Η ανεργία και το κριτήριο της ανάγκης
Του Κώστα Καλλίτση, Καθημερινή, 13.1.13
Τα επίσημα στοιχεία αποτυπώνουν μια δραματική πραγματικότητα. Από τα τέλη 2008 μέχρι τα τέλη του 2012, οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά ένα εκατομμύριο. Σήμερα, είναι 1.345.715 συμπολίτες μας, σύμφωνα με τη Στατιστική. Από αυτούς, στα τέλη Δεκεμβρίου, ήταν εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ προς εύρεση εργασίας οι 786.000. Και από αυτούς, είχαν τις προϋποθέσεις να λάβουν επίδομα ανεργίας οι 215.000 – μόνον. Επίδομα ανεργίας δικαιούται ένας στους έξι ανέργους. Και αυτό, περιορισμένο σε ύψος και διάρκεια - έως ένα έτος. Γιατί στη χώρα μας: (α) Δεν έχει θεσπιστεί παρά μόνο ασφαλιστικό επίδομα ανεργίας, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει και προνοιακό επίδομα. (β) Το σύστημα επιδότησης δεν είναι ανταποδοτικό, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και (γ) το ύψος του επιδόματος δεν σχετίζεται με το ύψος του μισθού που ελάμβανες. Ετσι, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ελληνικό σύστημα όχι μόνο είναι κατάφωρα άδικο αλλά παρέχει και κίνητρα για εισφοροαποφυγή. Θα ήταν εύλογο σε μία «κανονική» χώρα, μετά από μια πολυετή, πρωτοφανή ύφεση, που θα περιορίσει την αξία του ΑΕΠ κατά 25% ή 48 δισ. ευρώ από το 2008 έως τα τέλη 2013 και θα αυξήσει την ανεργία από 7,5% το 2008 στο 27,5% στα τέλη του 2013, να είχε γίνει ένας σοβαρός σχεδιασμός πολιτικών ανακούφισης της ανεργίας και περιορισμού της καταστροφής νέων θέσεων εργασίας.
Πολλώ μάλλον, που δεν απαιτείται να ανακαλύψουμε την Αμερική αλλά να αξιοποιήσουμε την εμπειρία, σχέδια και προγράμματα που εφαρμόζονται στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Με προτεραιότητα τους πλέον αδύναμους και με κριτήριο τις ανάγκες τους.
Τι θα σήμαινε αυτό πρακτικά; Δράση σε τρία πεδία:
(α) Κατά προτεραιότητα μέριμνα για τις οικογένειες στις οποίες δεν μπαίνει κανένα μεροκάματο, δεν εργάζεται κανένα μέλος τους. Στα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας αποτυπώνεται ένα μεγάλο κοινωνικό δράμα: Περισσότεροι από 1.300.000 συμπολίτες μας ζουν σε οικογένειες στις οποίες δεν μπαίνει ούτε ένα μεροκάματο -αριθμός που είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον το 2007. Για αυτές τις οικογένειες, σήμερα ακόμη δεν υπάρχει καμία μέριμνα – σε αντίθεση με τις πρακτικές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
(β) Δράσεις για ανάσχεση απολύσεων. Πρόκειται για τα «προγράμματα εργασίας περιορισμένου χρόνου» που έχουν ευρύτατη εφαρμογή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αντί να γίνουν απολύσεις, μειώνονται χρόνος και κόστος εργασίας, αλλά οι εισοδηματικές απώλειες εν μέρει αντισταθμίζονται μέσω προγραμμάτων επανακατάρτισης. Ανάλογα προγράμματα είναι έτοιμα, επεξεργασμένα στον ΟΑΕΔ αλλά μένουν ανενεργά. Διότι απαιτούνται νομοθετικές ρυθμίσεις – που δεν γίνονται...
(γ) Κατάρτιση και επανακατάρτιση με προοπτικές βιωσιμότητας. Αυτό προϋποθέτει συνδυασμένη αξιοποίηση όλων των μηχανισμών εκμάθησης μιας εργασίας (π.χ. των γεωπονικών σχολών για την κατάρτιση σε αγροτικά επαγγέλματα...) αντί να μοιράζονται λεφτά ως εισοδηματικές ενισχύσεις, χωρίς ουσιαστική, βιώσιμη προοπτική.
Αλλά, το θέμα δεν είναι μόνον όσα δεν γίνονται. Είναι κι αυτά που γίνονται: Η αγορά εργασίας είναι η μόνη αγορά που έχει απελευθερωθεί πλήρως. Περικόπηκαν δραστικά οι αποζημιώσεις, έγιναν φθηνότερες οι απολύσεις, αυξήθηκε το όριό τους, μειώθηκε ο βασικός μισθός, τραυματίστηκαν βάναυσα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Κι όμως, ούτε αυτή, η κείμενη νομοθεσία, γίνεται σεβαστή. Η μαύρη αγορά βασιλεύει. Αποτέλεσμα είναι ότι η μείωση της τιμής της εργασίας δεν συμβάλλει στην απορρόφηση της ανεργίας αλλά συμβαδίζει με τη διεύρυνσή της.
Αντί άλλου, η σημερινή κυβέρνηση, ύστερα από έξι ολόκληρους μήνες «μελέτης», κατέληξε σε κάποιες πομπώδεις (αλλά εξαιρετικά πρόχειρες και, έτσι, πολύ «φθηνές» στο περιεχόμενο...) εξαγγελίες για αντιμετώπιση, δήθεν, της ανεργίας των νέων. Πρόκειται για μια συρραφή 20 προγραμμάτων, εκ των οποίων τα 13 εφαρμόζονται εδώ και χρόνια, ενώ τα υπόλοιπα βρίθουν από ασάφειες και εκκρεμότητες. Συρραφή που έγινε κυριολεκτικά «στο πόδι», ως ευκαιρία που προσφέρεται για την επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, όχι με κριτήριο τις ανάγκες αλλά το νεαρόν της ηλικίας. Δηλαδή (για να ακριβολογούμε...) με κριτήριο τις ηλικίες, στις οποίες οι επιτελείς των βασικών κομμάτων της σημερινής κυβέρνησης ψάχνουν την ψήφο με το μικροσκόπιο. Και δεν τη βρίσκουν...