ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 9 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Αριστερά, μπαίνοντας ή βγαίνοντας
Στη φωτογραφία βλέπετε την Αριστερά που έρχεται (δεξιά) και την αριστερά που φεύγει ( αριστερά). Τι κι' αν ο ένας ζει και ο άλλος πέθανε. Η αριστερά είναι οι ιδέες, όχι οι άνθρωποι, αυτό δε λέγαμε παλιά; (leo)
του Κώστα Βαξεβάνη από τη lifo
Υπάρχουν δεκάδες χαρακτηρισμοί που μπορείς ν’ αποδώσεις στην ελληνική Αριστερά. Και επειδή η αντικειμενικότητα δεν υπάρχει, αλλά είναι απλώς το μέτρο της ευπρέπειας του υποκειμενισμού μας, υπάρχουν ευπρεπείς, αλλά και όχι τόσο, χαρακτηρισμοί. Στους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες της Αριστεράς πολλοί έχουν να αντιτάξουν ιδεολογικές εμμονές κι εγκληματικές αγκυλώσεις. Και η Αριστερά με τη σειρά της μπορεί ν’ απαντήσει πως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν θα υπήρχαν, αν στην Ελλάδα λειτουργούσε η Δημοκρατία και τα κόμματά της δεν διώκονταν επί δεκαετίες, δεν αναγκάζονταν να συνδέσουν την ύπαρξή τους με την καχυποψία και τη σκληρή στάση.
Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η Αριστερά δεν ήταν πολιτικός χώρος, αλλά ζωή που αναμετριόταν με τον θάνατο. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένα όλα τα κάδρα. Του εκτελεσμένου παππού, του Άρη, και αργά, πολύ αργά των μεταλλείων της Εθνικής Αντίστασης. Στη δεκαετία του ‘80, ο άλλος παππούς δεν ζούσε για να χαρεί που του αναγνώρισαν ότι ήταν ένας πατριώτης που πολέμησε Τούρκους και Γερμανούς και όχι ένα μίασμα, ανθέλληνας και γονιός ανθελλήνων.
Στον άλλο τοίχο υπήρχε η Αριστερά των μη κάδρων. Βιβλία, δίσκοι του Μίκη ,του Μάνου, η Χαρούλα, η ιστορία του Εμφυλίου του Γρηγοριάδη, ο Μαρξ στιβαρός στο Κεφάλαιό του, ο Χέμινγουεϊ να λιάζεται έξω απ’ τη Φλοριντίτα, ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειό του, ο Ρίτσος στη Σονάτα, ο Νερούντα στο Εστραβαγάριο κι ο Ελύτης να μιλάει για μια Μαρίνα «που ‘χει μια γεύση τρικυμίας στα χείλη», όπως ακριβώς τη φανταζόμουν. Ήταν η αξιακή Αριστερά με την απαίτηση στη γνώση που θ’ απελευθέρωνε τον κόσμο.
Η Αριστερά έφυγε απ’ τους τοίχος του σπιτιού και διεκδίκησε, μαζί με την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη, το όνειρο. Αυτό το όνειρο, τόσο ποιητικό, άντεξε να βρέχεται σε πορείες, να χτυπάει το χέρι στα φοιτητικά έδρανα, να ξημερώνεται σε σκοτεινά γραφεία και τσιπουράδικα, κατακεραυνώνοντας αυτό που συμβαίνει με αυτό που ο Λένιν είχε προβλέψει, να κάνει έρωτα κάτω από το πορτρέτο του Τσε, ν’ αγωνιά για τη σοδειά του καφέ στη σοσιαλιστική Νικαράγουα.
Αναρωτιέμαι, όπως πολλοί της γενιάς μου, τι είναι η Αριστερά σήμερα. Κατανοώντας την αναγκαιότητά της, αναζητώντας αυτή την άλλη φωνή που μπορεί ν’ ακουστεί σαν τραγούδι μέσα στη βουή της ισοπέδωσης και της αλλοτρίωσης. Η Αριστερά σήμερα καταγράφει ίσως μεγάλα εκλογικά ποσοστά, αλλά συνεχίζει να μην μπορεί να εκφράσει κάτι παραπάνω απ’ τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση. Πιστεύω πως η Αριστερά, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι μικρή απέναντι στα μεγάλα και μεγάλη απέναντι στα μικρά.
