Σάββατο, 26 Μαρτίου 2011
Από τη χρεωκοπία στην αυτογνωσία
To κείμενο αυτό συμβαδίζει πλήρως με τις απόψεις του διαχειριστή του blog. Εξάλλου πολλά από αυτά που αναφέρει, αλλά κυρίως η ιδεολογική γραμμή που το διαπερνά, είναι γραμμή και των κειμένων που κατά καιρούς έχω γράψει και αναρτήσει, ένα χρόνο τώρα. Ελπίζω στο συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς να τύχει της ανάλογης συζήτησης και κριτικής. Οι φίλοι που το υπογράφουν τυγχάνουν της βαθιάς και ειλικρινούς μου εκτίμησης και τους ευχαριστώ και από τη θέση αυτή για την ευκαιρία που μου δίνουν να μοιραστώ μαζί τους τις ανησυχίες και τις απόψεις τους. (Leo)
αναρτήθηκε πρώτη φορά στο Τhe book's Journal
Tο κείμενο αυτό προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ των συνυπογραφόντων, γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο, αλλά συνυπογράφεται από όλους, προκειμένου να καταδειχθεί όχι μόνο το αυτονόητο, η συμφωνία δηλαδή με τον προβληματισμό που αναπτύσσεται, αλλά κυρίως η ανάγκη κοινής στάσης, αν όχι συστράτευσης, όλων στις κρίσιμες στιγμές που διανύουμε.
Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα - είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρόλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας, Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά δια προεδρικού διατάγματος να το αλλάξουμε- να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην “Κοινή Αγορά”, στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει ένα διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε
να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργείτο και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεωκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο μνημόνιο”, “το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος”, τάσσομαι κατά του μνημονίου”, να κάνουμε δημοψήφισμα, “να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου”. Στην πραγματικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού, ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δις. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που “παράγουμε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δις μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα, είτε με επιμήκυνση, είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουμε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουμε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο), είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία, χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη μπορεί καταρχάς να έρθει μόνο απέξω.
Στη θάλασσα της αγοράς
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεωκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας, αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μια-δυο δεκαετίες), είτε “πετύχει” είτε “αποτύχει” το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν και μετά την “επανάσταση” των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεωλύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά, έχει καλώς, αν είναι λίγα, τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή, όπου πολλοί άνθρωποι στο δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που στήναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε). Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν, αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (νάτες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε δε θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους κι όποιος δεν τους ακολουθήσει, η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε το νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στο χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά το νεοφιλελευθερισμό, τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από “ζύμωση” πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιό ακριβείς ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν “αριστερό τρόπο παραγωγής”, δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ' έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς τη κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου