ΤΡΊΤΗ, 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2011
Μανιφέστο για μια συμβιωτική αποανάπτυξη - για εκείνους που νοιάζονται για το μέλλον των επόμενων γενεών
Ο φίλος μας Θανάσης Πολάτος μπήκε στον κόπο να μεταφράσει ένα πολύ σημαντικό κείμενο σχετικά με το κίνημα της αποανάπτυξης που έρχεται από το μακρινό Κεμπέκ . Τον ευχαριστούμε και αναδημοσιεύουμε από το Arguments
Ζούμε σε έναν κόσμο σε κρίση. «Αντικειμενικοί παρατηρητές» ή «Αλληλέγγυοι», όλοι συμφωνούμε πάνω σ’ αυτό. Αλλά οι προτεινόμενες λύσεις, νεοφιλελεύθερες ή προοδευτικές, παραμένουν πιστές στο πρότυπο της ανάπτυξης και της οικονομικής μεγέθυνσης, ακόμα κι αν αυτές αποτελούν την κύρια αιτία πολλών προβλημάτων.
Ακολουθώντας το ευρωπαϊκό κίνημα της βιώσιμης οικονομικής αποανάπτυξης, καλούμε τους/τις πολίτες του Κεμπέκ να στρέψουμε το βλέμμα τους γενικά πάνω στο υπάρχον σύστημα και πιο συγκεκριμένα πάνω στα οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα.
Η «αποανάπτυξη» σηματοδοτεί την αμφισβήτηση της «οικονομικής ανάπτυξης», έκφραση η οποία αποτελεί ζωηρή και θετική συνδήλωση των φαινομένων της καταστροφής του οικοσυστήματος και του κοινωνικού ιστού. Η παραγωγίστικη[1] οικονομική ανάπτυξη αυξάνει την απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς καθώς η αύξηση της παραγωγής του «πλούτου» δε σημαίνει τη γενική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Η μεγέθυνση των επιχειρήσεων δεν τις εμποδίζει να περικόπτουν θέσεις εργασίας για να αυξάνουν τα κέρδη τους, καταρρίπτοντας έτσι το επιχείρημα υπεράσπισης της ανάπτυξης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η παραγωγή όλο και περισσότερων καταναλωτικών αγαθών ροκανίζει τις πηγές που συνιστούν το οικολογικό μας κεφάλαιο ενώ παράγουν μόλυνση και τόνους σκουπιδιών. Οι πόλεμοι, οι διαρροές πετρελαίου, οι καραμπόλες αυτοκινήτων, αποτελούν παραδείγματα γεγονότων που αυξάνουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, το δείκτη τον οποίο χρησιμοποιούμε για να αξιολογήσουμε την υγεία των εθνών. Αυτή η ανάλυση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μας δίνει μια ανακριβή εικόνα της πραγματικότητας. Όπως πολλοί άλλοι πριν από μας, υποστηρίζουμε πως η οικονομία πρέπει να πάψει να καθορίζει τις αποφάσεις κάθε είδους και πρέπει να ξαναγίνει ένα μέσο στη υπηρεσία του ανθρώπινου όντος.
Η αποανάπτυξη δεν είναι μια απλοϊκή και ηθικολογική ιδεολογία, αλλά μια έκκληση για αναστοχασμό βασισμένη σε ένα αναμφισβήτητο γεγονός: σε ένα πεπερασμένο πλανήτη, η απεριόριστη ανάπτυξη, στόχος όλων των κυβερνήσεων, είναι αδύνατη. Μας οδηγεί σε ανισορροπίες ολοένα και περισσότερο επικίνδυνες.
Τέσσερις κρίσεις, στενά συνδεδεμένες
Οικολογική κρίση, πρώτα απ’ όλα. Περιττό να θυμίσουμε πως μετά τη βιομηχανοποίηση, τα ανθρώπινα όντα εξαφάνισαν χιλιάδες είδη, μόλυναν τον αέρα, το νερό και το έδαφος, αποδεκάτισαν τα δάση, παρήγαγαν αρκετά αέρια οφειλόμενα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου ώστε να τροποποιήσουν το κλίμα, προκάλεσαν το λιώσιμο των πάγων, και όλα αυτά με ανεξέλεγκτες συνέπειες. Ο πληθυσμός της γης που έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια καταναλώνει ολοένα και περισσότερο, σαν να είχαμε στη διάθεσή μας ενάμιση πλανήτη. Αν τα έξι δισεκατομμύρια κατοίκων του πλανήτη μπορούσαν να αποκτήσουν τον τρόπο ζωής με τον οποίο οι εκβιομηχανισμένες χώρες θαμπώνουν τον κόσμο, θα χρειαζόμασταν έξι πλανήτες για να καλύψουμε τις «ανάγκες» μας[2].
Κοινωνική κρίση, κατά δεύτερον. Παρ’ όλες τις υποσχέσεις της ιδεολογίας της ανάπτυξης, ο υποσιτισμός και η διατροφική ανασφάλεια θέτουν σε κίνδυνο την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων, στον Τρίτο Κόσμο και στις εκβιομηχανισμένες χώρες, περιλαμβανομένου και του Κεμπέκ. Ταυτοχρόνως, οι ασθένειες που συνδέονται με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και τη μόλυνση κάνουν θραύση: άσθμα, καρκίνος, αλλεργίες, παχυσαρκία, καρδιαγγειακά νοσήματα, προβλήματα της διανοητικής υγείας κ.λπ. Χιλιάδες άνθρωποι βιώνουν επεισόδια υπερκόπωσης εξαιτίας της υπερεργασίας, ενώ χιλιάδες άλλοι αποκλείονται από την αγορά εργασίας και στιγματίζονται.
Κρίση νοήματος, πάντοτε. Το στρες και το αίσθημα του κενού που προκαλεί καταθλίψεις και αυτοκτονίες. Παρασυρμένοι μέσα στη δίνη του παραγωγισμού και του καταναλωτισμού, δεν έχουμε το χρόνο να συνειδητοποιήσουμε πως η ελευθερία μας περιορίζεται στην ελευθερία επιλογής μεταξύ κάποιων προϊόντων και ταυτίζεται με κάποιες εμπορικές φίρμες. Το πραγματικό νόημα της ζωής, το οποίο αναζητούμε, ουσιαστικά δεν υπάρχει. Διαρκώς απασχολημένοι, ανήσυχοι, αφηρημένοι, δεν έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε ακόμα κι αν καταναλώνουμε αγαθά, υπηρεσίες, ακόμα και σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις αναπτύσσονται μέσα σε ένα σύστημα, όπου η καλλιεργούμενη σκέψη αφορά στην αναζήτηση του μεγαλύτερου κέρδους εις βάρος κάθε έννοιας αλληλεγγύης. Στραμμένοι προς τα μαζικά μίντια που μας παρέχουν μια αυταπάτη της πραγματικότητας, διαπιστώνουμε με αδυναμία τη δυσκολία μας να συνυπάρξουμε απλά με τους άλλους.
Κρίση πολιτική, εν τέλει. Οι απογοητευμένοι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς. Δε μας προκαλεί καμία έκπληξη που οι πολυεθνικές επιβάλλουν τους κανόνες τους με τη συνενοχή των κατά τόπους κυβερνήσεων. Οι μεγάλοι και μη εκλεγμένοι οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή ολόκληρων λαών χωρίς να τους λαμβάνουν υπ’ όψιν. Οι διαμαρτυρίες καταστέλλονται από τις αστυνομικές δυνάμεις, παρότι αυτό δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε δίκαιο[3]. Αλλά τι είναι αυτό που νομιμοποιεί το γεγονός πως τα οικονομικά συμφέροντα των επιχειρήσεων έχουν μεγαλύτερη αξία από τα δικαιώματα των λαών;
Εμείς, «αρνητές της ανάπτυξης», θρηνούμε για τις καταστροφές που προκαλεί η ιδεολογία της ανάπτυξης και όλοι οι όροι που την καθορίζουν.
Αδιέξοδα
Σε κείνους που σηκώνουν τα λάβαρα της διαρκούς ανάπτυξης, θέλουμε να υπογραμμίσουμε τους ύπουλους κινδύνους αυτής της προσέγγισης, που τις περισσότερες φορές έχει καλές προθέσεις, αλλά συχνά πέφτει θύμα της εκμετάλλευσης των δημοσίων σχέσεων των μεγάλων επιχειρήσεων. Η έκφραση «διαρκής ανάπτυξη», που προέρχεται από την έκθεση της επιτροπής Brundtland του 1987, προϋποθέτει τη δυνατότητα σεβασμού του περιβάλλοντος μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης και προτείνει να απαντήσουμε στις παρούσες ανάγκες χωρίς να διακινδυνεύσουμε την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να απαντήσουν στις δικές τους ανάγκες. Κάνοντας την ανάπτυξη μια αναγκαιότητα, η διαρκής ανάπτυξη εγκαταλείπει κάθε σοβαρή προσπάθεια να περιορίσει τις ζημιογόνες οικονομικές δραστηριότητες. Θέλοντας να απαντήσει με αφέλεια στις παρούσες ανάγκες, η διαρκής ανάπτυξη αποφεύγει να διερωτηθεί γι’ αυτές. Η ικανοποίηση των «αναγκών» μας για μετακίνηση, για άνεση και για τηλεπικοινωνίες προετοιμάζει για τις μελλοντικές γενιές μια κληρονομιά μόλυνσης, κλιματικών καταστροφών και σκουπιδιών, μεταξύ άλλων.
Μία εταιρεία που ανακυκλώνει μπορεί να επικαλείται τη διαρκή ανάπτυξη, καθώς εξάγει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά προϊόντα μιας χρήσης, τα οποία κάποιες βδομάδες αργότερα θα ξαναβρεθούν σε μια χωματερή. Το κίνημα της υπεύθυνης κατανάλωσης καταφέρνει να πείσει ένα μέρος του πληθυσμού να καταναλώνει προϊόντα κατάλληλα, τοπικά, χωρίς φυτοφάρμακα, βιολογικά, οικο-ενεργειακά... Μικρά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση; Συνειδητοποίηση; Θέλουμε να το πιστεύουμε. Αλλά η δυνατότητα να κάνουμε «ηθικές αγορές» αποφεύγει να θέσει την ερώτηση της απαραίτητης μείωσης της κατανάλωσης (μοναδικού άμεσου μέσου για να περιοριστεί η μόλυνση, οι εκπομπές αερίων που οφείλονται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, η παραγωγή σκουπιδιών). Με τον ίδιο τρόπο, διαπιστώνουμε ένα αποτέλεσμα αναπήδησης[4] στην περίπτωση των οικο-ενεργειακών τεχνολογιών: καθώς η μηχανή καταναλώνει λιγότερο, οι καταναλωτές τείνουν να τη χρησιμοποιούν περισσότερο ή να διαθέτουν τα εξοικονομημένα χρήματα για άλλα καταναλωτικά αγαθά, γεγονός το οποίο συνεπάγεται μια παγκόσμια αύξηση των χρησιμοποιούμενων υλικών ή ενεργειακών πηγών.
Τι είναι εκ πρώτης όψεως παρηγορητικό σε αυτή την άλλη προοπτική, την προοπτική του να πιστεύουμε πως η τεχνολογία θα προσφέρει λύσεις στα οικολογικά προβλήματα; Ηλεκτρικό αυτοκίνητο, βιολογικός καθαρισμός, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, φυσικό αέριο και αιθανόλη κ.λπ. Δυστυχώς, αυτές οι «λύσεις» δεν είναι χωρίς συνέπειες. Η παραγωγή αιθανόλης, για παράδειγμα, απαιτεί να αφιερώσουμε πολλές γεωργικές εκτάσεις στη μονοκαλλιέργεια καλαμποκιού, καταστρέφοντας έτσι τη βιοποικιλότητα και επιφέροντας μια εντατική χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων που φτωχαίνουν τα εδάφη και μολύνουν τα νερά. Ζούμε σ’ έναν κόσμο που εξυψώνει συστηματικά την τεχνολογική πρόοδο και την καινοτομία δίχως να συναισθάνεται το σύνολο των συνεπειών τους, ξεχνώντας πως είναι αυτή η ίδια πίστη που προκαλεί τις οικολογικές καταστροφές, στις οποίες η τεχνολογία υποτίθεται πως δίνει σήμερα λύσεις. Έτσι, μια υψηλή ιατρική τεχνολογία, αδιανόητη έξω από το πλαίσιο μιας εκβιομηχανισμένης κοινωνίας, μας επιτρέπει να θεραπεύουμε τους καρκίνους... που οφείλονται στη μόλυνση που προκαλείται από την εκβιομηχάνιση.
Ας δούμε λίγο πως η ιδεολογία της προόδου, που πάει μαζί με αυτή της ανάπτυξης, επιφέρει στρεβλώσεις τις οποίες αδυνατεί να διορθώσει.
Πρώτα, η φρενίτιδα της καινοτομίας συντομεύει τον κύκλο ζωής των αντικειμένων, των οποίων η αχρήστευση είναι προγραμματισμένη. Εκείνος που θέλει να επισκευάσει μια συσκευή οφείλει να δράσει με αποφασιστικότητα ώστε να εγκαταλείψει τη γοητεία του καινούργιου μοντέλου και να βρει, όταν αυτό είναι δυνατό, ανταλλακτικά και ικανό επισκευαστή. Για παράδειγμα, η αγορά μιας καινούργιας φρυγανιέρας κοστίζει λιγότερο από την επισκευή της παλιάς. Με μιας, τα αντικείμενα βρίσκονται στις χωματερές, αφού έχουν συμμετάσχει στην εκμετάλλευση εκείνων που τα κατασκεύασαν, στη σπατάλη των πηγών, στην κατανάλωση ενέργειας, και στην παραγωγή μόλυνσης. Αυτά τα φαινόμενα είναι θεμιτά μέσα στη λογική της ανάπτυξης, ακόμα κι αν η εκμετάλλευση των φυσικών πηγών γεννάει ολέθριες συγκρούσεις και η διαχείριση των σκουπιδιών κοστίζει αστρονομικά ποσά. Αυτή η ιδεολογία, εμφανίζοντας ως θεμιτή, συνετή και απαραίτητη τη συσσώρευση του πλούτου, δικαιολογεί όλα τα μέσα για να βγάζεις λεφτά και να υπηρετείς την ανάπτυξη: εμπορευματοποίηση του νερού, εκμετάλλευση των παιδιών, πόλεμοι για το πετρέλαιο και παραπλανητικό μάρκετινγκ.
Ζούμε άθελά μας μέσα στην άγνοια του δικτύου της εξάρτησης που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φρυγανιέρα, χρειάζεται το εργοστάσιο, το σύστημα μεταφοράς, το δίκτυο των ηλεκτρικών σταθμών. Οι τεχνολογικές συσκευές δεν υπάρχουν μόνες τους, προϋποθέτουν μια υπολανθάνουσα οργάνωση. Θεωρούμε πως οι υπολογιστές και το ίντερνετ περιορίζουν τη χρήση χαρτιού, μα όλα εξαρτώνται από τον εκτυπωτή και ξεχνάμε επίσης πως τέτοια μέσα επικοινωνίας δεν είναι δυνατά παρά μέσα σε μία εκβιομηχανισμένη κοινωνία η οποία ήδη προϋποθέτει μια τεράστια σπατάλη και η οποία συνεχίζει να σκορπίζει τις πηγές (των δασικών περιλαμβανομένων), διαμέσου της συσκευασίας των προϊόντων τα οποία περιφέρονται από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Και αποκρύπτουμε τους τόνους των ξεπερασμένων υπολογιστών, οι οποίοι δεν είναι τίποτα λιγότερο από τοξικά απόβλητα. Ακόμη, ταυτίζουμε το αυτοκίνητο με την ελευθερία της μετακίνησης, με τη χαρά της οδήγησης, το θεωρούμε σύμβολο της επιτυχίας. Αλλά αυτό το μέσο μεταφοράς σημαίνει χιλιόμετρα ασφάλτου, μόλυνση, ασχήμισμα του τοπίου, θόρυβο, μια πολεοδομία που απομονώνει τους διαφορετικούς τομείς της ζωής, πολέμους για το πετρέλαιο, χωρίς να υπολογίσουμε τους χιλιάδες νεκρούς των ατυχημάτων.
Επιπλέον, έχουμε εξαρτηθεί απόλυτα από την τεχνολογία, είμαστε ανίκανοι να λειτουργήσουμε χωρίς αυτήν, ανίκανοι στην πλειοψηφία μας να καταλάβουμε πως λειτουργεί και να επισκευάσουμε τις συσκευές που χαλάνε. Οι τεχνολογικές καινοτομίες απαιτούν μεγάλες οικονομικές επενδύσεις, για την έρευνα, την ανάπτυξη και την παραγωγή. Το να τους αναθέτουμε τη διάσωση του περιβάλλοντος σημαίνει τελικά την εγκατάλειψη στα χέρια των κατόχων του κεφαλαίου και των μεγάλων εταιρειών της δυνατότητας των ανθρώπων να αναλάβουν τις ευθύνες της ζωής όλων μας.
Χαρακτηρίζουμε τις μηχανές «χρήσιμες». Αλλά χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι ουδέτερα αντικείμενα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όπως μας φαίνεται σωστό ή κατά τις αρχές μας. Η χρήση τους μας εγγράφει σε ένα ευρύ σύστημα εξαναγκασμών και ακόμα περισσότερο μας μεταμορφώνει, τροποποιεί της σχέση μας με το χρόνο, με το χώρο, με τα άλλα ανθρώπινα όντα. Η τεχνολογία μεταμορφώνει την ίδια την οπτική μας για τον κόσμο και τις αρχές μας.
Ας το αντιληφθούμε: η αποανάπτυξη δεν είναι η επιθυμία για μια αδύνατη επιστροφή στο παρελθόν. Υποτίθεται πως είναι μια αντικειμενική επιλογή κάποιων εφευρέσεων. Αποανάπτυξη σημαίνει να σταματήσουμε να πιστεύουμε πως το καινούργιο είναι και καλύτερο: χρειάζεται να γίνει μια επιλογή ανάμεσα σε αυτά που μας προσφέρει η τεχνολογία. Για μας, μερικές εφευρέσεις θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά, για παράδειγμα η πυρηνική ενέργεια και η ατομική βόμβα. Κάποιες άλλες, όπως το αεροπλάνο και κάποιες μορφές μηχανοκίνητης μεταφοράς, θα έπρεπε να περιοριστούν σοβαρά. Τελικά, οι τεχνικές που έχουν ως αποτέλεσμα την επιστράτευση ολοένα και περισσότερων πηγών πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αυτό δεν πάει να πει πως κάθε τεχνική πρόοδος πρέπει να λησμονηθεί. Ας σκεφτούμε υψηλές τεχνικές για τη βιολογική γεωργία, που θα μας κάνουν να ανακαλύψουμε νέα πλεονεκτήματα για τη φυτική συντεχνία. Αποδεχόμαστε τις εφευρέσεις, τις τεχνικές που βοηθούν την ανθρωπότητα να ζήσει πιο απλά.
Εγκαταλείποντας την ανάπτυξη
Αυτή η αναγνώριση της κατάστασης μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε πως η ιδεολογία της Προόδου, η οποία θεωρεί πως ο Άνθρωπος, κυρίαρχος της φύσης, προχωρά αναπόφευκτα προς τη βελτίωση του κόσμου, και η ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης, θεμελιωμένη εδώ και δυο αιώνες, δεν συνάδουν καθόλου με την πραγματικότητα του 21ουαιώνα.
Η κυρίαρχη ιδεολογία θεωρεί την οικονομική ανάπτυξη επιθυμητή, αναγκαία και αναπόφευκτη. Ένα νόμο της φύσης, θα λέγαμε. Πραγματικά, κάθε ζωντανός οργανισμός αναπτύσσεται, αλλά αυτή η ανάπτυξη σταθεροποιείται γρήγορα. Η επ’ άπειρον ανάπτυξη είναι μια διανοητική κατασκευή του ανθρώπου και όχι μια οικονομική μοίρα.
Η κυρίαρχη σκέψη επικαλείται ακόμα την ανθρώπινη φύση για να δικαιολογήσει τη «αναπόφευκτη» αναζήτηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους. Εντούτοις, το είδος μας επιβιώνει εδώ και χιλιετίες χάρη στην αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία... Θεωρούμε πως η ανθρώπινη φύση δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική της λειτουργία, αλλά διαθέτει διάφορες όψεις. Είμαστε αυτό που καλλιεργούμε στον εαυτό μας. Πιστεύουμε πως είναι πιθανό να καλλιεργήσουμε την ευφυΐα, τη δημιουργικότητα και την καλή θέληση των ανθρωπίνων όντων να συμμετέχουν στη βαθιά αλλαγή της κουλτούρας που θα εξυψώνει τον άνθρωπο και την κοινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται στη σημαντική κατανάλωση ενέργειας από ορυκτό πλούτο, της οποίας οι περιορισμοί της ικανότητας παραγωγής έχουν εξαγγελθεί για τις επόμενες δεκαετίες, και η οποία δε θα είναι δυνατό να αντικατασταθεί τόσο εύκολα, οι σημαντικές διαταράξεις του υπάρχοντος συστήματος είναι ορατές. Από κει προκύπτει η επείγουσα ανάγκη να ξανασκεφτούμε τα πράγματα πέρα από την ιδεολογία της ανάπτυξης.
Πραγματικά, σε ένα οικονομικό σύστημα όπως το σημερινό, η αρνητική ανάπτυξη σημαίνει την ύφεση, με όλες τις προβληματικές συνέπειες στην καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων οι οποίοι χάνουν τα οικονομικά μέσα για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες τους. Το κίνημα της αποανάπτυξης δεν εγκωμιάζει την ύφεση. Αλλά εξαιτίας της καθαρής και απλής οικολογικής αδυναμίας να διαιωνίζεται η επ’ άπειρον η ανάπτυξη, οι «αρνητές της ανάπτυξης» προτείνουν μια προσπάθεια εξόδου από το υπόδειγμα της ανάπτυξης. Πρόκειται για την προετοιμασία των κοινωνιών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των φυσικών ορίων της βιόσφαιρας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Επινοώντας ξανά τον τρόπο να ζούμε μαζί
Ας απομακρύνουμε τις υπάρχουσες δομές και τους οικονομικούς ψευδο-εξαναγκασμούς για να συλλάβουμε ένα πρόταγμα αληθινά ανθρώπινο, ένα πρόταγμα αληθινά ρεαλιστικό, αυτό του να ζούμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας και τις πραγματικές μας πηγές, σε αρμονία με το περιβάλλον μας. Αντλώντας από την εμπειρία μας της εθελούσια απλότητας, είμαστε πεπεισμένοι πως μια κοινωνία της αποανάπτυξης, η οποία θα αναπτυχθεί με τη διαβεβαίωση πως θα λάβει υπ’ όψιν τις ανάγκες του πληθυσμού, σε μικρή κλίμακα, θα οδηγήσει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής ευνοώντας τα υγιή περιβάλλοντα, τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας στη λήψη αποφάσεων, την αλληλοβοήθεια και τις δωρεάν ανταλλαγές μεταξύ των ανθρώπων, τη δημιουργικότητα και την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Πως θα είναι αυτή η κοινωνία;
Πώς θα προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση;
Αυτή η σκέψη αντιπαραθέτει την πρόκληση της συμβίωσης και της διανομής του πλούτου. Στην κοινωνία που οραματιζόμαστε, όπως και σε κάθε κοινότητα που βασίζεται στην ικανοποίηση των αναγκών (και όχι στη δημιουργία ολοένα και περισσότερων υλικών επιθυμιών), η οικονομία συνίσταται στη μικρής κλίμακας ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. Η εργασία είναι μια ευκαιρία συμμετοχής στην κοινοτική ζωή ανάλογα με τα ταλέντα και τις δεξιότητες του καθενός, και όχι ο αναγκαίος ζυγός για να κερδίσουμε τα προς κατανάλωση αγαθά. Οι μονάδες παραγωγής είναι μικρής κλίμακας και χρησιμοποιούν μηχανές που επισκευάζονται εύκολα και η χρήση των οποίων είναι οικονομική. Για παράδειγμα: τα επαγγέλματα της μηχανικής υφαντουργίας που λειτουργούν με τη δύναμη του ανθρώπου ή των ζώων επιτρέπουν μια παραγωγή πολύ μεγαλύτερη από τη χειρωνακτική ύφανση· κι όλα αυτά χωρίς να απαιτούνται τα δισεκατομμύρια κεφαλαίων που απαιτούνται για την κατασκευή και τη λειτουργία μιας βιομηχανικής εργοστασιακής μονάδας και χωρίς να προκαλούνται οικολογικές διαταράξεις. Ο χρόνος δεν αγοράζεται, δεν είναι χρήμα, είναι ο χώρος για την ανάπτυξη των ανθρωπίνων ικανοτήτων.
Αν ισχυριζόμαστε πως η εκβιομηχάνιση επέτρεψε την παραγωγή προϊόντων με χαμηλότερο κόστος, αυτό συμβαίνει επειδή δεν καταγράφουμε τη μόλυνση του αέρα, του νερού και του εδάφους, τις σωματικές και διανοητικές ασθένειες των εργαζομένων στη βιομηχανία, την αγροτική εξορία και τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης, τα ταλέντα και οι δεξιότητες αφιερώνονται στην κατασκευή καλαίσθητων και ανθεκτικών αντικειμένων. Η προσοχή που δίνεται στα αντικείμενα αντικατοπτρίζει το σεβασμό στο υλικό και στην εργασία που επενδύθηκε σ’ αυτό: τα διατηρούμε και τα επισκευάζουμε επί πολλές γενεές. Οι τσαγκάρηδες, οι μοδίστρες, οι καρεκλάδες, οι μάγειρες, οι επιπλοποιοί, οι ξυλουργοί και οι τεχνικοί που επιδιορθώνουν κάθε είδους αντικείμενα είναι συνεπώς γνωστοί και ευυπόληπτοι στις τοπικές κοινότητες όπου ο καθένας κάνει τα ψώνια του με τα πόδια, με το ποδήλατο, με τρίκυκλο ή με το τραμ, μέσα σε στενά δρομάκια πλαισιωμένα από κήπους. Γιατί να μην υιοθετήσουμε το μοντέλο των μικρών ευρωπαϊκών χωριών, αντί να διασχίσουμε τα χιλιάδες χιλιόμετρα υπερ-ατλαντικών ταξιδιών ως τουρίστες για να τα επισκεφτούμε; Ας ανταλλάξουμε απλά μεταξύ μας συνταγές αντί να μεταφέρουμε υπερπόντια φορτία μπισκότων.
