Ο Δ. Σαββόπουλος μιλάει για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, τη συγκυβέρνηση και το μαύρο της ΕΡΤ
Ο Δ. Σαββόπουλος μιλάει για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, τη συγκυβέρνηση και το μαύρο της ΕΡΤ, λίγο πριν κατεβεί στην Επίδαυρο (12-13/7)
Η Ελλάδα ελπίζει σε μια νέα Αριστερά
Θα τα καταφέρουμε, διάολε, δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι, είμαστε οι Ελληνες. Και κάθε χρόνο κατεβαίνουμε κατά χιλιάδες στην Επίδαυρο, που είναι χρόνια τώρα το κρυφό μας σχολειό, το φως μας μέσα σε αυτή τη θολούρα
«Στενοχωρήθηκα που έφυγε η ΔΗΜΑΡ από τη συγκυβέρνηση. Οχι μόνο επειδή δεν είναι να τους αφήνεις μόνους τους αυτούς τους δύο, αλλά και γιατί η Ελλάδα πάντα ελπίζει σε μια πραγματικά νέα Αριστερά, που στην κρίσιμη στιγμή να διαλέγει την ευθύνη της ζωής και όχι της ιδεολογίας».
Αδύνατο να μη μιλήσει και για την πολιτική ο Διονύσης Σαββόπουλος, καλλιτέχνης που έχει την πολιτική στο «αίμα» του και ο οποίος «ως διαμαρτυρόμενος θεατής» αναμετριέται πάλι με τον αριστοφανικό «Πλούτο», βάζοντας τον πήχυ ακόμα ψηλότερα.
Δεν θα ξανακουστούν μόνο οι περίφημες μουσικές του στην παράσταση που θα παρουσιάσει στην Επίδαυρο στις 12 και 13 Ιουλίου. Ο τραγουδοποιός ανέλαβε και τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία της αττικής κωμωδίας. Μάλιστα θα εμφανιστεί στην πολυκλείτεια Ορχήστρα και σε ρόλο-έκπληξη. Ρισκάρει, και το γνωρίζει, αλλά το κίνητρο ήταν ισχυρό και φιλόδοξο, μολονότι «ευγενές»: «Εχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον παίζουν. Θέλω να αποκαταστήσω την ποίησή του που έχει χαθεί». Τι θα δούμε; «Κάτι πολύ λιτό, που θέλει να αναδείξει μόνο την ποίηση. Η πρότασή μου ανήκει στη μεγάλη παράδοση του Κουν, του Σολομού, του Ευαγγελάτου, του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη και του Μόραλη», μας προϊδεάζει.
- Γιατί επιλέξατε, κύριε Σαββόπουλε, ειδικά τον «Πλούτο»;
«Με γοήτευσε αυτό το έργο όταν πρωτοασχολήθηκα μαζί του το καλοκαίρι του ’85. Ηταν μια παράσταση του Εθνικού στην Επίδαυρο, με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι και σκηνικά του Διονύση Φωτόπουλου. Είχα αναλάβει τη μουσική και τα τραγούδια, κατόπιν εισηγήσεως της πρώτης κυρίας του Πολιτισμού στη χώρα μας, Μελίνας Μερκούρη».
- Η κωμωδία έχει ιδιαιτερότητες…
«Ο «Πλούτος» είναι πολύ παράξενη κωμωδία. Σατιρίζει βέβαια τη δίψα για πλούτο και το λαϊφστάιλ που ζήσαμε κι εμείς τα προηγούμενα χρόνια, αλλά όλο αυτό με υπαινιγμούς, σιωπές και αμφίσημη ειρωνεία. Το φινάλε του είναι αμήχανο. Δεν έχει, περιέργως, Παράβαση, ο Χορός είναι πολύ περιορισμένος. Εχω τον πειρασμό να ενδυναμώσω την παρουσία του Χορού και να κατασκευάσω μία Παράβαση στο ύφος του ποιητή, να βγω να την κάνω ο ίδιος. Ο Τ.S. Eliot έλεγε ότι ο «Πλούτος» είναι λανθάνουσα τραγωδία. Μπορεί να γελάω με τα ευφυέστατα αστεία της, πιο πολύ όμως αγάπησα τη μελαγχολία αυτού του έργου. Είναι σαν να προαναγγέλλει όχι μόνο το τέλος της αττικής κωμωδίας, αλλά και της δόξας των Αθηνών, η οποία πράγματι έπειτα από λίγα χρόνια έσβησε για να ζήσει ο Πολιτισμός της στους αιώνες. Πολύ φωτεινό έργο!».
