«Ποιος πολιτισμός» — η εκδήλωση του Τομέα Πολιτισμού της Δημοκρατικής Αριστεράς
Την περασμένη Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου, ο Τομέας Πολιτισμού της Δημοκρατικής Αριστεράς οργάνωσε στην Τεχνόπολη εκδήλωση με θέμα: «Ποιος πολιτισμός — Θεσμοί και πολιτιστική πολιτική σε δύσκολους καιρούς». Ο ποιητής και συγγραφέας Γιάννης Κακουλίδης, μέλος της Ε.Ε. της ΔΗΜ.ΑΡ. και υπεύθυνος του τομέα, προλογίζοντας την εκδήλωση, αναφέρθηκε στη σχέση του κόμματος με τους ανθρώπους του πνεύματος και στην αντίληψη του τομέα για την πολιτική του πολιτισμού. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ., Φώτης Κουβέλης. Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, μέλος της Ε.Ε. της ΔΗΜ.ΑΡ. και του Τομέα Πολιτισμού, παρουσίασε το πλαίσιο των θέσεων του κόμματος για τον πολιτισμό και συντόνισε την εκδήλωση.
Η πολιτιστική πολιτική αλλά και η εφαρμογή της είναι σήμερα ένα ιδιαιτέρως επίκαιρο θέμα συζήτησης, ακριβώς επειδή είναι φανερό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή παραδείγματος. Η αναζήτηση πόρων, η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου αγαθού, αλλά και οι ίδιες οι πολιτειακές εγγυήσεις για την πολιτιστική ανάπτυξη και δημιουργία βρίσκονται σε μια αποφασιστική καμπή. Οι εντοπισμένες, στοχευμένες και αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις καθώς και οι εναλλακτικές προτάσεις για μια σύγχρονη πολιτιστική πολιτική σκοντάφτουν σήμερα όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και στη θεσμική αδράνεια της τρέχουσας διακυβέρνησης.
Οι ομιλητές, ο καθένας βάσει της εμπειρίας του και με αναφορά στο πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται, κλήθηκαν να παρουσιάσουν τη λειτουργία των πολιτιστικών θεσμών και φορέων στην Ελλάδα, αλλά και να εκφράσουν τις απόψεις τους για την αλλαγή μοντέλου (δεδομένων των συνθηκών κρίσης), καθώς και για τη σύγκριση πολιτιστικής πολιτικής και λειτουργίας των θεσμών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Οι ομιλίες κράτησαν το ενδιαφέρον του κοινού, ανθρώπων των τεχνών, των γραμμάτων και του πολιτισμού:
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Σταύρος Μπένος, Πρόεδρος του σωματείου «Διάζωμα».
Μυρσίνη Ζορμπά, Ερευνήτρια πολιτιστικής πολιτικής.
Μαρία Κομνηνού, Γενική Γραμματέας του Δ.Σ. της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Άννα Καφέτση, Διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Όλες οι ομιλίες θα παρουσιαστούν τις προσεχείς ημέρες από το dim/art.
Σταύρος Μπένος, Πρόεδρος του σωματείου «Διάζωμα».
Μυρσίνη Ζορμπά, Ερευνήτρια πολιτιστικής πολιτικής.
Μαρία Κομνηνού, Γενική Γραμματέας του Δ.Σ. της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Άννα Καφέτση, Διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Όλες οι ομιλίες θα παρουσιαστούν τις προσεχείς ημέρες από το dim/art.
Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτη Κουβέλη
Σας καλωσορίζω όλες και όλους απόψε σε μια συνάντηση που φιλοδοξεί να είναι κάτι παραπάνω από μια προσυνεδριακή κομματική συγκέντρωση.
Με πολλούς από εσάς έχουμε άλλωστε συναντηθεί ήδη από την ιδρυτική μας διακήρυξη, όταν το βάρος των υπογραφών σας και κυρίως η θετική σας ανταπόκριση για το κοινό μας εγχείρημα, μας ενθάρρυνε για να χαράξουμε το δρόμο της αυτόνομης πολιτικής μας πορείας. Με άλλους, βρεθήκαμε στην πορεία : στο στοίχημα της αλλαγής σελίδας στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην υποστήριξη του δημόσιου πανεπιστημίου, στις εκδηλώσεις μας γύρω από τον πολιτισμό και την καλλιτεχνική δημιουργία.