Μια οικολογική κοινωνία έχει μια πολύ διαφορετική σχέση με την τοπικότητα. Η διατροφική ασφάλεια επιβάλλει μια παραγωγή που καθορίζεται από την εγγύτητα των τροφίμων προς τη βάση. Η κηπουρική, ακόμα και στην πόλη, είναι μια βασική συνιστώσα. Οι μονάδες παραγωγής αγαθών όντας μικρής κλίμακας, εγκαθίστανται στο κέντρο των κοινοτήτων, περιορίζοντας έτσι τις βιομηχανικές περιοχές που καταστρέφουν το τοπίο και αποτρέπουν τα άτομα από το να μετακινούνται δεκάδες χιλιόμετρα κάθε μέρα για να εργαστούν. Η μεταφορά εμπορευμάτων είναι πραγματικά πολύ ελαττωμένη. Τα δημοτικά και εθνικά σιδηροδρομικά δίκτυα προσφέρουν μια γρήγορη και οικονομική υπηρεσία, όπως συνέβαινε πριν οι βιομηχανίες του πετρελαίου και του αυτοκινήτου τη διαλύσουν. Σε μια κοινωνία που αφήνει ελεύθερο χρόνο στα άτομα, οι ενεργητικές μεταφορές, η πεζοπορία και το ποδήλατο, αποτελούν αντικείμενα επιλογής. Οι δρόμοι και οι λεωφόροι της πόλης μετατρέπονται σε ποδηλατόδρομους και σε πεζόδρομους πλαισιωμένους από πάρκα. Καθώς αναλώνουμε λιγότερους πόρους στην επισκευή δρόμων και στην κατασκευή γεφυρών, οι πόροι αυτοί μπορούν να διατεθούν για τη συντήρηση των μέσων μεταφοράς σταθερής τροχιάς και στην κατασκευή διαδρόμων προστατευμένων από τον άνεμο και το χιόνι για χειμερινό ποδήλατο, για παράδειγμα. Σε μια κοινωνία που ευνοεί τη σωματική άσκηση, τη χαλάρωση, ένα υγιές περιβάλλον και μια φυσική διατροφή, η ιατρική καταλαμβάνει μια θέση λιγότερο σημαντική. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ να σκιαγραφούμε τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας εκτός της ανάπτυξης.
Πραγματικά, μια τέτοια κοινωνία δε θα είναι πανάκεια. Θα έχουμε μερικές φορές να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της συμβίωσης. Το φοβισμένο κομμάτι μέσα μας που αναζητά την ασφάλεια στη συσσώρευση θα εναντιωθεί στην επανανακαλυμμένη σπάνη και στην προσπάθεια προσφοράς. Αλλά πέρα από το φόβο της έλλειψης και τη στενότητα, αυτές οι νέες δομές θα αλλάξουν τις σχέσεις μας με τους άλλους και τη φύση. Εκπληρώνοντας την ανάγκη μας να συμμετέχουμε σε μια κοινότητα και σε έναν τόπο, ευνοούν τις σημαίνουσες υπάρξεις.
Χρειάζεται να σημειώσουμε πως η εφαρμογή απλών και προσιτών μέσων, που αντιπροσωπεύουν για μας μια μείωση της κατανάλωσης (και μια αύξηση της ποιότητας[5] ζωής!) θα εγκαθίδρυαν σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, πραγματικά πεινασμένες εξαιτίας των συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης των αποκαλούμενων αναπτυγμένων κοινωνιών, μια αύξηση της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες, επιφέροντας μια μεγαλύτερη πλανητική δικαιοσύνη, πράγμα οικολογικά αδύνατο αν διατηρήσουμε το δικό μας βιοτικό επίπεδο.
Πεδία εφαρμογής του μετασχηματισμού
Είμαστε ονειροπόλοι; Ίσως θα μπορούσαμε να θέσουμε διαφορετικά το ερώτημα: είμαστε περισσότερο ονειροπόλοι από αυτούς που πιστεύουν πως θα αυξήσουν τη γενική ευημερία υποστηρίζοντας μια έντονη οικονομική ανάπτυξη;
Η σημερινή κοινωνία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και μοιάζει αμετάβλητη. Με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε μονάχα να οραματιστούμε πως τα πράγματα είναι διαφορετικά; Πραγματικά, θα επρόκειτο για μια μακρά πορεία ατομικής και συλλογικής χειραφέτησης. Η ατομική εθελούσια απλότητα είναι ένας βασικός τρόπος συμπεριφοράς που μας επιτρέπει να απελευθερώσουμε χρόνο για τη μόρφωση, το διάβασμα, τη σκέψη και τον πειραματισμό πάνω στους τρόπους επιτέλεσης αυτών που θα είναι κεντρικά σε μια κοινωνία της αποανάπτυξης: κηπουρική, δραστηριότητες προσωπικής ανάπτυξης, χειροτεχνίες ή επισκευές, συνεργατική εθελοντική εργασία κ.λπ. Μόνο μέσα σε ένα κίνημα για τη συμβιωτική οικονομική αποανάπτυξη -που αποτελεί τη συλλογική έκφραση των αρμονικών αρχών της εθελούσιας απλότητας- ο υπεύθυνος τρόπος ζωής αποκτά το πλήρες του νόημα.