- Επειδή το ζήτημα Αριστοφάνης είναι άκρως προβληματικό -ακριβώς λόγω των κατά συρροήν σκηνικών κακοποιήσεών του- και επειδή όλοι αναζητούν εναγωνίως ένα νέο τρόπο προκειμένου να μπορεί να σταθεί και να παρασταθεί σήμερα η αττική κωμωδία αφορώντας μας, προτείνετε με την παράστασή σας ένα νέο παραστασιολογικό τρόπο, ένα νέο κώδικα; Διατυπώνετε, με άλλα λόγια, μια νέα πρόταση για το είδος;
«Σε σχέση με το τι επικρατεί, ναι, θα έλεγε κανείς ότι είναι μία νέα πρόταση. Κατ” ουσίαν όμως δεν είναι και τόσο, διότι η πρότασή μου ανήκει στη μεγάλη παράδοση του Κουν, του Σολομού, του Ευαγγελάτου, του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη, του Μόραλη. Αυτή η παράδοση μπορεί στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 να ρουτίνιασε και να “γινε φορέας νεκρών πια μηνυμάτων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρξε σπουδαία. Εγώ αυτήν αγάπησα από μαθητής Γυμνασίου, σε αυτήν θέλω να ανήκω. Υπάρχει πάντα ένας τρόπος να ακολουθείς την παράδοση ξαναφέρνοντάς την στη ζωή. Αυτό προσπαθούμε με τους συνεργάτες μου, τώρα πια με τα δικά μας σώματα, τις δικές μας φωνές και με όσες καινούργιες αισθητικές πληροφορίες μάς θησαύρισε ο χρόνος».
- Ως μεταφραστής πώς δουλέψατε; Η μετάφρασή σας είναι πιστή στον ποιητή ή αναζητά αναλογίες με τη συγκυρία μέσα από κειμενικές «υπερβάσεις» και επικαιρικές «παρεμβολές»; Δεν υπήρξατε αυτό που θα έλεγε κανείς πιστός στο πρωτότυπο κείμενο στους «Αχαρνής» – κι ωστόσο 100% αριστοφανικός. Ακολουθείτε τον ίδιο δρόμο σήμερα;
«Μάλιστα, τον ίδιο ακριβώς. Στους «Αχαρνής» βέβαια είχα μεταφράσει μόνο τα αδόμενα μέρη, και αρκετά πιστά. Τα υπόλοιπα ήταν μία προσωπική αφήγηση της δράσης, δεν κάναμε αναπαράσταση της δράσης, γι” αυτό ήμουν τόσο ελεύθερος τότε. Στον «Πλούτο» όμως μετέφρασα όλο το κείμενο. Είναι 1.200 στίχοι. Εμένα μου φαίνεται ότι οι μεταφράσεις μου είναι πολύ πιο πιστές απ” ό,τι κυκλοφορεί τριγύρω· και μην ξεχνάμε ότι τόσο οι δικές μου όσο και οι θαυμάσιες μεταφράσεις του Βάρναλη, του Γεωργουσόπουλου, του Κολώτα και άλλων είναι μεταφράσεις για να παιχτούν στη σκηνή, δεν είναι φιλολογικές μεταφράσεις. Η σκηνική μετάφραση «μιλιέται», περιέχει την άποψη του μεταφραστή. Στη φιλολογική μετάφραση αυτό δεν επιτρέπεται».
- Επικαιροποιείτε κάτι;
«Οι «επικαιροποιήσεις» μερικές φορές είναι αναπόφευκτες, διότι τότε γελούσαν με κάτι αναφορές που σε εμάς είναι ακατάληπτες και πρέπει να διαβάσεις βιβλία για να βρεις σε τι περιστατικά αναφέρονταν. Οπότε ψάχνεις και σκέφτεσαι πώς θα το λέγαμε σήμερα. Οχι όμως να το παρακάνουμε. Διότι λένε ό,τι τους κατέβει για να βγάλουν εύκολο γέλιο. Σαν κακή επιθεώρηση».
- Οι «Αχαρνής» σας τη δεκαετία του ’70 είχαν λειτουργήσει πολιτικά στους κύκλους της εξεγερμένης νεολαίας. Ηταν ένα έργο με το οποίο είχατε εμπλακεί δυναμικά στο πολιτικό debate των καιρών. Μπορεί και ο «Πλούτος» να «αναπτύξει» ανάλογες ιδιότητες; Φιλοδοξείτε να συνομιλήσει μετωπικά και πολιτικά με τη συγκυρία;
«Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου – ποτέ δεν ήταν. Αλλά αν θέλεις να κάνεις τη δουλειά σου αληθινά και ζωντανά, πάντα θα βρεθούν διάφοροι κολλημένοι -και δυστυχώς δεν είναι λίγοι- που θα ενοχληθούν και θα βάλουν τις φωνές επειδή τους χάλασες την αυτοπεποίθησή τους, την έπαρσή τους. Οι «Αχαρνής» του ’75, με Παπάζογλου, Μπουλά, Ρασούλη, Κατσιμίχα, Ζιώγαλα, Λιούγκο και Μελίνα Τανάγρη, ήταν μια σάτιρα της μεταπολιτευτικής, δήθεν προοδευτικής, ρητορικής. Γι” αυτό και μούτρωσαν οι κομματικές νεολαίες εκτός από τη νεολαία τού τότε «εσωτερικού», που ήταν κάπως πιο μορφωμένη και κάπως αμυνόμενη. Σιγά σιγά όμως το έργο έγινε ευρύτερα αποδεκτό. Τώρα με τον «Πλούτο» το μόνο που θέλω είναι μία ωραία παράσταση, που να μας γλυκάνει και να βοηθήσει την αλλαγή μέσα μας, όπως οφείλει να κάνει η αληθινή ποίηση. Τα υπόλοιπα δεν μ” ενδιαφέρουν».
- Μεταφράζετε και σκηνοθετείτε, και μάλιστα για ένα θέατρο ειδικών απαιτήσεων, την Επίδαυρο. Αισθάνεστε να υπερβαίνετε εαυτόν; Είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της πορείας σας;
«Μέχρι τώρα, το πιο επικίνδυνο πράγμα που έκανα ήταν η συναυλία μου το 1983 μπροστά σε ογδόντα χιλιάδες θεατές, στο Ολυμπιακό Στάδιο, όπου απέτυχα παταγωδώς! Είχαμε τεράστια και εν τέλει αξεπέραστα τεχνικά προβλήματα. Αλλά τι να κάνεις; Τίποτε δεν γίνεται χωρίς ρίσκο. Υπερβαίνουμε τον εαυτό μας κάθε φορά που πάμε με άνοιγμα ψυχής, είτε στα γοητευτικά πρόσωπα είτε στη δημιουργία».
- Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το «επιμύθιο» από τη θλιβερή περιπέτεια της ΕΡΤ;
«Μαύρισε η ψυχή μας μαζί με τις οθόνες. Επρεπε να είχαν σχεδιάσει μια καινούργια ΕΡΤ, έτοιμη να παίξει το ίδιο πρωί. Το “καναν όπως το “καναν επειδή δεν είχαν σχεδιάσει απολύτως τίποτε. Ούτε θα σχεδιάσουν. Να κάνω πρόβλεψη; Θα φτιάξουν μια καινούργια, ας πούμε, ΕΡΤ και θα ξαναπροσλάβουν σιγά σιγά όλους αυτούς – κι αφού τους αποζημιώσουν!».