Η συλλογικότητα αυτή, που φτιάχτηκε με δεσμούς φιλίας, συνεργασίας και εμπιστοσύνης, παραπέμπει βέβαια στο συμβολικό κεφάλαιο που έρχεται από το παρελθόν της ανανεωτικής αριστεράς, αλλά εδράζεται στην κοινή μας διαπίστωση πως η κρίση που δοκιμάζει την κοινωνία και τη χώρα απαιτεί τη συστράτευση όλων εκείνων των ζωντανών διανοητικών και πολιτιστικών δυνάμεων του τόπου, με στόχο την αντιμετώπισή της.
Πράγματι, τρία χρόνια μετά την ίδρυση της, η ΔΗΜΑΡ έχει αποκτήσει μια νέα ορατότητα στο δημόσιο χώρο. Αναμφισβήτητα, ένα μέρος αυτής της δυναμικής παρουσίας που καθιστά την «αριστερά της ευθύνης» σε χρήσιμη και κρίσιμη δύναμη για τον τόπο, οφείλεται και στη δική σας συμβολή. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους και όλες, για το ενδιαφέρον που δείξατε όλο αυτό το διάστημα.
Μπροστά στην πρωτόγνωρη κρίση που δοκιμάζει τη χώρα μας αλλά και την Ευρώπη, είναι σαφές ότι η τέχνη και η διανόηση οφείλει σήμερα να έχει μια σταθερή δημόσια παρέμβαση, που θα φέρνει στο προσκήνιο την κριτική της κρίσης με θετικές προτάσεις και λύσεις, μακριά από λαϊκισμούς, εθνικιστικές εξάρσεις, μεταπολιτικά πειράματα και κοινωνικούς αυτοματισμούς.
Η ρηγμάτωση της κοινωνίας έχει οδηγήσει πλέον σε ανησυχητικά φαινόμενα που διαπερνούν το σύνολο των θεσμών, αποδυναμώνοντας την ίδια τη δημοκρατική συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας.
Η φτώχεια, η μαζική ανεργία, η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, η ανησυχητική άνοδος της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς, δεν μπορούν να αφήνουν κανέναν αδιάφορο.
Η ΔΗΜΑΡ θεωρεί ότι ο Πολιτισμός διατρέχει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα δημιουργώντας και αντανακλώντας αξίες και πρότυπα, επηρεάζοντας την καθημερινή ζωή των πολιτών. Για τον λόγο αυτό, στο πρόγραμμά μας προτείνεται η ενίσχυση των δράσεων για έναν «πολιτισμό της καθημερινότητας και της αλληλεγγύης», με σταθερό μέτωπο απέναντι στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον νέο-ναζισμό. Κυρίως όμως θεωρούμε πως η τέχνη και η διανόηση, ιδιαίτερα στους καιρούς που ζούμε, μπορεί να αποτελέσει ένα κρίσιμο μέγεθος για την κατανόηση της πραγματικότητας και να λειτουργήσει ως παράγοντας κοινωνικής συνοχής.
Θέλουμε ανοιχτά τα πανεπιστήμια με εξασφαλισμένες παράλληλα τις πολιτειακές εγγυήσεις για την εύρυθμη λειτουργία τους. Ο αυταρχισμός και η άστοχη επίδειξη πυγμής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση είναι μέρος της λύσης του προβλήματος. Αντίθετα, επιδεινώνει μια κατάσταση παρακμής που επιβαρύνει την ίδια την Παιδεία, τους φοιτητές και τις οικογένειες τους. Όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας πρέπει από κοινού να εργασθούν για την άρση του αδιεξόδου, στέλνοντας το μήνυμα ότι στην παιδεία δεν ταιριάζουν ούτε συντεχνιασμοί ούτε εκβιασμοί.
