Αριστερά και Οικολογία- Παρέμβαση στην εκδήλωση για το βιβλίο «Για μια Οικολογική και Δημοκρατική Αριστερά»
Τάσος Γιαννίτσης, 23/01/2013
Πέρα από τις πολύ αξιόλογες αναλύσεις που περιλαμβάνει, γύρω από ένα ευρύ φάσμα θεμάτων από πολύ γνωστούς και έγκυρους επιστήμονες και στοχαστές, το ειδικό ενδιαφέρον του τόμου είναι οτι βάζει το ερώτημα για τη διασύνδεση της Οικολογίας και της Αριστεράς. Θα πει κανείς ότι αυτό δεν είναι καμιά πρωτοτυπία. Θα απαντούσα, ότι αν έχουμε ένα ερώτημα, που έχει τεθεί πολλές φορές, αλλά ακόμα παραμένει ορθάνοιχτο από την πλευρά της απάντησης, τότε το ερώτημα μπορεί να μην είναι πρωτότυπο, αλλά ακριβώς γιατί απαντήσεις δεν έχουν δοθεί, το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Θα επικεντρωθώ στο θέμα αυτό διατυπώνοντας επτά σημεία:
Το πρώτο σημείο μου είναι ότι η οικολογική διάσταση δεν είναι μια ακόμα πολιτική που καλείται να προστεθεί σε άλλες, όπως στην εκπαιδευτική, τη βιομηχανική, τη χωροταξική, την ενεργειακή πολιτική κλπ. Είναι μια οριζόντια διάσταση, που η ίδια η υφή της, την κάνει να εμπεριέχεται στενά σε πάρα πολλές μορφές πολιτικής -αν θέλει βέβαια κανείς να τη συμπεριλάβει. Και είναι ατυχές, ότι στην πολιτική σκηνή της χώρας το βάρος της οικολογικής διάστασης είναι ελάχιστο στις πολιτικές που ακολουθούνται, παρά τις βελτιώσεις που αναμφίβολα έχουν γίνει στα τελευταία τριάντα χρόνια.
Το δεύτερο σημείο μου είναι ότι η Αριστερά δεν νοείται a la carte. Περιλαμβάνει κάθε μεγάλη πτυχή πολιτικής, για την οποία η αριστερή θέση κάνει μια μεγάλη διαφορά από τη μη-αριστερή. Αν σημαντικά πεδία μένουν έξω από την ατζέντα της Αριστεράς, έχουμε ελλειμματική Αριστερά και το έλλειμμα αυτό πρέπει να καλυφθεί. Συνεπώς, θεωρώ, ότι η οικολογική προβληματική είναι αναπόσπαστο τμήμα της Αριστερής θέσης, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικής εγγύτητας, αλλά και για πολύ ειδικούς, ας πω «τεχνικούς», λόγους, όπως:
Το περιβάλλον και οι οικολογικές διαστάσεις είναι κατ’ εξοχήν «δημόσια αγαθά». Αν δεν τα αντιμετωπίσουμε ως δημόσια αγαθά, σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας και της εθνικής κοινωνίας κινδυνεύουν να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά. «Δημόσιο αγαθό» σημαίνει κατ’ εξοχήν κρατική παρέμβαση, προκειμένου να οργανωθεί η διασφάλισή τους, σημαίνει συνεπώς την επιλογή του Κράτους στη θέση της Αγοράς.
Η αλυσίδα «οικολογικές αξίες-δημόσιο αγαθό- κρατική παρέμβαση» θα έπρεπε θεωρητικά να αποτελέσει αγαπημένο πεδίο της Αριστεράς. Όμως, αυτό στην εφαρμογή του στην Ελλάδα οδηγεί σε τεράστια διλήμματα: Με τι Κράτος, με τι Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τι πολιτικές θα προωθηθούν οι οικολογικές αξίες και οι στόχοι; Με ένα Κράτος όπως το σημερινό; Με κάτι άλλο και με ποιό;
Το πεδίο της οικολογίας είναι κατ’ εξοχήν προνομιακό για την Αριστερά, για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το προσεγγίσει κανείς παρά με αξίες, κριτήρια και προτάσεις πολιτικής, που είναι σημαντικά διαφορετικά από το σύστημα Αγοράς. Τα «δημόσια αγαθά» είναι δημόσια, επειδή η Αγορά αποτυγχάνει να τα εξασφαλίσει σε μια κοινωνία. Είναι επίσης προνομιακό, γιατί δίνει έμφαση στη μακροχρόνια διάσταση της πολιτικής, δηλαδή τι κάνουμε σήμερα σε σχέση με 5, 15, 25 ή περισσότερα χρόνια αργότερα. Κοντολογίς, η μακροχρόνια αυτή διάσταση των αναγκαίων αποφάσεων είναι σε ευθεία αντίθεση με τον βραχυπροθεσμιακό χαρακτήρα με τον οποίο λειτουργούν οι αγορές. Το πρόβλημα είναι ότι ο βραχυπροθεσμιακός χαρακτήρας (το short-terminism) είναι ακόμα πιο ισχυρός στην πολιτική σκηνή απ’ οτι στις αγορές.