Μια κοινωνία της μετάβασης προς ένα υπόδειγμα διαφορετικό από αυτό της οικονομικής ανάπτυξης θα ευνοούσε τη μερική απασχόληση παροτρύνοντας μάλιστα τα άτομα και τις κοινότητες να ενεργοποιήσουν προγράμματα που αυξάνουν την αυτονομία τους στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Τα μέτρα της μείωσης της κυκλοφορίας, της παρακινητικής στάθμευσης[6], της δωρεάν από κοινού μεταφοράς, της δημιουργίας πεζόδρομων και ποδηλατόδρομων είναι όλα ενέργειες που κινούνται προς την εκ νέου εκμάθηση της ενεργητικής μεταφοράς και της παρουσίας στον κόσμο. Για να εγκαθιδρύσουμε ξανά την ισορροπία στη διανομή του πλούτου, θα χρειαζόταν να ορίσουμε ένα όριο του μέγιστου εισοδήματος στο εσωτερικό μιας επιχείρησης και κάποια φορολογικά εργαλεία που θα αναδιανέμουν τον πλούτο ανάμεσα στους πιο πλούσιους και στους πιο φτωχούς, αντιτασσόμενοι έτσι στην ανισότητα και περιορίζοντας την εξουσία εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στη φύση, που οφείλεται είτε στο υψηλό επίπεδο κατανάλωσης είτε στις επενδύσεις του «κάνουν την οικονομία να λειτουργεί».
Πραγματικά, πολλές επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες έχουν κάποια χρησιμότητα μονάχα στο πλαίσιο ενός συστήματος οικονομικής ανάπτυξης (διαφήμιση, αντικείμενα μιας χρήσης, παράγωγα του πετρελαίου κ.λπ.) δε θα έχουν, αργά ή γρήγορα, άλλη λύση από το να επιβραδύνουν και έπειτα να σταματήσουν την παραγωγή τους, αναστατώνοντας την εργασιακή κατάσταση. Έτσι προκύπτει η σημασία της εκπαίδευσης και της οχύρωσης προς μία μεγαλύτερη αυτονομία, όχι βέβαια της αγοράς.
Τα λουκέτα στα εργοστάσια, γεγονότα ολέθρια για μια μικρή κοινότητα, μπορούν να αποτελέσουν την αφορμή για να οραματιστούμε διαφορετικά την οικονομία μιας περιοχής. Κατά κανόνα, είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε εκατομμύρια για να διατηρήσουμε τις θέσεις εργασίας, χωρίς να σκεφτόμαστε την ορθότητα αυτού που παράγεται ούτε τις συνέπειες της παραγωγής του. Για τον περισσότερο κόσμο, η κατανάλωση και η πίστωση αποτελούν κεκτημένα τα οποία δεν πρέπει να αμφισβητήσουμε μιας και το υπάρχον οικονομικό σύστημα δε μας προσφέρει στ’ αλήθεια μια άλλη επιλογή. Ελπίζουμε, μια ρεαλιστική εκπαίδευση πάνω στις συνέπειες του βιοτικού μας επιπέδου, προστιθέμενη στις εμπειρίες εναλλακτικών τρόπων διαβίωσης που επιτρέπουν μια πραγματική αυτονομία των κοινοτήτων, να οδηγήσει σε επιλογές που ωφελούν τους πληγέντες πληθυσμούς δίνοντας τους τη δύναμη να καθορίζουν το μέλλον τους διατηρώντας επίσης την οικολογική ισορροπία.
Αν σεβόμαστε το δικαίωμα για πλουτισμό και τρέφουμε όνειρα περί αφθονίας, δε μπορούμε να μοιραζόμαστε τους πόρους σε τέτοιο βαθμό και για τόσο μεγάλο διάστημα. Για να ενεργοποιήσουμε μια κοινωνία που σέβεται αληθινά τα όντα και τη φύση, είναι βασικό να αναθεωρήσουμε τις αξίες μας και να απορρίψουμε πραγματικά τη συσσώρευση και τον ανταγωνισμό. Για να διατηρήσουμε τα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα, δε θα πρέπει να έχουμε εκατομμυριούχους. Όσον αφορά την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, είναι βασικό να καλλιεργήσουμε την αδιαφορία απέναντι στη γοητεία του κέρδους.