Θέλουμε μια οικονομία του πολιτισμού που θα υπερβαίνει τη λογική των «κρατικών επιχορηγήσεων», αλλά δεν θα υποτάσσει την τέχνη στους κανόνες της αγοράς. Θέλουμε να αξιοποιηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο της επιστήμης και του πολιτισμού στην κατεύθυνση ενός οργανωμένου «εθνικού σχεδίου» ανάπτυξης και κατοχύρωσης της έννοιας του «δημόσιου συμφέροντος». Η κρίση, —το γνωρίζουμε όλοι πια— δεν είναι κυρίως και αποκλειστικά οικονομική αλλά πολιτική, ηθική και πολιτισμική. Πρέπει, επομένως, να αντιμετωπιστεί, με αντίστοιχους όρους, και μάλιστα από εκείνες τις δυνάμεις που, σε ευρωπαϊκή πλέον κλίμακα, ενώνουν τις φωνές τους, τις δράσεις και το έργο τους για να αποφευχθεί η αποδόμηση των σημαντικότερων κατακτήσεων της μεταπολεμικής Ευρώπης. Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η ανάδυση μιας νέας κριτικής συνείδησης που θα αναλάβει να δείξει ότι το προτεινόμενο φάρμακο για την εξυγίανση των δημοσιονομικών προβλημάτων αποκλίνει σημαντικά από το πρότυπο της κοινωνικής και δημοκρατικής Ευρώπης. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η χώρα μας, αλλά και η Ευρώπη, χρειάζεται μια επανεκκίνηση που θα εμπεριέχει τις αρχές της αλληλεγγύης, της αναδιανομής και της συνύπαρξης, με ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης.
Είναι αλήθεια πως ο δημόσιος λόγος γύρω από την κρίση σήμερα έχει παγιδευτεί σε μανιχαϊστικά διλήμματα, δογματικούς μονόδρομους και λαϊκιστικές, δήθεν μαγικές, λύσεις. Η έλλογη ωστόσο και προοδευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων προϋποθέτει πως αυτή η κοινωνία θα πρέπει να διατηρήσει τη συνοχή της για να συνδιαμορφώσει δημοκρατικά το ευρωπαϊκό μέλλον της. Σε αυτή την ενδεχομένως μακρά πορεία της κρίσης αλλά και της κριτικής, η τέχνη και η διανόηση δεν μπορεί παρά να είναι παρούσες — με «λογισμό και μ’ όνειρο».
Με τις σκέψεις αυτές, και αφού σας ευχαριστήσω και πάλι για τη σημερινή σας παρουσία, ελπίζω η σημερινή συζήτηση γύρω από τους θεσμούς και την πολιτιστική πολιτική στον καιρό της κρίσης να είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η ΔΗΜΑΡ συζητάει με το ζωντανό πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας για μια εναλλακτική και μεταρρυθμιστική λύση, που θα κατοχυρώνει το πολιτισμικό αγαθό και το δημόσιο συμφέρον.
Ο πολιτισμός της καθημερινότητας και της αλληλεγγύης
Το πλαίσιο των θέσεων της Δημοκρατικής Αριστεράς για τον πολιτισμό παρουσιάστηκε από τον Γιάννη Παπαθεοδώρου, Επίκουρο Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και μέλος της Ε.Ε. της ΔΗΜ.ΑΡ.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες,
επιτρέψτε μου να σας καλωσορίσω κι εγώ με τη σειρά μου στη σημερινή εκδήλωση μας, η οποία συμπίπτει με την προσυνεδριακή μας διαδικασία και την διαμόρφωση των θεματικών μας θέσεων. Θέλω να πιστεύω πως μέρος αυτής της διαδικασίας είναι και η σημερινή μας συζήτηση, γιατί, στη δική μας τουλάχιστον αντίληψη, ο διαρκής διάλογος με την κοινωνία, με τους θεσμούς αλλά και τους διανοούμενους είναι ο μόνος τρόπος για να συγκροτηθεί μια δέσμη ιδεών και προτάσεων γύρω από τη σύγχρονη πολιτιστική πολιτική. Πέρασε, ανεπιστρεπτί ελπίζω, ο καιρός που τα αριστερά κόμματα καθόριζαν δογματικά την «ορθή γραμμή» γύρω από τα ζητήματα της τέχνης, της διανόησης και του πολιτισμού. Το ξέρουμε άλλωστε, πως οι δογματικές αυτές βεβαιότητες και πρακτικές συχνά καταλήγουν σε γελοίες και γραφικές λογοκρισίες ∙ και είδαμε προσφάτως, με αφορμή κάποιες γελοιογραφίες, ότι όταν τα φαντάσματα του παρελθόντος επισκέπτονται το σπίτι της αριστεράς, σίγουρα δεν είναι για καλό.