Η Οικολογική πολιτική εμπεριέχει κατ’ εξοχήν τη διάσταση της αλληλεγγύης. Είναι η αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων πολλών γενεών, σήμερα και στο μέλλον, ιδίως αν λάβει κανείς υπ΄όψη το μέγεθος των περιβαλλοντικών καταστροφών που έχει δημιουργήσει ο τρόπος ανάπτυξής μας μέχρι σήμερα. Αν τέτοιου είδους θεμελιώδης αλληλεγγύη δεν είναι στην ατζέντα της Αριστεράς, τότε στην οπτική μου δεν μιλάμε για Αριστερά.
Είπα ότι η οικολογική δυναμική είναι αναπόσπαστο τμήμα της Αριστερής ατζέντας, και εννοώ ότι προσωπικά βλέπω την ανάγκη να είναι. Ομως στην πράξη μπορεί να μην είναι, και στην Ελλάδα δεν ξέρω αν είναι, και για ποιους είναι. Τα οικολογικά κινήματα και κόμματα ξεκίνησαν στην Ευρώπη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ στην Ελλάδα πολύ αργότερα και πάντως δεν ευδοκίμησαν. Ηταν θέμα προσώπων; Πιστεύω ότι δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά οι αξίες και οι ιδέες που δεν ευδοκίμησαν, με αποτέλεσμα τα θέματα οικολογίας να παραμένουν αδύναμα στην πολιτική ατζέντα. Για να πάω ένα βήμα παραπέρα, θεωρώ ότι η αδυναμία αυτή είναι συνάρτηση και της κουλτούρας μιας κοινωνίας, που είναι θεαματικά εχθρική στις οικολογικές αξίες, και κυρίως, ενός πολιτικού συστήματος η λειτουργία του οποίου μέχρι τώρα στηρίχθηκε σε αξιολογικές βάσεις και συσχετισμούς επιρροής, που είναι εχθρικά για την οικολογία και το περιβάλλον.
Το τρίτο σημείο μου είναι ότι η σύζευξη Οικολογίας και Αριστεράς θα σήμαινε για την Αριστερά, και ιδιαίτερα την ελληνική Αριστερά, ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα. Θεωρώ ότι η ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης σημαίνει, αναγκαστικά, απόφαση για εμπλοκή στο πιο φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρύθμισης και μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας της χώρας. Θα αφορούσε το παραγωγικό σύστημα, πολλές αξίες και αντιλήψεις της κοινωνίας μας, το μοντέλο κατανάλωσης, παραγωγής και επενδύσεων, την εκπαίδευση, τις σχέσεις με την παγκοσμιοποίηση, κάθε σχεδόν κοινωνική δραστηριότητα. Και για να μην μένω σε κάπως αφηρημένες έννοιες, ας αναφέρω μερικές μόνο λέξεις-κλειδιά: αυθαίρετα, σκουπίδια, ρύπανση, νερά, αγροτικά χημικά και υπέδαφος, τιμές ρυπογόνου ενέργειας, λιγνίτης, πρακτικές τοπικής αυτοδιοίκησης σε θέματα περιβάλλοντος. Ομως, μέχρι τώρα, η Αριστερά ελάχιστα δέθηκε με την Οικολογία. Ισως γιατί οι σημερινές ριζοσπαστικές προτάσεις ευρύτερων τμημάτων της Αριστεράς είναι στην ουσία τους συντηρητικές, στοχεύουν στο να μην αλλάξει τίποτα, αδιάκριτα, και γιατί ένα φιλόδοξο οικολογικό όραμα θα σήμαινε ανατροπές που η ελληνική Αριστερά, αλλά και η Αριστερά σε πολλές άλλες χώρες, δεν μπορεί να σηκώσει. Ισως, λέω, και πολύ θα ήθελα να διαψευστώ.
Βέβαια, δεν αρκεί η άρνηση και η καταγγελία. Θα χρειαζόταν και μια πειστική και ολοκληρωμένη θετική πολιτική, που να οδηγεί πράγματι στην ανάπτυξη από εναλλακτικά μονοπάτια. Διαφορετικά, χωρίς ανάπτυξη, κυριαρχεί η μιζέρια και αυτή δεν ευνοεί ούτε την Οικολογία, ούτε τη Δημοκρατία, ούτε την Αριστερά.
Τέταρτο σημείο μου, ως λογική συνέπεια των παραπάνω, η οικολογική διάσταση οδηγεί στη μαγική λέξη ‘σύγκρουση’ με πραγματικότητες, μια λέξη που είναι απεχθέστατη στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο. Οι Οικολόγοι σε διάφορες χώρες συγκρούστηκαν για να αλλάξουν καταστάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια οικολογική πολιτική πρέπει αναγκαστικά να ταυτίζεται ή να οδηγείται σε μια αλυσίδα συγκρούσεων. Θα ήταν λάθος η σύγκρουση να είναι αυτοσκοπός. Αν η πολιτική εφαρμοστεί βαθμιαία, αν καλλιεργηθούν πειστικές ιδεολογίες και αξίες, το στοιχείο της σύγκρουσης απομακρύνεται. Όμως, σε κάποια πεδία πιθανότατα θα υπάρξουν συγκρούσεις. Θεωρώ, ότι οι συγκρούσεις σε οικολογικά ζητήματα κινούνται πέρα από τον χαρακτηριστικό ταξικό χαρακτήρα, που έχει συνηθίσει η Αριστερά. Μπορεί να έχουν, και προφανώς έχουν και ταξικές διαστάσεις, -και τι δεν έχει-, αλλά αυτές έχουν εδώ μια διαφορετική διάσταση. Η σύγκρουση που τίθεται αφορά ένα καλύτερο μέλλον, που σε μεγάλο βαθμό δεν σχετίζεται με τα πρόσωπα σήμερα, αλλά με τη μελλοντική ποιότητα ζωής άλλων προσώπων. Ακριβώς γιατί η ταξική διάσταση είναι απόμακρη, και η εμμονή στον αρνητισμό είναι αδύνατο να δεθεί με ένα φιλόδοξο οικολογικό όραμα, η Αριστερά κινδυνεύει να παραμείνει αδρανής ή αποστασιοποιημένη, και έτσι πολιτικά να δει να χάνει το προνόμιο μιας νίκης στη μάχη της οικολογίας, αν άλλες δυνάμεις την προλάβουν.
Κοντολογίς, η οικολογική διάσταση σημαίνει την αποδοχή κάποιων συγκρούσεων, είτε από την Αριστερά, είτε από όποια άλλη πολιτική δύναμη υιοθετούσε σημαντικούς οικολογικούς στόχους. Και το λέω αυτό, γιατί θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς, ότι μόνο η Αριστερά μπορεί να δώσει πολιτικές απαντήσεις στο πεδίο αυτό. Πολλές απαντήσεις δίνονται ήδη σήμερα από δυνάμεις πέρα από την Αριστερά, και μάλιστα από χώρες στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος. Η συντηρητική Μέρκελ, πριν λίγα χρόνια πήρε τη θεαματική απόφαση να κλείσουν τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας της Γερμανίας στη δεκαετία του 2020, χωρίς μάλιστα να έχει υπάρξει πυρηνικό ατύχημα εκεί. Προχώρησε δηλαδή σε μια σύγκρουση πολλών διαστάσεων με τεράστια εθνικά της συμφέροντα, και ας αναρωτηθεί ο καθένας αν η όποια ελληνική Αριστερά ή άλλη δύναμη θα υπήρχε πιθανότητα να προτείνει σήμερα κάτι ανάλογο.
Πέμπτο σημείο μου: αν χάσει η Αριστερά τη μάχη της οικολογικής ανάπτυξης, θα χάσει επίσης μια άλλη μάχη που είναι άμεσα δεμένη με τις αξίες και τα πιστεύω της. Θα χάσει μια μεγάλη μάχη αναδιανομής. Μια οικολογική πολιτική είναι βαθύτατα, και πρωτόγνωρα, αναδιανεμητική όχι μόνο υπέρ των μελλοντικών γενεών και ευρύτερων αξιών, αλλά και υπέρ της αδύναμης κοινωνίας σήμερα. Μέχρι σήμερα, Αριστερά και Μη-Αριστερά έδιναν μάχες για το αντίστροφο αποτέλεσμα, για την τρέχουσα ευημερία, ούτε καν για την ευημερία πέντε χρόνια αργότερα. Για δεκαετίες η έννοια της ανάπτυξης συνδέθηκε με ληστεία του περιβάλλοντος. Για δεκαετίες καλλιεργήθηκε μια δίψα για εύκολη, γρήγορη, αρπακτική ανάπτυξη, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε όρους ‘συλλογικού συμφέροντος’, με αποτέλεσμα μια πολύ σημαντική περιβαλλοντική καταστροφή, που ξεκινάει από τα σκουπίδια, τη μόλυνση ή τον θαλάσσιο πλούτο και εκτείνεται μέχρι την πολιτιστική κληρονομιά, τον αγροτικό τομέα, την ερήμωση των εδαφών, ακόμα και τη φοροδιαφυγή και πολλά άλλα. Μια οικολογική Αριστερά πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με ισχυρές αξίες και επιλογές που κυριάρχησαν πολύ και για πολύ. Αν η πραγματικότητα αυτή δεν αλλάξει, το κόστος που θα συσσωρεύεται, όταν το πρόβλημα αποκτήσει μια κρίσιμη μάζα, θα πληρωθεί μαζεμένο από μελλοντικές γενιές, και όχι πολύ μακριά από σήμερα. Και τότε ο λογαριασμός θα είναι εκρηκτικός και θα σημαίνει μια αρνητική αναδιανομή. Τότε, η σύγκρουση για την οποία μίλησα πριν θα είναι έτσι κι αλλιώς εδώ. Στην ουσία, κάθε φορά αντιμετωπίζουμε το ίδιο δίλημμα: Αν θα σπρώξουμε ένα κρίσιμο πρόβλημα στην άκρη, που κάποια στιγμή θα το λύσει με βίαιο και άδικο τρόπο η ζωή, οπότε θα υπάρχει και μια θεμελιακή αρνητική αναδιανομή ή αν θα δώσουμε έγκαιρα οργανωμένες πολιτικές απαντήσεις. Συχνά, στο παρελθόν, συνηθίσαμε, ο κανόνας να είναι η επιλογή μεταξύ μιας ευχάριστης και μιας οδυνηρής, αλλά αποτελεσματικής, πολιτικής. Φυσικά, η επιλογή ήταν προκαθορισμένη. Ακριβώς, γιατί για δεκαετίες ενεργούσαμε με τον τρόπο αυτό, σήμερα, σε βασικά ζητήματα πολιτικής, και οπωσδήποτε στα οικολογικά, οι επιλογές πλέον είναι αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων οδυνηρών λύσεων. Λάθος απάντηση σημαίνει ότι και οι συνέπειες θα είναι δυσμενείς και το πρόβλημα θα επιδεινώνεται.