- Απέναντι στον εξεγερμένο πλανήτη, στέκεται μια Ελλάδα υποτονική και βουβή. Υπάρχει εξήγηση γι” αυτό;
«Εξω η φούσκα ήταν των ακινήτων, αλλού των τραπεζών, αλλού της μασκαρεμένης δικτατορίας. Εδώ όμως η φούσκα είναι τούτο το κράτος, που συνεχίζει απτόητο μες στην καταστροφή που το ίδιο προκάλεσε. Για να αλλάξει αυτό πρέπει να αλλάξουμε μέσα εμείς οι ίδιοι. Φαίνεται ότι αυτό χρειάζεται περισσότερο καιρό, γιατί θέλουμε ένα «άλλο» κράτος, κι όχι ένα άλλο χάος. Γι” αυτό στέκουμε αξιολύπητοι και μουδιασμένοι. Μέχρι πότε;…».
- Τα δικά σας προγνωστικά για τη χώρα, η οποία περνά, όπως και ο ίδιος παραδέχεστε, μια από τις χειρότερες στιγμές της νεότερης Ιστορίας, ποια είναι; Αντλείτε αισιοδοξία από κάτι;
«Στενοχωρήθηκα που έφυγε η ΔΗΜΑΡ απ” τη συγκυβέρνηση. Οχι μόνο επειδή δεν είναι να τους αφήνεις μόνους τους αυτούς τους δύο, αλλά και γιατί η Ελλάδα πάντα ελπίζει σε μια πραγματικά νέα Αριστερά, που στην κρίσιμη στιγμή να διαλέγει την ευθύνη της ζωής και όχι της ιδεολογίας της. Οταν στη ζυγαριά βαραίνει η ιδεολογία, γινόμαστε νάρκισσοι, ακυρωνόμαστε. Απ” την εποχή του Εμφυλίου είχαμε να δούμε συγκυβέρνηση κάποιας διάρκειας. Είναι κάτι αυτό, δίνει μια στοιχειώδη σταθερότητα που έχει ανάγκη ο τόπος. Τώρα θα δούμε. Δεν ξέρω, δεν είμαι αισιόδοξος, αλλά τη δουλειά μας εμείς, μας πληρώνουν-δεν μας πληρώνουν, να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλον. Θα τα καταφέρουμε, διάολε, δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι, είμαστε οι Ελληνες. Και κάθε χρόνο κατεβαίνουμε κατά χιλιάδες στην Επίδαυρο, που είναι χρόνια τώρα το κρυφό μας σχολειό, το φως μας μέσα σε αυτή τη θολούρα».
info
Στον «Πλούτο», δίπλα στον Διονύση Σαββόπουλο, επί σκηνής θα βρίσκονται ο Μάκης Παπαδημητρίου-Πλούτος, η Αμαλία Μουτούση-Πενία, ο Νίκος Κουρής-Χρεμύλος και ο Χρήστος Λούλης-Καρίωνας. Μετάφραση, σκηνοθεσία, μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος. Σκηνικά-κοστούμια: Αγγελος Μέντης. Χορογραφία: Ερμής Μαλκότσης. Βοηθός σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου. Εμφανίζονται οι ηθοποιοί, μουσικοί, τραγουδιστές και χορευτές: Στάθης Αννινος, Θανάσης Βλαβιανός, Πέτρος Γεωργοπάλης, Πάρις Θωμόπουλος, Ορέστης Καρύδας, Αλκης Κωνσταντόπουλος, Οδυσσέας Κωνσταντόπουλος, Εντυ Λάμμε, Ευριπίδης Λασκαρίδης, Βασίλης Λέμπερος, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Ηλίας Μελέτης, Γιάννης Μίνως, Νίκος Νταρίλας, Νίκος Πλιος, Σπύρος Τσεκούρας και Αλέξης Φουσέκης.