Στη δική μας αριστερά, τη Δημοκρατική Αριστερά, οι ευαισθησίες για μια αδογμάτιστη σκέψη συνοδεύονται από τον προβληματισμό γύρω από την κρίση. Η σημερινή οικονομική κρίση είναι ταυτόχρονα μια κρίση πολιτισμικής ταυτότητας, θεσμών και αξιών. Το μοντέλο πολιτιστικής πολιτικής που για χρόνια εφαρμοζόταν ήταν ένα μοντέλο που δεν κατάφερε, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, να ανοίξει διάλογο με την κοινωνία και τις ανάγκες της. Στη σημερινή συγκυρία, οι βαθιές ριζικές ανατροπές που συντελούνται, καθιστούν προφανή την ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος όσον αφορά το πολιτισμικό πεδίο.
Αλλαγή παραδείγματος όμως σημαίνει αλλαγή των δομών, των κανόνων λειτουργίας και των ρόλων. Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να ανασχεδιαστεί η πολιτισμική παρέμβαση, σε ένα σχέδιο που θα συνδυάζει την κοινωνική και την οικονομική-αναπτυξιακή διάσταση. Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι σημαντικό να αξιολογηθούν οι πολιτισμικοί πόροι, υλικοί και συμβολικοί, τα παγιωμένα σχήματα σχέσεων και τα συστήματα ιεραρχήσεων, οι διακρίσεις, οι ανισότητες, οι αποκλεισμοί, δηλαδή τοσυλλογικό πολιτισμικό κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός και η αξιολόγηση θα επιτρέψει να αναδειχθούν οι νέοι στρατηγικοί άξονες, οι τρόποι αναδιοργάνωσης των πόρων και αναδιάρθρωσης των δομών, η ανανέωση των εργαλείων, η νέα θεμελίωση, η στρατηγική και οι μέθοδοι της κρατικής παρέμβασης σε αυτό που αποκαλούμε κουλτούρα και πολιτισμό της χώρας.
Η καταπολέμηση των διακρίσεων και των πολιτισμικών ανισοτήτων αποτελεί αναμφισβήτητα τον πρώτο στόχο αυτής της στρατηγικής. Το πολιτισμικό κεφάλαιο έχει δημόσιο και συλλογικό χαρακτήρα, συνιστώντας ένα πολύτιμο απόκτημακοινωνικής συνοχής και αναδιανομής που αντιμάχεται τον κοινωνικό αποκλεισμό και ενδυναμώνει την κοινωνική αλληλεγγύη. Στις θέσεις μας, λοιπόν, κάνουμε λόγο για μια νέα «οικονομία του πολιτισμού», που στην εποχή της κρίσης, συνδυάζει οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους και αναπτύσσεται καλύτερα σε τοπικό επίπεδο καθώς ευνοείται από την ευελιξία του μικρού μεγέθους και την ικανότητα κινητοποίησης πληθυσμού γύρω από κοινούς στόχους.
Η πολιτιστική πολιτική σήμερα καλείται, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, να συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τη δημιουργία με την πολιτιστική έκφραση και τη συλλογική δράση με την αλληλεγγύη. Έτσι μόνο θα συντεθεί ένα δυναμικό κοινωνικό ρεύμα, που διεκδικεί το πολιτισμικό αγαθό ως δημόσιο αγαθό και ενισχύει νοοτροπίες, στάσεις και συμπεριφορές που αφορούν την εξωστρέφεια, τη διαφορετικότητα, την διαπολιτισμική συνεργασία. και τη συνοχή. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη για πρωτοβουλίες από διαφορετικές τοπικές, εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς δυνάμεις που δρουν ως «συμμέτοχοι και συνεργοί» αλλά και ως «ισοδύναμοι παίκτες» με στόχο τη διαμόρφωση συστηματικών συνεργασιών.
Επιπρόσθετα, η νέα περίοδος απαιτεί την εξεύρεση εναλλακτικών τρόπους χρηματοδότησης και ενίσχυσης των πολιτιστικών δράσεων. Το νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» προωθεί την πολιτιστική πολυμορφία, την αειφόρο και περιεκτική ανάπτυξη με βασικά εργαλεία τις συνεργασίες, τα δίκτυα και τις πλατφόρμες. Στο πλαίσιο της ενίσχυσης των νέων μορφών χρηματοδότησης εντάσσεται η υιοθέτηση πολιτικών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (Ε.Κ.Ε.) που συντελούν με καινοτόμο τρόπο στην κάλυψη διαφόρων αναγκών των τοπικών κοινωνιών. Η Ε.Κ.Ε. αποτελεί μια σύγχρονη μορφή κοινωνικής και πολιτισμικής αλληλεγγύης όπου οι διαφορετικοί εταίροι (Δήμοι, Επιχειρήσεις, Κοινωνικές Οργανώσεις του Τρίτου τομέα και της Κοινωνίας των Πολιτών) συνεργάζονται, συνδιαμορφώνουν πολιτικές και συμμετέχουν σε κοινές λειτουργίες με σκοπό τηβιωσιμότητα πολιτιστικών δράσεων και θεσμών.
Στο διάλογο που ανοίγει με αυτό το στόχο, είναι αναγκαίο να συμμετέχουν οι δημόσιοι διαχειριστές κουλτούρας (υπουργείο πολιτισμού, τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσιοι πολιτιστικοί και καλλιτεχνικοί οργανισμοί κλπ), οι ιδιωτικοί πολιτιστικοί και καλλιτεχνικοί παραγωγοί, τα ιδιωτικά ιδρύματα, οι κοινωνικές εθελοντικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, οι τοπικοί θεσμοί διαλόγου και επικοινωνίας, το σύνολο, δηλαδή, των πολιτισμικών δυνάμεων που δρουν σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Συμμετέχοντας και –επιτρέψτε μου να πω – πρωτοστατώντας σε αυτό το διάλογο συζητάμε σήμερα το ζήτημα των θεσμών και της πολιτιστικής πολιτικής μέσα στην κρίση. Πώς και πόσο επηρεάστηκαν από την οικονομική κρίση; Οδηγήθηκαν σε συρρίκνωση ή σε δημιουργική ανασύνταξη ; Τι γίνεται μετά το τέλος της «κρατικής επιχορήγησης», ποιοι είναι οι εναλλακτικοί πόροι; Που βρισκόμαστε σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού για έργα υποδομής; Οι εκλεκτοί φίλοι και καλεσμένοι μας, διανοούμενοι με αναγνωρισμένο κύρος αλλά και τεχνοκρατική εμπειρία, βρίσκονται εδώ για να φωτίσουν διαφορετικές όψεις αυτών των ερωτημάτων. Τους ευχαριστούμε εκ των προτέρων και τους δεσμεύουμε εκ των προτέρων σε αυτό τον διάλογο που θα συνεχίζεται.
Οι Βιβλιοθήκες δεν κάνουν θόρυβο…
—της Μαρίας Κατσουνάκη από την Καθημερινή—
Έχουμε και λέμε: εθνική βιβλιοθήκη στα πρόθυρα κατάρρευσης, εθνική ταινιοθήκη σε απόλυτη οικονομική δυσπραγία, εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης με προϋπολογισμό φτωχής κινηματογραφικής παραγωγής.
Η συζήτηση για τους «θεσμούς, την πολιτιστική πολιτική και μεταρρύθμιση στην Ελλάδα της κρίσης» που διοργάνωσε η ΔΗΜΑΡ, την Πέμπτη το βράδυ, στην Τεχνόπολη, μας ανησύχησε. Οχι τόσο για ό,τι ήδη γνωρίζαμε αλλά για την εντυπωσιακή διάρκεια και αντοχή του όλο και χειρότερου σεναρίου. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ), διέθετε τα περισσότερα και πιο αποκαλυπτικά στοιχεία προς αυτήν την κατεύθυνση: «Ο προϋπολογισμός της ΕΒΕ για το 2014 είναι 292.000 ευρώ – στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται η μισθοδοσία του προσωπικού. Η Βιβλιοθήκη πληρώνει 243.000 ευρώ τοκοχρεολύσιο προς την Εθνική Τράπεζα για το δάνειο με το οποίο αγοράστηκε το 2008 το κτίριο του Βοτανικού. Η Βιβλιοθήκη καταβάλλει επίσης 120.000 ευρώ τον χρόνο για κοινόχρηστα του κτιρίου του Βοτανικού. Και ακόμη: 17.000 ευρώ για συνδρομές σε διεθνείς οργανισμούς βιβλιοθηκών των οποίων είναι μέλος. Το άθροισμα των παραπάνω ποσών είναι 380.000 ευρώ. Ενημερώσαμε επίσημα το υπουργείο Παιδείας. Η απάντηση μας ήρθε λίγο αργότερα: μας ζητήθηκε να υποβάλουμε σχέδιο προϋπολογισμού για το 2015, 2016 και 2017 μειωμένο κατά 11%, δηλαδή να ανέρχεται στο ποσό των 260.000 ευρώ. Αρα από το 2015 ούτε το Βαλλιάνειο θα μπορεί να πληρώνει τη ΔΕΗ – τις άλλες παροχές (νερό, τηλέφωνο) δεν μπορεί να τις πληρώνει από αύριο, το 2014. Αυτή είναι η πραγματικότητα της ΕΒΕ χωρίς καμία υπερβολή ή δραματοποίηση».
Πριν χρεωθεί η παρακμή στην κρίση ο Σταύρος Ζουμπουλάκης φροντίζει να διαλύσει την αυταπάτη: «Θα ήταν πολύ βολικό για όλους μας να αποδώσουμε τη μαύρη μοίρα της στην οικονομική κρίση. Όμως και πριν από την κρίση η λειτουργία της ΕΒΕ πολύ απείχε από το να είναι ικανοποιητική. Η οικονομική κρίση ήρθε απλώς και αποτέλειωσε έναν άρρωστο οργανισμό». Πού οφείλεται, λοιπόν, η κατάρρευση;
«Συνδέεται στενά με την πελατειακή αντίληψη και λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος», λέει ο Στ. Ζουμπουλάκης. «Οι χρήστες της ΕΒΕ αποτελούν μια πελατειακά αμελητέα ποσότητα για να ενδιαφέρει τα πολιτικά κόμματα. Επιπλέον, η ΕΒΕ δεν είναι επικοινωνιακά αξιοποιήσιμη από έναν πολιτικό, όπως είναι άλλοι πολιτιστικοί οργανισμοί, αφού δεν υπάρχουν εκεί ούτε πρεμιέρες παραστάσεων ούτε εγκαίνια εκθέσεων. Είναι ένας χώρος ησυχίας όπου κάποιοι παράξενοι άνθρωποι πηγαίνουν και διαβάζουν. Οι Βιβλιοθήκες δεν κάνουν θόρυβο. Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που κανείς υπουργός Παιδείας και κανείς πρωθυπουργός δεν αποφάσισε να συνδέσει το όνομά του με την ΕΒΕ».
Κι αυτή η αιτία θα έμοιαζε «βολική» αν ο ομιλητής δεν φρόντιζε να ανοίξει και άλλα μέτωπα: «Ούτε όμως η κοινωνία ούτε η ακαδημαϊκή κοινότητα διεκδίκησαν ποτέ μια καλύτερη ΕΒΕ. Οι πανεπιστημιακοί μας δεν συχνάζουν στις Βιβλιοθήκες. Οσο μάλιστα η ΕΒΕ παρήκμαζε, τόσο οι ερευνητές απομακρύνονταν από αυτήν και όσο εκείνοι απομακρύνονταν τόσο επιταχυνόταν η παρακμή της. Θα μου πείτε ότι οι πανεπιστημιακοί του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας δεν νοιάστηκαν να φτιάξουν μια αξιοπρεπή πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη παρά βολεύονταν με τα μικρομάγαζα των Βιβλιοθηκών των Σπουδαστηρίων και θα νοιάζονταν για την ΕΒΕ; Στα παραπάνω ας προσθέσουμε και την προϊούσα διάλυση της δημόσιας διοίκησης, με οργανισμούς αναξιολόγητους και με ένα προσωπικό που δεν κρίνεται ποτέ και δεν ελέγχεται ποτέ η υπηρεσιακή του συνέπεια».