Εκτο σημείο μου, ότι η οικολογική ατζέντα, με όσα ανέφερα, σημαίνει την σταδιακή αποδοχή και εμπέδωση ενός νέου αξιακού συστήματος και επιλογών που είναι πολύ μακριά από τα σημερινά. Σημαίνει, γενικότερα, τη μετάβαση από την κουλτούρα και το πρότυπο της ‘εύκολης ανάπτυξης’ που χωρίς κανένα ενδοιασμό στηρίχθηκε και από την Αριστερά προς ένα πρότυπο ‘ακριβής ανάπτυξης’. Κάτι τέτοιο, σε βάθος χρόνου σημαίνει πολλαπλές ανατροπές καθώς και αλλαγές στην πολιτική αντίληψη της Αριστεράς και στη σχέση της με διαδικασίες μετασχηματισμού και μεταρρυθμίσεων. Στη σημερινή διαμάχη ο όρος ‘επαχθές χρέος’ έχει ασκήσει μια ιδιαίτερη έλξη, αν και έπειτα από 1-2 χρόνια πάει προς τα αζήτητα. Υπάρχει πράγματι ένα επαχθές χρέος, αλλά διαφορετικό από αυτό που ψάχνουν οι εμπνευστές του. Πρόκειται για το χρέος μας απέναντι στις μελλοντικές γενεές, από την αρπαγή του περιβάλλοντος που κάναμε σε βάρος τους, προκειμένου να ωφεληθούμε εμείς και να μεταθέσουμε το λογαριασμό της δικής μας ευημερίας σε αυτές.
Εβδομο σημείο μου, οι εξαρτήσεις μεταξύ οικολογικών και περιβαλλοντικών πολιτικών με το παραγωγικό μας σύστημα. Οι πιο ανεπτυγμένες χώρες έχουν πετύχει να μεταστρέψουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι οικολογικές πολιτικές σε αναπτυξιακή ευκαιρία. Αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες και μορφές παραγωγής, που ευνοούν την απασχόληση, τα εισοδήματα, τις εξαγωγές, την ανταγωνιστικότητά τους. Μια οικολογική πολιτική θα μπορεί να πάει μακριά, μόνο αν κατανοήσει ότι πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες ευνοϊκές για νέες παραγωγικές διαδικασίες, ώστε η κοινωνία να μην έχει μόνο κόστος, αλλά και όφελος.
Δύο τελευταίες επισημάνσεις:
Θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μπορούσαμε να συζητάμε το θέμα οικολογική και δημοκρατική Αριστερά χωρίς τους δύο πρόσθετους προσδιορισμούς, οικολογική και δημοκρατική. Υπάρχει Αριστερά μη-Δημοκρατική και μη-Οικολογική; Ατυχώς υπάρχει. Ατυχώς η Οικολογία είναι έξω από το σκληρό πυρήνα του οπτικού πεδίου της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ακόμα και σήμερα, το 2013. Για αυτό θα υποστηρίξω, ότι η πολιτική δύναμη που θα δώσει κάποτε το μεγάλο βάρος που χρειάζεται στην οικολογική διάσταση των πολιτικών, δεν ξέρω αν θα μπορεί να λέγεται οπωσδήποτε Αριστερά, αλλά, αν το πετύχει, θα έχει υλοποιήσει ένα θεμελιακό σημείο της ατζέντας μιας αριστερής πολιτικής.
Η σημερινή ευρύτερη κρίση για δεκαετίες ήταν το πιο τρελό όνειρο κάθε αριστερής ιδεολογίας, που επαγγελόταν την αποδυνάμωση του καπιταλισμού και την δικαίωσή της. Μια τόσο βαθιά κρίση αναμενόταν να είναι το προνομιακό πεδίο της Αριστεράς. Η πραγματικότητα έδειξε ότι αυτό δεν συνέβη. Η ιστορική ευκαιρία δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Το πεδίο της Οικολογίας είναι μια δεύτερη ευκαιρία. Μέχρι τώρα η ιστορία της οικολογίας και της οικολογικής αριστεράς στην Ελλάδα ήταν μια ιστορία αποτυχιών. Ο Σάμουελ Μπέκετ κάπου έγραψε κάτι σπουδαίο: Προσπάθησε. Απότυχε. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα. Θα ήθελα αντ’ αυτού να πω: φτιάξε επιτέλους μια επιτυχία.
Θα επικεντρωθώ στο θέμα αυτό διατυπώνοντας επτά σημεία:
Το πρώτο σημείο μου είναι ότι η οικολογική διάσταση δεν είναι μια ακόμα πολιτική που καλείται να προστεθεί σε άλλες, όπως στην εκπαιδευτική, τη βιομηχανική, τη χωροταξική, την ενεργειακή πολιτική κλπ. Είναι μια οριζόντια διάσταση, που η ίδια η υφή της, την κάνει να εμπεριέχεται στενά σε πάρα πολλές μορφές πολιτικής -αν θέλει βέβαια κανείς να τη συμπεριλάβει. Και είναι ατυχές, ότι στην πολιτική σκηνή της χώρας το βάρος της οικολογικής διάστασης είναι ελάχιστο στις πολιτικές που ακολουθούνται, παρά τις βελτιώσεις που αναμφίβολα έχουν γίνει στα τελευταία τριάντα χρόνια.
Το δεύτερο σημείο μου είναι ότι η Αριστερά δεν νοείται a la carte. Περιλαμβάνει κάθε μεγάλη πτυχή πολιτικής, για την οποία η αριστερή θέση κάνει μια μεγάλη διαφορά από τη μη-αριστερή. Αν σημαντικά πεδία μένουν έξω από την ατζέντα της Αριστεράς, έχουμε ελλειμματική Αριστερά και το έλλειμμα αυτό πρέπει να καλυφθεί. Συνεπώς, θεωρώ, ότι η οικολογική προβληματική είναι αναπόσπαστο τμήμα της Αριστερής θέσης, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικής εγγύτητας, αλλά και για πολύ ειδικούς, ας πω «τεχνικούς», λόγους, όπως:
Το περιβάλλον και οι οικολογικές διαστάσεις είναι κατ’ εξοχήν «δημόσια αγαθά». Αν δεν τα αντιμετωπίσουμε ως δημόσια αγαθά, σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας και της εθνικής κοινωνίας κινδυνεύουν να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά. «Δημόσιο αγαθό» σημαίνει κατ’ εξοχήν κρατική παρέμβαση, προκειμένου να οργανωθεί η διασφάλισή τους, σημαίνει συνεπώς την επιλογή του Κράτους στη θέση της Αγοράς.
Η αλυσίδα «οικολογικές αξίες-δημόσιο αγαθό- κρατική παρέμβαση» θα έπρεπε θεωρητικά να αποτελέσει αγαπημένο πεδίο της Αριστεράς. Όμως, αυτό στην εφαρμογή του στην Ελλάδα οδηγεί σε τεράστια διλήμματα: Με τι Κράτος, με τι Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τι πολιτικές θα προωθηθούν οι οικολογικές αξίες και οι στόχοι; Με ένα Κράτος όπως το σημερινό; Με κάτι άλλο και με ποιό;
Το πεδίο της οικολογίας είναι κατ’ εξοχήν προνομιακό για την Αριστερά, για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το προσεγγίσει κανείς παρά με αξίες, κριτήρια και προτάσεις πολιτικής, που είναι σημαντικά διαφορετικά από το σύστημα Αγοράς. Τα «δημόσια αγαθά» είναι δημόσια, επειδή η Αγορά αποτυγχάνει να τα εξασφαλίσει σε μια κοινωνία. Είναι επίσης προνομιακό, γιατί δίνει έμφαση στη μακροχρόνια διάσταση της πολιτικής, δηλαδή τι κάνουμε σήμερα σε σχέση με 5, 15, 25 ή περισσότερα χρόνια αργότερα. Κοντολογίς, η μακροχρόνια αυτή διάσταση των αναγκαίων αποφάσεων είναι σε ευθεία αντίθεση με τον βραχυπροθεσμιακό χαρακτήρα με τον οποίο λειτουργούν οι αγορές. Το πρόβλημα είναι ότι ο βραχυπροθεσμιακός χαρακτήρας (το short-terminism) είναι ακόμα πιο ισχυρός στην πολιτική σκηνή απ’ οτι στις αγορές.
Η Οικολογική πολιτική εμπεριέχει κατ’ εξοχήν τη διάσταση της αλληλεγγύης. Είναι η αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων πολλών γενεών, σήμερα και στο μέλλον, ιδίως αν λάβει κανείς υπ΄όψη το μέγεθος των περιβαλλοντικών καταστροφών που έχει δημιουργήσει ο τρόπος ανάπτυξής μας μέχρι σήμερα. Αν τέτοιου είδους θεμελιώδης αλληλεγγύη δεν είναι στην ατζέντα της Αριστεράς, τότε στην οπτική μου δεν μιλάμε για Αριστερά.