Είμαστε πιο ονειροπόλοι από αυτούς που ισχυρίζονται πως η πισίνα, το ιδιωτικό τζετ και τα τρόφιμα που καλλιεργούνται στην άλλη άκρη του κόσμου, είναι προσβάσιμα για όποιον δείχνει αρκετά αποφασιστικός; Είμαστε πιο ονειροπόλοι από εκείνους που διεκδικούν την ευτυχία μέσω της συσσώρευσης του πλούτου και τη φρενίτιδα της εργασίας; Πιο ονειροπόλοι από εκείνους που νομίζουν πως εργάζονται για το μέλλον των παιδιών τους φτιάχνοντας περιουσίες σε φορολογικούς παραδείσους;
Σαν να επρόκειτο για κάποιον έφηβο, η ανθρωπότητα ζει στους ρυθμούς της υπερβολής, ζαλισμένη από το αίσθημα της δυνατότητας εκπλήρωσης των επιθυμιών της. Είναι καιρός να γυρίσουμε σελίδα προς την εποχή της ξεγνοιασιάς και της συλλογικής απόκτησης λίγης ωριμότητας. Αν δεν αναλάβουμε να αναζητήσουμε μια ισορροπία βασισμένη στην αναγέννηση και στο σεβασμό των ορίων της Γης, πρόκειται να αντιμετωπίσουμε αναστατώσεις πολύ χειρότερες από αυτές που απορρέουν από τη μετάβαση σε μια οικονομία εκτός του παραγωγισμού, καπιταλιστικού ή σοσιαλιστικού. Η «αναγκαιότητα» της οικονομικής ανάπτυξης δεν αποτελεί απόλυτο εξαναγκασμό, αντίθετα με τα φυσικά όρια του πλανήτη.
Η θέση μας μπορεί να μοιάζει παράξενη, αλλά οι αξίες της αλληλεγγύης που την υποστηρίζουν είναι ήδη καλά ριζωμένες στην κουλτούρα του Κεμπέκ, όπου η ευχαρίστηση της προσφοράς, η δημιουργικότητα όσων μαστορεύουν και η απλότητα της γειτονιάς είναι γνωστά σε όλους, ακόμα κι αν είναι όλο και περισσότερο δύσκολο να εκφραστεί σε έναν κόσμο όπου η ιδεολογία της ανάπτυξης μας παρακινεί να δυσπιστούμε απέναντι στους άλλους –γιατί η αλληλοβοήθεια βλάπτει την οικονομία!
Το κίνημα της αποανάπτυξης δεν είναι ουτοπία. Εμείς πιστεύουμε πως είναι δυνατό, ξεκινώντας από σήμερα, να στραφούμε με πολλούς τρόπους προς μια κοινωνική οργάνωση πραγματικά βιώσιμη, και συμβιωτική ασφαλώς. Εσείς;
Συλλογικότητα για τη συμβιωτική αποανάπτυξη
Κεμπέκ, 28 Ιουνίου 2007
μετάφραση: Θανάσης Πολλάτος
[1] ΣτΜ: Λέγοντας «παραγωγισμό» εννοούμε τη μαρξιστική και καπιταλιστική πίστη στην υπόθεση πως μια απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγήσει στην κοινωνική ευημερία.
[2] Πρβλ. Mathis Wackernagel - William Rees, Notre empreinte écoloqique (Το οικολογικό μας αποτύπωμα), Écosociété, 1999.
[3] Οι περιβόητες Στρατηγικές Προσφυγές ενάντια στη Δημόσια Συμμετοχή: υπήρξαν τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις πρόσφατα στο Κεμπέκ (Ένωση του Κεμπέκ για την πάλη ενάντια στην ατμοσφαιρική ρύπανση, Ένωση του Île d’Orléans ενάντια στη μεταφορά μεθανίου). Βλ. http://www.taisez- vous.org
[4] Ως αποτέλεσμα αναπήδησης ορίζουμε την «αύξηση της κατανάλωσης που συνδέεται με τη μείωση των ορίων χρησιμοποίησης μιας τεχνολογίας· τα όρια αυτά μπορεί να είναι νομισματικά, χρονικά, κοινωνικά, σωματικά, συνδεδεμένα με την προσπάθεια, τον κίνδυνο, την οργάνωση [...]. Το Τρένο υψηλής ταχύτητας (TVG) πάει πιο γρήγορα, άρα μετακινούμαστε πιο μακριά και πιο συχνά. Το σπίτι έχει καλύτερη μόνωση, άρα γλυτώνουμε χρήματα, αγοράζουμε ένα δεύτερο αυτοκίνητο. Οι λάμπες φθορίου δαπανούν λιγότερο ρεύμα, άρα τις αφήνουμε ανοικτές. Το Ίντερνετ απο-υλοποιεί την πρόσβαση στην πληροφορία, άρα χρησιμοποιούμε περισσότερο εκτυπωτικό χαρτί. Υπάρχουν περισσότεροι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, άρα η οδική κυκλοφορία αυξάνεται… Οι αποτελεσματικές τεχνολογίες παρακινούν στην αύξηση της κατανάλωσης, άρα το κέρδος υπεραντισταθμίζεται από μια αύξηση των ποσοτήτων που καταναλώνονται» (Francois Schneider) [ό το γλωσσάρι του βιβλίου του Σερζ Λατούς Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης, μτφρ. Χρ. Σαρίκα, εκδ. Βάνιας, 2008].
[5] Πρβλ. Richard Bergeron, Le livre noir de l’automobile (Η μαύρη βίβλος του αυτοκινήτου), Hypothèse, 1999.
[6] Δηλαδή τη δημιουργία χώρων στάθμευσης περιμετρικά των πόλεων ούτως ώστε να διευκολύνεται η από κει και πέρα χρησιμοποίηση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου