Η λίστα και η ουρά της
Αγγελική Σπανού, 08/01/2013
Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η λίστα Λαγκάρντ;
Αν αποδεικνυόταν ροή μαύρου πολιτικού χρήματος, τα πράγματα θα ήταν σχετικά απλά. Ενας διεφθαρμένος πολιτικός, ή περισσότεροι, ίσως και εξωνημένοι υπηρεσιακοί παράγοντες, έθαψαν τη λίστα συνειδητά για να πετύχουν βρώμικο προσωπικό πλουτισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων θα αρκούσε για να υπάρξει νέμεση και πέρασμα σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων.
Αν, όμως, δεν πρόκειται γι αυτό, τότε είναι πολύ δύσκολη η ερμηνεία του γεγονότος, της απόκρυψης της λίστας, ακόμη πιο δύσκολη είναι η κάθαρση και η μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα στην οποία δεν θα υπάρχει η δυνατότητα διαχείρισης της εξουσίας με έναν τέτοιο τρόπο.
Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η λίστα Λαγκάρντ;
Για τον ίδιο λόγο που δεν αξιοποιήθηκε καμία ανάλογη λίστα: Ούτε αυτή των σκαφάτων Ολλανδίας, ούτε εκείνη των επενδυτών σε ακίνητα Λονδίνου, ούτε η άλλη των μεγαλοκαταθετών στο Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, τη Σιγκαπούρη ή αλλού, ούτε -μέχρι πολύ πρόσφατα- ο κατάλογος της Τράπεζας της Ελλάδος με τους 52.000 που έβγαλαν τα λεφτά τους έξω μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Υπάρχει μια κεκτημένη ταχύτητα, ένας αυτοματισμός, που καθορίζει τις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Υπάρχει το δέος του συστήματος διακυβέρνησης απέναντι στο κραταιότερο σύστημα των οικονομικά ισχυρών. Αυτό το δέος μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση του αδιαφανούς τρόπου χρηματοδότησης κομμάτων και πολιτικών προσώπων, της πολιτικής επιρροής επιχειρηματιών που κατέχουν ή ελέγχουν χωρίς να φαίνονται μέσα ενημέρωσης, με βάση τις μίζες που ενδεχομένως έχουν δοθεί για να υπηρετηθούν επιχειρηματικές επιδιώξεις, τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα σημαντικού μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το φόβο για τον οικονομικό/κοινωνικό αντίκτυπο που μπορεί να προκαλέσει η εξαφάνιση μας μεγάλης εταιρείας, τον υποκειμενικό θαυμασμό για τη δύναμη και τον πλούτο, το αίσθημα ασφάλειας που δημιουργεί σε πολιτικά πρόσωπα μια γερή πλάτη κοντά τους, τις προσωπικές σχέσεις, ακόμη και ένα σύνδρομο υποτέλειας απέναντι σ αυτόν που έχει τα λεφτά και συνεπώς μπορεί να κινήσει με την οικονομική του δύναμη γη και ουρανό, αν χρειαστεί.
Γι αυτούς ή και για άλλους λόγους κάθε λίστα όπως η λίστα Λαγκάρντ αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου ως μεγάλος κίνδυνος για τη σταθερότητα του status quo. Πολύ περισσότερο όταν του κουβάρι είναι τόσο μπερδεμένο, ώστε δεν γίνεται εύκολα επιλεκτική/αποσπασματική αντιμετώπιση του προβλήματος, υπό την έννοια ότι, αν βγει ένας σκελετός από το ντουλάπι, είναι πιθανό ότι θα πέσουν όλοι μαζί και μπορεί να πλακώσουν όποιον βρίσκεται κοντά. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη επειδή είναι προβληματική και η λειτουργία των θεσμών με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανενός είδους εγγύηση ότι αν εκδηλωνόταν πολιτική βούληση για επιβολή κανόνων πραγματικής ισονομίας/ισοπολιτείας δεν θα σηκωνόταν ένα τόσο μεγάλο κύμα που, δυνητικά, θα συμπαρέσυρε τα πάντα.
Ας πούμε ότι καταδικάζεται ο Γ. Παπακωνσταντίνου (όπως επιδιώκει η κυβερνητική πλειοψηφία) ή και ο Ευ. Βενιζέλος (όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ) ακόμη και ο Γ. Παπανδρέου (όπως ζητούν κόμματα της αντιπολίτευσης) για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Την επόμενη μέρα θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ανατράπηκε ένα νοσηρό status quo και ότι δίνεται τέλος στην εξαίρεση των οικονομικά ισχυρών από τις υποχρεώσεις που τους αναλογούν;
Είναι κοινό μυστικό ότι φόρους πληρώνουν βασικά μισθωτοί και συνταξιούχοι. Ολες οι άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, αυτό δείχνουν τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, λιγότερο ή περισσότερο δεν πληρώνουν τους φόρους που αντιστοιχούν στα εισοδήματά τους. Φυσικά, άλλο οι καρχαρίες και άλλο τα μικρά ψάρια, όμως η λογική είναι ακριβώς η ίδια και στην περίπτωση του μεγιστάνα που κάνει φορολογική δήλωση φτωχού και στην περίπτωση της ταβερνιάρισσας της Υδρας που φοροδιαφεύγει με τη στήριξη των περισσότερων στο νησί της. Με βάση αυτή τη λογική, πληρώνει φόρους όποιος δεν μπορεί να ξεφύγει και αυτή η πραγματικότητα είναι διαχρονική και σε μεγάλο βαθμό, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ηθικά νομιμοποιημένη στην αντίληψη σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλωστε έχει διαμορφωθεί ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για τη φοροδιαφυγή. Και είναι απολύτως ενδεικτικό ότι από τους περίπου 26.000 καταθέτες εξωτερικού που πρόσφατα παρέλαβαν ειδοποιητήρια για να κάνουν συμπληρωματική δήλωση ανταποκρίθηκαν μόλις οι 300. Γιατί γνωρίζουν ή το γνωρίζει ο δικηγόρος τους ότι μπορούν να επικαλεστούν εισοδήματα από την αρχή του επαγγελματικού τους βίου, να μην βρίσκονται οι δηλώσεις τους στην εφορία που από το 2004 και πριν υποβάλλονταν χειρόγραφα, να περάσουν μέσα από τις τρύπες της γραφειοκρατίας και της παρελκυστικής δικαστικής διαδικασίας, κερδίζοντας χρόνια και χρήμα.
Οι συσχετισμοί τους ευνοούν. Γιατί έχουν γίνει πράγματα και θαύματα από την εκτελεστική εξουσία προκειμένου να μη βρεθούν σε κάποια ΔΟΥ, στην ουρά, με το εκκαθαριστικό στο χέρι, σε αδυναμία πληρωμής της δόσης και με την προσδοκία ότι θα γίνουν περισσότερες αυτές οι δόσεις, για να δίνουν λιγότερα τη φορά, από αυτά που δεν έχουν πια, γιατί αυτοί που έχουν δεν είναι στην ίδια ουρά μαζί τους, μπροστά ή πίσω, τα ονόματά τους βρίσκονται σε κάποια θερμή λίστα, από αυτές που πέφτουν από το χέρι εκείνων που έχουν καθήκον να τις αξιοποιήσουν.
Αν αποδεικνυόταν ροή μαύρου πολιτικού χρήματος, τα πράγματα θα ήταν σχετικά απλά. Ενας διεφθαρμένος πολιτικός, ή περισσότεροι, ίσως και εξωνημένοι υπηρεσιακοί παράγοντες, έθαψαν τη λίστα συνειδητά για να πετύχουν βρώμικο προσωπικό πλουτισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων θα αρκούσε για να υπάρξει νέμεση και πέρασμα σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων.
Αν, όμως, δεν πρόκειται γι αυτό, τότε είναι πολύ δύσκολη η ερμηνεία του γεγονότος, της απόκρυψης της λίστας, ακόμη πιο δύσκολη είναι η κάθαρση και η μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα στην οποία δεν θα υπάρχει η δυνατότητα διαχείρισης της εξουσίας με έναν τέτοιο τρόπο.
Γιατί δεν αξιοποιήθηκε η λίστα Λαγκάρντ;
Για τον ίδιο λόγο που δεν αξιοποιήθηκε καμία ανάλογη λίστα: Ούτε αυτή των σκαφάτων Ολλανδίας, ούτε εκείνη των επενδυτών σε ακίνητα Λονδίνου, ούτε η άλλη των μεγαλοκαταθετών στο Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, τη Σιγκαπούρη ή αλλού, ούτε -μέχρι πολύ πρόσφατα- ο κατάλογος της Τράπεζας της Ελλάδος με τους 52.000 που έβγαλαν τα λεφτά τους έξω μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Υπάρχει μια κεκτημένη ταχύτητα, ένας αυτοματισμός, που καθορίζει τις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Υπάρχει το δέος του συστήματος διακυβέρνησης απέναντι στο κραταιότερο σύστημα των οικονομικά ισχυρών. Αυτό το δέος μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση του αδιαφανούς τρόπου χρηματοδότησης κομμάτων και πολιτικών προσώπων, της πολιτικής επιρροής επιχειρηματιών που κατέχουν ή ελέγχουν χωρίς να φαίνονται μέσα ενημέρωσης, με βάση τις μίζες που ενδεχομένως έχουν δοθεί για να υπηρετηθούν επιχειρηματικές επιδιώξεις, τον κρατικοδίαιτο χαρακτήρα σημαντικού μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το φόβο για τον οικονομικό/κοινωνικό αντίκτυπο που μπορεί να προκαλέσει η εξαφάνιση μας μεγάλης εταιρείας, τον υποκειμενικό θαυμασμό για τη δύναμη και τον πλούτο, το αίσθημα ασφάλειας που δημιουργεί σε πολιτικά πρόσωπα μια γερή πλάτη κοντά τους, τις προσωπικές σχέσεις, ακόμη και ένα σύνδρομο υποτέλειας απέναντι σ αυτόν που έχει τα λεφτά και συνεπώς μπορεί να κινήσει με την οικονομική του δύναμη γη και ουρανό, αν χρειαστεί.
Γι αυτούς ή και για άλλους λόγους κάθε λίστα όπως η λίστα Λαγκάρντ αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου ως μεγάλος κίνδυνος για τη σταθερότητα του status quo. Πολύ περισσότερο όταν του κουβάρι είναι τόσο μπερδεμένο, ώστε δεν γίνεται εύκολα επιλεκτική/αποσπασματική αντιμετώπιση του προβλήματος, υπό την έννοια ότι, αν βγει ένας σκελετός από το ντουλάπι, είναι πιθανό ότι θα πέσουν όλοι μαζί και μπορεί να πλακώσουν όποιον βρίσκεται κοντά. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη επειδή είναι προβληματική και η λειτουργία των θεσμών με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανενός είδους εγγύηση ότι αν εκδηλωνόταν πολιτική βούληση για επιβολή κανόνων πραγματικής ισονομίας/ισοπολιτείας δεν θα σηκωνόταν ένα τόσο μεγάλο κύμα που, δυνητικά, θα συμπαρέσυρε τα πάντα.
Ας πούμε ότι καταδικάζεται ο Γ. Παπακωνσταντίνου (όπως επιδιώκει η κυβερνητική πλειοψηφία) ή και ο Ευ. Βενιζέλος (όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ) ακόμη και ο Γ. Παπανδρέου (όπως ζητούν κόμματα της αντιπολίτευσης) για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Την επόμενη μέρα θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ανατράπηκε ένα νοσηρό status quo και ότι δίνεται τέλος στην εξαίρεση των οικονομικά ισχυρών από τις υποχρεώσεις που τους αναλογούν;
Είναι κοινό μυστικό ότι φόρους πληρώνουν βασικά μισθωτοί και συνταξιούχοι. Ολες οι άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, αυτό δείχνουν τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, λιγότερο ή περισσότερο δεν πληρώνουν τους φόρους που αντιστοιχούν στα εισοδήματά τους. Φυσικά, άλλο οι καρχαρίες και άλλο τα μικρά ψάρια, όμως η λογική είναι ακριβώς η ίδια και στην περίπτωση του μεγιστάνα που κάνει φορολογική δήλωση φτωχού και στην περίπτωση της ταβερνιάρισσας της Υδρας που φοροδιαφεύγει με τη στήριξη των περισσότερων στο νησί της. Με βάση αυτή τη λογική, πληρώνει φόρους όποιος δεν μπορεί να ξεφύγει και αυτή η πραγματικότητα είναι διαχρονική και σε μεγάλο βαθμό, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ηθικά νομιμοποιημένη στην αντίληψη σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλωστε έχει διαμορφωθεί ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για τη φοροδιαφυγή. Και είναι απολύτως ενδεικτικό ότι από τους περίπου 26.000 καταθέτες εξωτερικού που πρόσφατα παρέλαβαν ειδοποιητήρια για να κάνουν συμπληρωματική δήλωση ανταποκρίθηκαν μόλις οι 300. Γιατί γνωρίζουν ή το γνωρίζει ο δικηγόρος τους ότι μπορούν να επικαλεστούν εισοδήματα από την αρχή του επαγγελματικού τους βίου, να μην βρίσκονται οι δηλώσεις τους στην εφορία που από το 2004 και πριν υποβάλλονταν χειρόγραφα, να περάσουν μέσα από τις τρύπες της γραφειοκρατίας και της παρελκυστικής δικαστικής διαδικασίας, κερδίζοντας χρόνια και χρήμα.
Οι συσχετισμοί τους ευνοούν. Γιατί έχουν γίνει πράγματα και θαύματα από την εκτελεστική εξουσία προκειμένου να μη βρεθούν σε κάποια ΔΟΥ, στην ουρά, με το εκκαθαριστικό στο χέρι, σε αδυναμία πληρωμής της δόσης και με την προσδοκία ότι θα γίνουν περισσότερες αυτές οι δόσεις, για να δίνουν λιγότερα τη φορά, από αυτά που δεν έχουν πια, γιατί αυτοί που έχουν δεν είναι στην ίδια ουρά μαζί τους, μπροστά ή πίσω, τα ονόματά τους βρίσκονται σε κάποια θερμή λίστα, από αυτές που πέφτουν από το χέρι εκείνων που έχουν καθήκον να τις αξιοποιήσουν.