Το ελληνικό κράτος όμως σήμερα δεν έχει χρήματα και δεν θα έχει ούτε στο προσεχές μέλλον. Μα ακόμη και αν είχε, η ΕΒΕ δεν ανήκει στις προτεραιότητες της Πολιτείας ούτε είναι η πρώτη έγνοια της κοινωνίας.«Οπότε τι κάνουμε, σε τι ελπίζουμε, για τι παλεύουμε;». Την ερώτηση διατύπωσε ο ίδιος ο Στ. Ζουμπουλάκης για να απαντήσει: «Υπάρχουν δύο ελπιδοφόρα σημάδια:
α) Η εκλογή του νέου Γενικού Διευθυντή, η οποία θα ολοκληρωθεί και τυπικά τις προσεχείς μέρες. Η ΕΒΕ είναι χωρίς Γενικό Διευθυντή από το 2005. β) Η σταθερή βούληση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος να συμπαρασταθεί στην ΕΒΕ γενικά και όχι να ολοκληρώσει απλώς την ανέγερση των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων. Να συμπαρασταθεί και να συμπορευτεί, όχι καλύπτοντας λειτουργικές δαπάνες της –αυτές είναι υπόθεση του τακτικού προϋπολογισμού– αλλά χρηματοδοτώντας δράσεις σχετικές με την εκπαίδευση του προσωπικού, την οργάνωση της μετάβασης στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις, την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών κ.ά. Ελπίζω επίσης ότι η μεγάλη δωρεά του ΙΣΝ, καθώς και η ίδια η σύμβαση που έχει υπογράψει με το ελληνικό Δημόσιο, θα ασκήσουν πίεση προς το κράτος ώστε να αναλάβει και αυτό, όσο του επιτρέπουν οι οικονομικές περιστάσεις, τις ευθύνες που του αναλογούν».
Αρκούν αυτά για να μας κάνουν να ελπίζουμε; «Όχι, δεν αρκούν». Ευθύς και σαφής ο ομιλητής. «Αν η Πολιτεία δεν καταλάβει την τεράστια σημασία αυτής της υπόθεσης για το παρόν και το μέλλον του έθνους και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ΕΒΕ σαν να ήταν ένας επαρχιακός πολιτιστικός σύλλογος δεν υπάρχει ελπίδα. Θα τα καταφέρουμε; Δεν ξέρω. Οπως όλη η χώρα, έτσι και στην ΕΒΕ είμαστε υποχρεωμένοι να προχωράμε μέρα με τη μέρα».
ΥΓ. Ανορθόδοξη η σημερινή «Τρίτη Γνώμη». Τυπικά, είναι ένα μέρος από τη σύντομη εισήγηση του Σταύρου Ζουμπουλάκη στην εκδήλωση της ΔΗΜΑΡ. Ουσιαστικά, είναι ένα μάθημα αισιοδοξίας. Οξύμωρο; Οχι. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο μόνος τρόπος για να κάνουμε το επόμενο βήμα είναι μην ωραιοποιούμε αλλά και να μη δραματοποιούμε την πραγματικότητα. Χωρίς λαϊκισμό αντιμετωπίζεται. Με δημαγωγία απλώς διογκώνεται.
Δεν έχει χρήματα ούτε για τη μετακόμιση!
—της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη από την Ελευθεροτυπία—
«Στα πρόθυρα της πλήρους κατάρρευσης βρίσκεται η Εθνική Βιβλιοθήκη. Απειλείται η ίδια η στοιχειώδης λειτουργία της. Να είναι ανοικτή, να έχει φως και νερό».
Οι συνταρακτικές αποκαλύψεις ανήκουν στον πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της ΕΒΕ Σταύρο Ζουμπουλάκη, ο οποίος μιλούσε όχι «εξ ονόματος του Εφορευτικού Συμβουλίου, αλλά προσωπικά», χθες, στην ημερίδα που διοργάνωσε η ΔΗΜΑΡ στην Τεχνόπολη, με θέμα «Ποιος πολιτισμός; Θεσμοί και πολιτιστική πολιτική σε δύσκολους καιρούς». Με τη δέσμευση του Φώτη Κουβέλη ότι ο διάλογος που άνοιξε θα συνεχιστεί.
