του κράτος και οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού της έκτασης, των αρμοδιοτήτων του (γιατί το κράτος θα πρέπει να είναι ο παραγωγός γάλακτος, ψωμιού ή ζάχαρης;) αντιμετωπίζεται ως έγκλημα καθοσιώσεως.
Ανάπηρη ιδεολογικά και συναισθηματικά, η ελληνική Αριστερά στο σύνολό της, δίνει μάχες οπισθοφυλακής υπερασπιζόμενη όχι τον αδύναμο και το φτωχό, μα το κράτος και την παντοδυναμία του, αδυνατώντας να δει λίγο πέρα από τη μύτη της. Έτσι, βλέπει την επιρροή των ιδεών της στην κοινωνία να μειώνεται διαρκώς, το δε ρόλο υπερασπιστή του αδύναμου, να τον αναλαμβάνουν ομάδες και μορφώματα του πιο επαχθούς σκοταδισμού που μας κληροδότησε ο 20ός αιώνας.
Προφανώς, μαζί με άλλα πράγματα που σαρώνει η κρίση στο διάβα της, είναι και η Αριστερά, έτσι όπως τη μάθαμε στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική, κυρίως, ιστορία μας. Θα μπορέσει η ελληνική Αριστερά να αρθρώσει ένα νέο, σύγχρονο λόγο; Θα μπορέσει να συνδιαμορφώσει με τα δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ένα νέο όραμα για τον 21ο αιώνα; Θα μπορέσει, επιτέλους, να διαπράξει την ιδεολογική και συναισθηματική πατροκτονία έναντι του κράτους; Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν είτε στο άμεσο, είτε στο απώτερο μέλλον. Ευχής έργον θα ήταν να απαντηθούν από την ίδια την Αριστερά και όχι τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης είναι δημοσιογράφος