Είπα ότι η οικολογική δυναμική είναι αναπόσπαστο τμήμα της Αριστερής ατζέντας, και εννοώ ότι προσωπικά βλέπω την ανάγκη να είναι. Ομως στην πράξη μπορεί να μην είναι, και στην Ελλάδα δεν ξέρω αν είναι, και για ποιους είναι. Τα οικολογικά κινήματα και κόμματα ξεκίνησαν στην Ευρώπη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ στην Ελλάδα πολύ αργότερα και πάντως δεν ευδοκίμησαν. Ηταν θέμα προσώπων; Πιστεύω ότι δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά οι αξίες και οι ιδέες που δεν ευδοκίμησαν, με αποτέλεσμα τα θέματα οικολογίας να παραμένουν αδύναμα στην πολιτική ατζέντα. Για να πάω ένα βήμα παραπέρα, θεωρώ ότι η αδυναμία αυτή είναι συνάρτηση και της κουλτούρας μιας κοινωνίας, που είναι θεαματικά εχθρική στις οικολογικές αξίες, και κυρίως, ενός πολιτικού συστήματος η λειτουργία του οποίου μέχρι τώρα στηρίχθηκε σε αξιολογικές βάσεις και συσχετισμούς επιρροής, που είναι εχθρικά για την οικολογία και το περιβάλλον.
Το τρίτο σημείο μου είναι ότι η σύζευξη Οικολογίας και Αριστεράς θα σήμαινε για την Αριστερά, και ιδιαίτερα την ελληνική Αριστερά, ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα. Θεωρώ ότι η ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης σημαίνει, αναγκαστικά, απόφαση για εμπλοκή στο πιο φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρύθμισης και μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας της χώρας. Θα αφορούσε το παραγωγικό σύστημα, πολλές αξίες και αντιλήψεις της κοινωνίας μας, το μοντέλο κατανάλωσης, παραγωγής και επενδύσεων, την εκπαίδευση, τις σχέσεις με την παγκοσμιοποίηση, κάθε σχεδόν κοινωνική δραστηριότητα. Και για να μην μένω σε κάπως αφηρημένες έννοιες, ας αναφέρω μερικές μόνο λέξεις-κλειδιά: αυθαίρετα, σκουπίδια, ρύπανση, νερά, αγροτικά χημικά και υπέδαφος, τιμές ρυπογόνου ενέργειας, λιγνίτης, πρακτικές τοπικής αυτοδιοίκησης σε θέματα περιβάλλοντος. Ομως, μέχρι τώρα, η Αριστερά ελάχιστα δέθηκε με την Οικολογία. Ισως γιατί οι σημερινές ριζοσπαστικές προτάσεις ευρύτερων τμημάτων της Αριστεράς είναι στην ουσία τους συντηρητικές, στοχεύουν στο να μην αλλάξει τίποτα, αδιάκριτα, και γιατί ένα φιλόδοξο οικολογικό όραμα θα σήμαινε ανατροπές που η ελληνική Αριστερά, αλλά και η Αριστερά σε πολλές άλλες χώρες, δεν μπορεί να σηκώσει. Ισως, λέω, και πολύ θα ήθελα να διαψευστώ.
Βέβαια, δεν αρκεί η άρνηση και η καταγγελία. Θα χρειαζόταν και μια πειστική και ολοκληρωμένη θετική πολιτική, που να οδηγεί πράγματι στην ανάπτυξη από εναλλακτικά μονοπάτια. Διαφορετικά, χωρίς ανάπτυξη, κυριαρχεί η μιζέρια και αυτή δεν ευνοεί ούτε την Οικολογία, ούτε τη Δημοκρατία, ούτε την Αριστερά.
Τέταρτο σημείο μου, ως λογική συνέπεια των παραπάνω, η οικολογική διάσταση οδηγεί στη μαγική λέξη ‘σύγκρουση’ με πραγματικότητες, μια λέξη που είναι απεχθέστατη στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο. Οι Οικολόγοι σε διάφορες χώρες συγκρούστηκαν για να αλλάξουν καταστάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια οικολογική πολιτική πρέπει αναγκαστικά να ταυτίζεται ή να οδηγείται σε μια αλυσίδα συγκρούσεων. Θα ήταν λάθος η σύγκρουση να είναι αυτοσκοπός. Αν η πολιτική εφαρμοστεί βαθμιαία, αν καλλιεργηθούν πειστικές ιδεολογίες και αξίες, το στοιχείο της σύγκρουσης απομακρύνεται. Όμως, σε κάποια πεδία πιθανότατα θα υπάρξουν συγκρούσεις. Θεωρώ, ότι οι συγκρούσεις σε οικολογικά ζητήματα κινούνται πέρα από τον χαρακτηριστικό ταξικό χαρακτήρα, που έχει συνηθίσει η Αριστερά. Μπορεί να έχουν, και προφανώς έχουν και ταξικές διαστάσεις, -και τι δεν έχει-, αλλά αυτές έχουν εδώ μια διαφορετική διάσταση. Η σύγκρουση που τίθεται αφορά ένα καλύτερο μέλλον, που σε μεγάλο βαθμό δεν σχετίζεται με τα πρόσωπα σήμερα, αλλά με τη μελλοντική ποιότητα ζωής άλλων προσώπων. Ακριβώς γιατί η ταξική διάσταση είναι απόμακρη, και η εμμονή στον αρνητισμό είναι αδύνατο να δεθεί με ένα φιλόδοξο οικολογικό όραμα, η Αριστερά κινδυνεύει να παραμείνει αδρανής ή αποστασιοποιημένη, και έτσι πολιτικά να δει να χάνει το προνόμιο μιας νίκης στη μάχη της οικολογίας, αν άλλες δυνάμεις την προλάβουν.
Κοντολογίς, η οικολογική διάσταση σημαίνει την αποδοχή κάποιων συγκρούσεων, είτε από την Αριστερά, είτε από όποια άλλη πολιτική δύναμη υιοθετούσε σημαντικούς οικολογικούς στόχους. Και το λέω αυτό, γιατί θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς, ότι μόνο η Αριστερά μπορεί να δώσει πολιτικές απαντήσεις στο πεδίο αυτό. Πολλές απαντήσεις δίνονται ήδη σήμερα από δυνάμεις πέρα από την Αριστερά, και μάλιστα από χώρες στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος. Η συντηρητική Μέρκελ, πριν λίγα χρόνια πήρε τη θεαματική απόφαση να κλείσουν τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας της Γερμανίας στη δεκαετία του 2020, χωρίς μάλιστα να έχει υπάρξει πυρηνικό ατύχημα εκεί. Προχώρησε δηλαδή σε μια σύγκρουση πολλών διαστάσεων με τεράστια εθνικά της συμφέροντα, και ας αναρωτηθεί ο καθένας αν η όποια ελληνική Αριστερά ή άλλη δύναμη θα υπήρχε πιθανότητα να προτείνει σήμερα κάτι ανάλογο.
Πέμπτο σημείο μου: αν χάσει η Αριστερά τη μάχη της οικολογικής ανάπτυξης, θα χάσει επίσης μια άλλη μάχη που είναι άμεσα δεμένη με τις αξίες και τα πιστεύω της. Θα χάσει μια μεγάλη μάχη αναδιανομής. Μια οικολογική πολιτική είναι βαθύτατα, και πρωτόγνωρα, αναδιανεμητική όχι μόνο υπέρ των μελλοντικών γενεών και ευρύτερων αξιών, αλλά και υπέρ της αδύναμης κοινωνίας σήμερα. Μέχρι σήμερα, Αριστερά και Μη-Αριστερά έδιναν μάχες για το αντίστροφο αποτέλεσμα, για την τρέχουσα ευημερία, ούτε καν για την ευημερία πέντε χρόνια αργότερα. Για δεκαετίες η έννοια της ανάπτυξης συνδέθηκε με ληστεία του περιβάλλοντος. Για δεκαετίες καλλιεργήθηκε μια δίψα για εύκολη, γρήγορη, αρπακτική ανάπτυξη, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε όρους ‘συλλογικού συμφέροντος’, με αποτέλεσμα μια πολύ σημαντική περιβαλλοντική καταστροφή, που ξεκινάει από τα σκουπίδια, τη μόλυνση ή τον θαλάσσιο πλούτο και εκτείνεται μέχρι την πολιτιστική κληρονομιά, τον αγροτικό τομέα, την ερήμωση των εδαφών, ακόμα και τη φοροδιαφυγή και πολλά άλλα. Μια οικολογική Αριστερά πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με ισχυρές αξίες και επιλογές που κυριάρχησαν πολύ και για πολύ. Αν η πραγματικότητα αυτή δεν αλλάξει, το κόστος που θα συσσωρεύεται, όταν το πρόβλημα αποκτήσει μια κρίσιμη μάζα, θα πληρωθεί μαζεμένο από μελλοντικές γενιές, και όχι πολύ μακριά από σήμερα. Και τότε ο λογαριασμός θα είναι εκρηκτικός και θα σημαίνει μια αρνητική αναδιανομή. Τότε, η σύγκρουση για την οποία μίλησα πριν θα είναι έτσι κι αλλιώς εδώ. Στην ουσία, κάθε φορά αντιμετωπίζουμε το ίδιο δίλημμα: Αν θα σπρώξουμε ένα κρίσιμο πρόβλημα στην άκρη, που κάποια στιγμή θα το λύσει με βίαιο και άδικο τρόπο η ζωή, οπότε θα υπάρχει και μια θεμελιακή αρνητική αναδιανομή ή αν θα δώσουμε έγκαιρα οργανωμένες πολιτικές απαντήσεις. Συχνά, στο παρελθόν, συνηθίσαμε, ο κανόνας να είναι η επιλογή μεταξύ μιας ευχάριστης και μιας οδυνηρής, αλλά αποτελεσματικής, πολιτικής. Φυσικά, η επιλογή ήταν προκαθορισμένη. Ακριβώς, γιατί για δεκαετίες ενεργούσαμε με τον τρόπο αυτό, σήμερα, σε βασικά ζητήματα πολιτικής, και οπωσδήποτε στα οικολογικά, οι επιλογές πλέον είναι αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων οδυνηρών λύσεων. Λάθος απάντηση σημαίνει ότι και οι συνέπειες θα είναι δυσμενείς και το πρόβλημα θα επιδεινώνεται.
Εκτο σημείο μου, ότι η οικολογική ατζέντα, με όσα ανέφερα, σημαίνει την σταδιακή αποδοχή και εμπέδωση ενός νέου αξιακού συστήματος και επιλογών που είναι πολύ μακριά από τα σημερινά. Σημαίνει, γενικότερα, τη μετάβαση από την κουλτούρα και το πρότυπο της ‘εύκολης ανάπτυξης’ που χωρίς κανένα ενδοιασμό στηρίχθηκε και από την Αριστερά προς ένα πρότυπο ‘ακριβής ανάπτυξης’. Κάτι τέτοιο, σε βάθος χρόνου σημαίνει πολλαπλές ανατροπές καθώς και αλλαγές στην πολιτική αντίληψη της Αριστεράς και στη σχέση της με διαδικασίες μετασχηματισμού και μεταρρυθμίσεων. Στη σημερινή διαμάχη ο όρος ‘επαχθές χρέος’ έχει ασκήσει μια ιδιαίτερη έλξη, αν και έπειτα από 1-2 χρόνια πάει προς τα αζήτητα. Υπάρχει πράγματι ένα επαχθές χρέος, αλλά διαφορετικό από αυτό που ψάχνουν οι εμπνευστές του. Πρόκειται για το χρέος μας απέναντι στις μελλοντικές γενεές, από την αρπαγή του περιβάλλοντος που κάναμε σε βάρος τους, προκειμένου να ωφεληθούμε εμείς και να μεταθέσουμε το λογαριασμό της δικής μας ευημερίας σε αυτές.
Εβδομο σημείο μου, οι εξαρτήσεις μεταξύ οικολογικών και περιβαλλοντικών πολιτικών με το παραγωγικό μας σύστημα. Οι πιο ανεπτυγμένες χώρες έχουν πετύχει να μεταστρέψουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι οικολογικές πολιτικές σε αναπτυξιακή ευκαιρία. Αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες και μορφές παραγωγής, που ευνοούν την απασχόληση, τα εισοδήματα, τις εξαγωγές, την ανταγωνιστικότητά τους. Μια οικολογική πολιτική θα μπορεί να πάει μακριά, μόνο αν κατανοήσει ότι πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες ευνοϊκές για νέες παραγωγικές διαδικασίες, ώστε η κοινωνία να μην έχει μόνο κόστος, αλλά και όφελος.
Δύο τελευταίες επισημάνσεις:
Θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μπορούσαμε να συζητάμε το θέμα οικολογική και δημοκρατική Αριστερά χωρίς τους δύο πρόσθετους προσδιορισμούς, οικολογική και δημοκρατική. Υπάρχει Αριστερά μη-Δημοκρατική και μη-Οικολογική; Ατυχώς υπάρχει. Ατυχώς η Οικολογία είναι έξω από το σκληρό πυρήνα του οπτικού πεδίου της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ακόμα και σήμερα, το 2013. Για αυτό θα υποστηρίξω, ότι η πολιτική δύναμη που θα δώσει κάποτε το μεγάλο βάρος που χρειάζεται στην οικολογική διάσταση των πολιτικών, δεν ξέρω αν θα μπορεί να λέγεται οπωσδήποτε Αριστερά, αλλά, αν το πετύχει, θα έχει υλοποιήσει ένα θεμελιακό σημείο της ατζέντας μιας αριστερής πολιτικής.
Η σημερινή ευρύτερη κρίση για δεκαετίες ήταν το πιο τρελό όνειρο κάθε αριστερής ιδεολογίας, που επαγγελόταν την αποδυνάμωση του καπιταλισμού και την δικαίωσή της. Μια τόσο βαθιά κρίση αναμενόταν να είναι το προνομιακό πεδίο της Αριστεράς. Η πραγματικότητα έδειξε ότι αυτό δεν συνέβη. Η ιστορική ευκαιρία δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Το πεδίο της Οικολογίας είναι μια δεύτερη ευκαιρία. Μέχρι τώρα η ιστορία της οικολογίας και της οικολογικής αριστεράς στην Ελλάδα ήταν μια ιστορία αποτυχιών. Ο Σάμουελ Μπέκετ κάπου έγραψε κάτι σπουδαίο: Προσπάθησε. Απότυχε. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα. Θα ήθελα αντ’ αυτού να πω: φτιάξε επιτέλους μια επιτυχία.