Χωρίς «χρωματισμούς» και συναισθηματισμούς, εκθέτοντας ξερά τα δεδομένα, ο κ. Ζουμπουλάκης οδηγήθηκε αβίαστα στα ερωτήματα «Τι κάνουμε; Γιατί παλεύουμε; Τι ελπίζουμε όταν όλα καταρρέουν; Μπορεί να σταθεί η ΕΒΕ;» όταν ακόμα και η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος που σώζει το κτηριακό πρόβλημά της δεν δίνει συνολικά μια λύση.
«Χωρίς χρήματα και χωρίς προσωπικό θα τα καταφέρει η ΕΒΕ στο τεράστιο έργο της μετάβασης στο Φαληρικό Δέλτα; Υπάρχει ελπίδα να πετύχει το εγχείρημα;»
Ο προϋπολογισμός της είναι 292.000 ευρώ για το ’14 (χωρίς τις μισθοδοσίες). Μόνο τα τοκοχρεολύσια για το δάνειο της Εθνικής Τραπέζης για το κτήριο του Βοτανικού είναι 243.000 ευρώ ετησίως. Εξ αυτών 17.000 πηγαίνουν για τις συνδρομές σε διεθνείς οργανισμούς και 120.000 στα κοινόχρηστα του κτηρίου του Βοτανικού . Η ΕΒΕ αναγκαστικά μπαίνει μέσα, εκτός και αν εξαιρεθεί ο Βοτανικός, στον οποίο όμως στεγάζονται τα τμήματα καταλογογράφησης και το ISBN.
Οταν απευθύνθηκαν οι άνθρωποι της ΕΒΕ στο υπουργείο Παιδείας, η απάντηση που έλαβαν ήταν ότι ο προϋπολογισμός για τα έτη 2015, 2016 και 2017 πρέπει να μειωθεί 11%, δηλαδή να εκπέσει στις 260.000. «Αρα ούτε το ιστορικό Βαλλιάνειο κτήριο μπορεί να έχει φως, νερό, τηλέφωνο», συμπέρανε ο κ. Ζουμπουλάκης, ο οποίος πάντως απέφυγε να αποδώσει τα προβλήματα στην κρίση. «Η οικονομική όμως κρίση ήρθε να αποτελειώσει ένα άρρωστο θεσμό», ανέφερε. Ενα αίτιο για τη σημερινή κατάντια της ΕΒΕ θεωρεί το γεγονός ότι αποτελεί «αμελητέα ποσότητα» για τα πολιτικά κόμματα. Πώς να την «εκμεταλλευτούν»; «Στην ΕΒΕ οι άνθρωποι διαβάζουν σιωπηρά και αθόρυβα. Δεν έχει πρεμιέρες…»
Ασχημες είναι οι συνθήκες και για την Ταινιοθήκη της Ελλάδας, σύμφωνα με τη γ.γ. του δ.σ. της Μαρία Κομνηνού, μετά την εξαίρεσή της (από τον Π. Γερουλάνο) απ’ τις κρατικές επιχορηγήσεις. Μια ανάσα πήρε με τις 500.000 ευρώ απ’ τα ΕΣΠΑ, ποσό που πάντως δεν λύνει τα σωρευμένα προβλήματα.
* Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, για τη διευθύντριά του, την Αννα Καφέτση, χωρίς 4 εκατομμύρια ευρώ ετησίως και 38 υπαλλήλους (σήμερα έχει μόλις 17) δεν μπορεί να υπάρξει μεταστεγαζόμενο στο νέο κτήριο του Φιξ.
* Η Μυρσίνη Ζορμπά έθεσε τη μονομερή ενίσχυση του αρχαίου πολιτισμού έναντι του σύγχρονου (τα 9/10 διοχετεύονται στις αρχαιότητες), αλλά και τα οφέλη του εθελοντισμού. Τα τελευταία ανέπτυξε ενδελεχώς, μέσα από το παράδειγμα του «Διαζώματος», ο πρόεδρός του Σταύρος Μπένος.
Φωτογραφίες: Νίκος Φώτης
Video: Κυριάκος Μακαρονίδης
Video: Κυριάκος Μακαρονίδης
* * *