Όταν μιλάει για τον εαυτό της -οποιοδήποτε από τα αυτάρεσκα, εγωπαθή κομμάτια της που προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση, όταν δεν μπορεί την εσωκομματική-, τον βγάζει απ’ το κάδρο του πολιτικού συστήματος. Θεωρεί πως δεν ανήκει σε αυτό, επειδή δεν έχει κυβερνήσει. Ναι, είναι άδικο ν’ αποδίδεις στην Αριστερά την ευθύνη που έχει ο δικομματισμός, αλλά μπορείς ν’ αποδίδεις την ευθύνη της γνώσης που δεν έγινε πολιτική πρακτική. Της ευθύνης που δεν πήρε. Και μαζί, την ευθύνη για μια Ελλάδα που αφέθηκε να σαπίζει επειδή ο καπιταλισμός έτσι κι αλλιώς είναι σαπίλα.
Όσο η Αριστερά ασχολούνταν με τη διαφωνία της για το πώς θα είναι η άλλη Ελλάδα, οι εχθροί της έφτιαχναν τη σημερινή. Με το δημοσιονομικό πρόβλημα, το έλλειμμα, την τηλεοπτική αποχαύνωση, την πολιτική ανεντιμότητα. Όσο η Αριστερά λεξιμαχούσε για μια χώρα ελεύθερη από εξαρτήσεις, απαξιούσε ν’ ασχοληθεί με τα μικρά. Την ανελευθερία, δηλαδή, που δημιουργούσαν οι συμβάσεις με τους εθνικούς εργολάβους, και τα ιδιωτικά σχολεία.
Στη γραφειοκρατία του ελληνικού Δημοσίου, η Αριστερά έβρισκε τον εαυτό της. Συνεδριάσεις, θεωρητικά κείμενα, σεχταριστική δράση. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε η αναξιοκρατία με το ρουσφέτι και η Αριστερά, αντί να υπερασπιστεί την αξιοκρατία και την αξιολόγηση, θεσμοθέτησε με την ανοχή της και πολλές φορές τον λαϊκισμό μια Ελλάδα ανεκτική απέναντι στην παρακμή. Κάθε Δημόσιο ήταν καλό, κάθε ιδιωτικό δαιμονοποιημένο.
Ο συνδικαλισμός, τέρας της κομματικής συναλλαγής, έγινε κομμάτι της πολιτικής με την ευλογία της Αριστεράς. Οι καθηγητές μπορούσαν ν’ ανησυχούν για 10 ευρώ παραπάνω, ν’ απεργούν επίσης, αλλά όχι για την παραπαιδεία ή τα βιβλία της ντροπής. Οι γιατροί ν’ απεργούν για τις υπερωρίες, αλλά όχι για την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος από τις προμήθειες. Οι αγρότες είχαν πάντα δίκιο όταν κατέβαζαν τα τρακτέρ. Ποτέ άδικο για τις ψεύτικες επιδοτήσεις, την εγκατάλειψη της καλλιέργειας, τον πολιτικό εκβιασμό που κατέληγε σε είσπραξη.
Η Αριστερά έχασε το συγκριτικό πλεονέκτημα της ευθύνης και της κοινωνικής ευαισθησίας της. Έγινε ένα τίμιο παράρτημα ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις λαϊκές μάζες που ήταν εθισμένες σε αυτό. Αναπαρήγαγε θεωρητικά, πολιτικά και ιδεολογικά σχήματα, αντί να παράξει καινούργια. Παραδόθηκε στον αυτοματισμό της αμφισβήτησης και της αντίδρασης, αντί στην επεξεργασία. Το πιο συντηρητικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σήμερα στον συνδικαλισμό, στα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, στο Δημόσιο, χρησιμοποιεί την Αριστερά ως το χαλάκι κάτω απ’ το οποίο κρύβει τα σκουπίδια.
Η Αριστερά πρέπει σήμερα ν’ απαντήσει όχι για τον εαυτό της αλλά για την κοινωνία «ποια Αριστερά;». Και κυρίως σε όλα τα επιχειρήματα σχετικότητας που δεν την τοποθετούν με ευθύνη κοινωνικά, έστω και δυσάρεστα. Γιατί Αριστερά ναι, αλλά μπαίνοντας ή βγαίνοντας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου