Ανεκπλήρωτος Δημοκρατικός Συμβιβασμός
Πέρα από το επείγον, ζέον και -δυστυχώς- ακόμη επίκαιρο καθήκον να αποτραπεί η χρεοκοπία, το τρικομματικό πείραμα του Ιουνίου 2012 είχε μιαν ευρύτερη αποστολή: Να ολοκληρώσει τον Δημοκρατικό Συμβιβασμό, που άρχισε με το Σύνταγμα του 1975, προχώρησε με την εναλλαγή στην εξουσία του 1981, αλλά, έκτοτε, έμεινε μετέωρος. Ο Δημοκρατικός Συμβιβασμός προσδιορίζει τα όρια της συνύπαρξης, αλλά και της αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων, της δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας, αλλά και της αμφισβήτησής της, της ισορροπίας των εξουσιών, αλλά και των θεσμικών αντίβαρων που επικοινωνούν και οξυγονώνουν τους θεσμούς με την κοινωνία των πολιτών.
Ήταν και είναι αναγκαίο η αντιπαράθεση και ο διάλογος Αριστεράς-Δεξιάς (με όλες τις εκδοχές των εκατέρωθεν παρατάξεων) να μη γίνεται με μετεμφυλιακούς όρους ούτε ως συνέχιση του εμφυλίου με άλλα μέσα. Δείτε, όμως, πώς έγινε ο «διάλογος» για το αντιρατσιστικό για να δούμε πόσο βαριά τραυματίστηκε το πνεύμα του Δημοκρατικού Συμβιβασμού.
Ήταν ανάγκη και τα τρία ρεύματα, που συνεργάστηκαν στην προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και όλα τα δημοκρατικά κόμματα, με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ, να διαμορφώσουν με νέους θεσμούς, αλλά και με νέες πρακτικές ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, διαφανές, ανανεωμένο και ανοικτό στην κοινωνία των πολιτών, πολιτικό σύστημα.
Αντί γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς. Συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου μία η καμία - έχω χάσει το λογαριασμό. Νομοσχέδια μπετόν με προεδρικά διατάγματα. Έτσι φτάσαμε στο αδιανόητο. Στο τραυματικό μαύρο. Αλλά είχαμε και έχουμε το πρωτοφανές, πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην έχουν συναντηθεί ούτε μια φορά κεκλεισμένων των θυρών. Ο ένας λέει στον άλλο «καληνύχτα» - ας μην ακούσω ποιος το είπε πρώτος. Η μάχη ανάμεσα στο Φως και το Σκότος μοιάζει καρικατούρα χωρίς τον εμπνευστή της, Μένιο Κουτσόγιωργα. Λιγότερα είχαν να χωρίσουν ο Καραμανλής, ο Ανδρέας και ο Μητσοτάκης; Ή, μήπως, ήσαν ηγέτες μικρότερου βεληνεκούς;
Ο Δημοκρατικός Συμβιβασμός δεν είναι «πιασάρικο» σύνθημα. Δε συνεγείρει, δεν ηλεκτρίζει. Γι’ αυτό είναι αναγκαίος. Γιατί γειώνει. Δεν σβήνει την αντιπαράθεση, αλλά την οριοθετεί. Για να γίνει κτήμα και αίτημα των πολλών ήταν και είναι ανάγκη να στηριχτεί σε δύο πόδια. Στη δίκαιη λιτότητα και στην αξιοκρατία.
Ήταν και είναι αναγκαίο να τεθεί τέλος στο πελατειακό σύστημα. Όχι απλώς να κηρυχτεί στα λόγια το τέλος του ρουσφετιού και ημετεροκρατίας, αλλά να πειστεί η κοινωνία με επιλογές, με θεσμούς και, κυρίως, με τη καθημερινή πρακτική στα υπουργεία και τους οργανισμούς ότι η διακυβέρνηση θα είναι ακομμάτιστη, χωρίς πολιτικούς ρεβανσισμούς.
Ήταν ανάγκη η διάσωση της οικονομίας να γίνει με τους πολιτικούς όρους της δίκαιης λιτότητας και της αναλογικότητας των θυσιών. Εργαζόμενοι και επιχειρηματίες δέχτηκαν αυτούς τους όρους. Ξεπέρασαν όλες τις πολιτικές ηγεσίες. Η υστέρηση των πολιτικών δε σημαίνει το τέλος της πολιτικής. Υπογραμμίζει το έλλειμμα ηγεσίας.
Το πείραμα των τριών δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την ατζέντα. Ο διάλογος και η συναίνεση -όταν συνέβαινε- άρχιζε και τέλειωνε στις συναντήσεις στο Μαξίμου. Μετά έπιαναν δουλειά οι μηχανισμοί. «Ποιος, ποιον», με όρους αδυσώπητους.
Ποιος φταίει πιο πολύ και ποιος λιγότερο θα καταλογιστεί εν καιρώ. Όσοι νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν φορτώνοντας την ευθύνη στον Κουβέλη πλανώνται. Χάνουν, απλώς, το όνομα του επόμενου στόχου. Αλλά είναι τόσο προφανές.
Ήταν ανάγκη και τα τρία ρεύματα, που συνεργάστηκαν στην προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και όλα τα δημοκρατικά κόμματα, με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ, να διαμορφώσουν με νέους θεσμούς, αλλά και με νέες πρακτικές ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, διαφανές, ανανεωμένο και ανοικτό στην κοινωνία των πολιτών, πολιτικό σύστημα.
Αντί γι’ αυτό πήγαμε πίσω ολοταχώς. Συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου μία η καμία - έχω χάσει το λογαριασμό. Νομοσχέδια μπετόν με προεδρικά διατάγματα. Έτσι φτάσαμε στο αδιανόητο. Στο τραυματικό μαύρο. Αλλά είχαμε και έχουμε το πρωτοφανές, πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην έχουν συναντηθεί ούτε μια φορά κεκλεισμένων των θυρών. Ο ένας λέει στον άλλο «καληνύχτα» - ας μην ακούσω ποιος το είπε πρώτος. Η μάχη ανάμεσα στο Φως και το Σκότος μοιάζει καρικατούρα χωρίς τον εμπνευστή της, Μένιο Κουτσόγιωργα. Λιγότερα είχαν να χωρίσουν ο Καραμανλής, ο Ανδρέας και ο Μητσοτάκης; Ή, μήπως, ήσαν ηγέτες μικρότερου βεληνεκούς;
Ο Δημοκρατικός Συμβιβασμός δεν είναι «πιασάρικο» σύνθημα. Δε συνεγείρει, δεν ηλεκτρίζει. Γι’ αυτό είναι αναγκαίος. Γιατί γειώνει. Δεν σβήνει την αντιπαράθεση, αλλά την οριοθετεί. Για να γίνει κτήμα και αίτημα των πολλών ήταν και είναι ανάγκη να στηριχτεί σε δύο πόδια. Στη δίκαιη λιτότητα και στην αξιοκρατία.
Ήταν και είναι αναγκαίο να τεθεί τέλος στο πελατειακό σύστημα. Όχι απλώς να κηρυχτεί στα λόγια το τέλος του ρουσφετιού και ημετεροκρατίας, αλλά να πειστεί η κοινωνία με επιλογές, με θεσμούς και, κυρίως, με τη καθημερινή πρακτική στα υπουργεία και τους οργανισμούς ότι η διακυβέρνηση θα είναι ακομμάτιστη, χωρίς πολιτικούς ρεβανσισμούς.
Ήταν ανάγκη η διάσωση της οικονομίας να γίνει με τους πολιτικούς όρους της δίκαιης λιτότητας και της αναλογικότητας των θυσιών. Εργαζόμενοι και επιχειρηματίες δέχτηκαν αυτούς τους όρους. Ξεπέρασαν όλες τις πολιτικές ηγεσίες. Η υστέρηση των πολιτικών δε σημαίνει το τέλος της πολιτικής. Υπογραμμίζει το έλλειμμα ηγεσίας.
Το πείραμα των τριών δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την ατζέντα. Ο διάλογος και η συναίνεση -όταν συνέβαινε- άρχιζε και τέλειωνε στις συναντήσεις στο Μαξίμου. Μετά έπιαναν δουλειά οι μηχανισμοί. «Ποιος, ποιον», με όρους αδυσώπητους.
Ποιος φταίει πιο πολύ και ποιος λιγότερο θα καταλογιστεί εν καιρώ. Όσοι νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν φορτώνοντας την ευθύνη στον Κουβέλη πλανώνται. Χάνουν, απλώς, το όνομα του επόμενου στόχου. Αλλά είναι τόσο προφανές.