Παίζοντας κατενάτσιο με τρύπια άμυνα...
Προκόπης Δούκας, 07/07/2012
ΔΙΑΦΗΜΗΣΕΙΣ
«Αν δεν αλλάξει το πολίτευμα, κανείς τους δεν θα μπει στη φυλακή» (ενώ αν αλλάξει, θα μπουν και μερικές χιλιάδες ακόμα, που δεν πρέπει). «Να απολογηθεί η κυβέρνηση για τις αυτοκτονίες» (αδιευκρίνιστα πόσες, λόγω κρίσης). «Να μη δεχθεί η κυβέρνηση καν την τρόικα, αν δεν συμφωνήσουν να ισχύσουν και για μας τα ίδια» (να τους στείλουμε πίσω λοιπόν - και μετά από λίγες εβδομάδες, να τους παρακαλάμε να μας στείλουν την επόμενη δόση). Να πλειοδοτούμε σε καφενειακές αντιλήψεις και να κάνουμε τα πάντα, εκτός από αυτό που έχουμε συμφωνήσει να κάνουμε...
Το δυσκολότερο σημείο στην πορεία μιας χώρας, που θα πρέπει τουλάχιστον για μια δεκαετία να παλέψει για την έξοδο από την κρίση και την ανατροπή των περισσότερων παθογενειών της, είναι πάντα αυτό: Πως ο δημόσιος διάλογος δεν θα περιστρέφεται γύρω από ουτοπικές, κουτοπόνηρες και λαϊκίστικες θέσεις. Πως μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, των μέσων και του πολιτικού κόσμου, θα αποφεύγει μονίμως να πράξει (έστω και λανθασμένα) προς μια δημιουργική κατεύθυνση αποτελμάτωσης, αλλά θα επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση με παλιά και ξεπερασμένα (έως καταστροφικά) εργαλεία.
Πρωτοσέλιδα εξακολουθούν να προσπαθούν να ελκύσουν αναγνώστες με ανακοινώσεις για προσλήψεις, καπηλευόμενα τον πόνο των ανέργων. Ρεπορτάζ εξακολουθούν να υποδεικνύουν τρόπους για να αναγνωριστούν «πλασματικά» χρόνια, να εξασφαλιστεί ακόμα νωρίτερα η σύνταξη, «να αποκατασταθούν αδικίες» ως προς τις πρόωρες συντάξεις για μητέρες με ανήλικα. Αντί να συζητήσουμε πώς επιτέλους θα φτιαχτούν δομές (ώστε να προστατεύεται η εργαζόμενη από αυθαιρεσίες και ελλείψεις) και να εξασφαλίζεται, όπως σε όλη την Ευρώπη, η επαγγελματική πορεία μιας μητέρας ως τη μεγαλύτερη δυνατή ηλικία, εξακολουθούμε να αναζητούμε το αντίδοτο στη συνταξιοδότηση, λίγο πριν ή μετά τα πενήντα.
Αντί να προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε την κρίση, ώστε η οικονομία να αναγεννηθεί (έστω και με αργά βήματα) επιτέλους σε μια υγιή και όχι παρασιτική βάση, εξακολουθούμε και ανακαλύπτουμε καθημερινά και μια νέα κομπίνα, με επίκεντρο ένα κράτος-ευκαιρία για τον πλουτισμό υπαλλήλων και μη. Αντί να κάνουμε το παν, σε αναπτυξιακό, φορολογικό και εν γένει σταθεροποιητικό επίπεδο, για να λειτουργήσει η επιχειρηματικότητα (γιατί πώς αλλιώς θα έρθουν οι δουλειές για τους ανέργους), κοιτάμε να διασφαλίσουμε ένα πελατειακό και κρατικίστικο μοντέλο, που βασίστηκε στην κατανάλωση, με το πρόσχημα να μη ρίξουμε κι άλλους ανθρώπους στην ανεργία - όντας έτοιμοι να βγούμε στους δρόμους «ενάντια στο ξεπούλημα». Όσο όμως προσπαθούμε να διατηρήσουμε ένα τριτοκοσμικό κράτος, τόσο θα κλείνουν οι επιχειρήσεις και η ύφεση θα βαθαίνει.
Πράγματι, το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου μπορεί να μην είναι δυσανάλογο με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της χώρας. Είναι όμως κοινός τόπος ότι πάσχει ως προς τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα, αποτελώντας μοχλό υστέρησης και όχι προόδου. Αντί να ενισχυθεί ο κομβικός του ρόλος, το πρώτο που τίθεται ως «κόκκινη γραμμή» (και από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης), είναι «όχι απολύσεις». Αντί να μπει λοιπόν η προμετωπίδα «αξιολόγηση και αξιοκρατία», επιδιώκεται και πάλι η διατήρηση ενός άδικου status quo: Το ελληνικό δημόσιο είναι γεμάτο και από υπαλλήλους άχρηστους και αντιπαραγωγικούς. Πολλοί από αυτούς, με την πίεση της αξιολόγησης (ή και του φόβου της απόλυσης) θα αποδώσουν πολύ καλύτερα. Άλλοι, που αποτελούν «αβοήθητες» περιπτώσεις, ας αντικατασταθούν με ικανότερους. Σε κάθε περίπτωση, η εξυγίανση είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη.
Η αποκάλυψη ότι οι μίζες του Άκη Τσοχατζόπουλου είναι τουλάχιστον 2 δις ευρώ, προκάλεσε δέος για το μέγεθος της διαφθοράς, στο πιο προνομιακό γι’ αυτό το φαινόμενο, υπουργείο. Ωστόσο, το δυσθεώρητο αυτό ποσό, που αντιστοιχεί σε κάποια χρόνια συναλλαγών για εξοπλισμούς, δεν αποτελεί παρά το έλλειμμα της λειτουργίας του δημοσίου (μέχρι να μπούμε σε μνημόνιο), για ένα μόνο μήνα! Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να μειωθεί μόνο το μισθολογικό κόστος, αλλά είναι βέβαιο ότι πρέπει να περιοριστούν οι δραστηριότητες του δημοσίου που δεν προσφέρουν τίποτα - και να αντικατασταθούν από άλλες. Και κυρίως, θα πρέπει επιτέλους να τεθεί σε σοβαρή βάση η λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου και απελευθέρωσης από προστατευτισμούς και αγκυλώσεις, που θα μας βγάλουν από τις τελευταίες θέσεις στους πίνακες ανταγωνιστικότητας και τις πρώτες στους πίνακες της διαφθοράς.
Είναι πολύ λογικό να προσπαθούμε να ωφεληθούμε το μέγιστο δυνατό, από τις αποφάσεις της τελευταίας συνόδου, ώστε να ισχύσει και για μας η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, χωρίς επιβάρυνση του δημόσιου χρέους (και έξοχος ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, Σβόμποντα, προς τους πρωθυπουργούς Φινλανδίας και Ολλανδίας: «Κοιμόσασταν το βράδυ της Συνόδου, ή θέλετε να πείτε κάτι άλλο στους λαούς σας;»). Τώρα όμως που πέρασε το τρίμηνο των (δήθεν ανέξοδων) προεκλογικών υποσχέσεων πάνω σε μια ατζέντα εκτός ρεαλισμού, είναι απολύτως απαραίτητο να επανέλθουμε στη σκληρή πραγματικότητα - και να προσπαθήσουμε κιόλας να ανακτήσουμε το έδαφος που χάσαμε. Έχοντας υπόψη μας, όχι μόνο το μέγεθος του ΑΕΠ μας (2% της ευρωζώνης έναντι 25% της Ιταλίας, χωρίς να υπολογίζουμε τη γενικότερη «εξαγωγική» ισχύ της οικονομίας), αλλά και γενικότερα το «μπόι μας», που δεν εξαρτάται μόνο από τη δύναμή μας, αλλά κυρίως από τη συμπεριφορά μας.
Άραγε το «εθνικό μας φιλότιμο» εξαντλείται στο να εκτοξεύουμε μύδρους κατά των «κατοχικών δυνάμεων» και της «εκχώρησης λαϊκής κυριαρχίας», ενώ την ίδια ώρα δεχόμαστε βοήθεια με προνομιακά επιτόκια και από χώρες που έχουν μισθούς και συντάξεις υποπολλαπλάσιες των δικών μας; Και πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια της συνεργασίας και της ένταξης σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σύνολο, όταν μοιάζουμε να τείνουμε μόνο το χέρι; Και γιατί δεν ρίχνουμε όλες μας τις προσπάθειες, ώστε να περιορίσουμε δραστικά τις δαπάνες του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου ήταν πρωτίστως ο λόγος για τον οποίο βρεθήκαμε στην ανάγκη των δανειστών μας;
Η εικόνα μας προς τα έξω, επί σχεδόν τρία χρόνια, είναι ότι η μόνη επιμέλεια που δείχνουμε, είναι πώς θα αποφύγουμε με κάθε τρόπο να κάνουμε βήματα προς την κατεύθυνση των υποχρεώσεών μας, αλλά και του δικού μας συμφέροντος. Και ότι μόνο πομφόλυγες του τύπου «αν στη κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε το όφελος θα ήταν τουλάχιστον (!!!) όσο αυτό της Ιταλίας ή της Ισπανίας», ξέρουμε να εκτοξεύουμε.
Μόνο με σκληρή δουλειά, μέσα από την ενδυνάμωση δημοκρατικών λειτουργιών και θεσμών, μπορούμε να αποφύγουμε το φάσμα της απομόνωσης και της χρεοκοπίας. Κάποια υπουργεία έχουν ενδεχομένως στην ηγεσία τους πρόσωπα που εμπνέουν εμπιστοσύνη, ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Δείχνουν όμως απελπιστικά μόνοι, τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στο συνολικό «πολιτικό τοπίο», που αρνείται να συναινέσει σε μια νέα ατζέντα και μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια ποδοσφαιρική ομάδα, που παίζει επίμονα κατενάτσιο, με τρύπια άμυνα - και ανύπαρκτη επίθεση.
Γιατί, ταυτοχρόνως, έχουμε και έναν άλλον, πολύ σοβαρό κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε: τον εκφασισμό της κοινωνίας. Κι αν είναι δύσκολο να τεθούν εκτός νόμου, με βάση το ελληνικό σύνταγμα, ιδεολογίες και πολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να αντιδράσουμε άμεσα, ως οργανωμένη κοινωνία, στις επιμέρους συμπεριφορές: Σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, ο ρατσισμός και οι διακρίσεις είναι παράνομες. Και τα πογκρόμ κατά μεταναστών, καθώς και οι δημαγωγίες του τύπου «φιλανθρωπικές δομές και αλληλεγγύη μόνο για Έλληνες», πρέπει να απορριφθούν άμεσα ως έκνομες και επικίνδυνες ενέργειες. Αν δεν θέλουμε να βρεθούμε μπροστά στον φαύλο κύκλο, η κατρακύλα της οικονομίας να τροφοδοτεί αενάως αυτόν της δημοκρατίας - και το ανάποδο...
*O Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com.
Το δυσκολότερο σημείο στην πορεία μιας χώρας, που θα πρέπει τουλάχιστον για μια δεκαετία να παλέψει για την έξοδο από την κρίση και την ανατροπή των περισσότερων παθογενειών της, είναι πάντα αυτό: Πως ο δημόσιος διάλογος δεν θα περιστρέφεται γύρω από ουτοπικές, κουτοπόνηρες και λαϊκίστικες θέσεις. Πως μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, των μέσων και του πολιτικού κόσμου, θα αποφεύγει μονίμως να πράξει (έστω και λανθασμένα) προς μια δημιουργική κατεύθυνση αποτελμάτωσης, αλλά θα επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση με παλιά και ξεπερασμένα (έως καταστροφικά) εργαλεία.
Πρωτοσέλιδα εξακολουθούν να προσπαθούν να ελκύσουν αναγνώστες με ανακοινώσεις για προσλήψεις, καπηλευόμενα τον πόνο των ανέργων. Ρεπορτάζ εξακολουθούν να υποδεικνύουν τρόπους για να αναγνωριστούν «πλασματικά» χρόνια, να εξασφαλιστεί ακόμα νωρίτερα η σύνταξη, «να αποκατασταθούν αδικίες» ως προς τις πρόωρες συντάξεις για μητέρες με ανήλικα. Αντί να συζητήσουμε πώς επιτέλους θα φτιαχτούν δομές (ώστε να προστατεύεται η εργαζόμενη από αυθαιρεσίες και ελλείψεις) και να εξασφαλίζεται, όπως σε όλη την Ευρώπη, η επαγγελματική πορεία μιας μητέρας ως τη μεγαλύτερη δυνατή ηλικία, εξακολουθούμε να αναζητούμε το αντίδοτο στη συνταξιοδότηση, λίγο πριν ή μετά τα πενήντα.
Αντί να προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε την κρίση, ώστε η οικονομία να αναγεννηθεί (έστω και με αργά βήματα) επιτέλους σε μια υγιή και όχι παρασιτική βάση, εξακολουθούμε και ανακαλύπτουμε καθημερινά και μια νέα κομπίνα, με επίκεντρο ένα κράτος-ευκαιρία για τον πλουτισμό υπαλλήλων και μη. Αντί να κάνουμε το παν, σε αναπτυξιακό, φορολογικό και εν γένει σταθεροποιητικό επίπεδο, για να λειτουργήσει η επιχειρηματικότητα (γιατί πώς αλλιώς θα έρθουν οι δουλειές για τους ανέργους), κοιτάμε να διασφαλίσουμε ένα πελατειακό και κρατικίστικο μοντέλο, που βασίστηκε στην κατανάλωση, με το πρόσχημα να μη ρίξουμε κι άλλους ανθρώπους στην ανεργία - όντας έτοιμοι να βγούμε στους δρόμους «ενάντια στο ξεπούλημα». Όσο όμως προσπαθούμε να διατηρήσουμε ένα τριτοκοσμικό κράτος, τόσο θα κλείνουν οι επιχειρήσεις και η ύφεση θα βαθαίνει.
Πράγματι, το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου μπορεί να μην είναι δυσανάλογο με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της χώρας. Είναι όμως κοινός τόπος ότι πάσχει ως προς τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα, αποτελώντας μοχλό υστέρησης και όχι προόδου. Αντί να ενισχυθεί ο κομβικός του ρόλος, το πρώτο που τίθεται ως «κόκκινη γραμμή» (και από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης), είναι «όχι απολύσεις». Αντί να μπει λοιπόν η προμετωπίδα «αξιολόγηση και αξιοκρατία», επιδιώκεται και πάλι η διατήρηση ενός άδικου status quo: Το ελληνικό δημόσιο είναι γεμάτο και από υπαλλήλους άχρηστους και αντιπαραγωγικούς. Πολλοί από αυτούς, με την πίεση της αξιολόγησης (ή και του φόβου της απόλυσης) θα αποδώσουν πολύ καλύτερα. Άλλοι, που αποτελούν «αβοήθητες» περιπτώσεις, ας αντικατασταθούν με ικανότερους. Σε κάθε περίπτωση, η εξυγίανση είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη.
Η αποκάλυψη ότι οι μίζες του Άκη Τσοχατζόπουλου είναι τουλάχιστον 2 δις ευρώ, προκάλεσε δέος για το μέγεθος της διαφθοράς, στο πιο προνομιακό γι’ αυτό το φαινόμενο, υπουργείο. Ωστόσο, το δυσθεώρητο αυτό ποσό, που αντιστοιχεί σε κάποια χρόνια συναλλαγών για εξοπλισμούς, δεν αποτελεί παρά το έλλειμμα της λειτουργίας του δημοσίου (μέχρι να μπούμε σε μνημόνιο), για ένα μόνο μήνα! Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να μειωθεί μόνο το μισθολογικό κόστος, αλλά είναι βέβαιο ότι πρέπει να περιοριστούν οι δραστηριότητες του δημοσίου που δεν προσφέρουν τίποτα - και να αντικατασταθούν από άλλες. Και κυρίως, θα πρέπει επιτέλους να τεθεί σε σοβαρή βάση η λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου και απελευθέρωσης από προστατευτισμούς και αγκυλώσεις, που θα μας βγάλουν από τις τελευταίες θέσεις στους πίνακες ανταγωνιστικότητας και τις πρώτες στους πίνακες της διαφθοράς.
Είναι πολύ λογικό να προσπαθούμε να ωφεληθούμε το μέγιστο δυνατό, από τις αποφάσεις της τελευταίας συνόδου, ώστε να ισχύσει και για μας η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, χωρίς επιβάρυνση του δημόσιου χρέους (και έξοχος ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, Σβόμποντα, προς τους πρωθυπουργούς Φινλανδίας και Ολλανδίας: «Κοιμόσασταν το βράδυ της Συνόδου, ή θέλετε να πείτε κάτι άλλο στους λαούς σας;»). Τώρα όμως που πέρασε το τρίμηνο των (δήθεν ανέξοδων) προεκλογικών υποσχέσεων πάνω σε μια ατζέντα εκτός ρεαλισμού, είναι απολύτως απαραίτητο να επανέλθουμε στη σκληρή πραγματικότητα - και να προσπαθήσουμε κιόλας να ανακτήσουμε το έδαφος που χάσαμε. Έχοντας υπόψη μας, όχι μόνο το μέγεθος του ΑΕΠ μας (2% της ευρωζώνης έναντι 25% της Ιταλίας, χωρίς να υπολογίζουμε τη γενικότερη «εξαγωγική» ισχύ της οικονομίας), αλλά και γενικότερα το «μπόι μας», που δεν εξαρτάται μόνο από τη δύναμή μας, αλλά κυρίως από τη συμπεριφορά μας.
Άραγε το «εθνικό μας φιλότιμο» εξαντλείται στο να εκτοξεύουμε μύδρους κατά των «κατοχικών δυνάμεων» και της «εκχώρησης λαϊκής κυριαρχίας», ενώ την ίδια ώρα δεχόμαστε βοήθεια με προνομιακά επιτόκια και από χώρες που έχουν μισθούς και συντάξεις υποπολλαπλάσιες των δικών μας; Και πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια της συνεργασίας και της ένταξης σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σύνολο, όταν μοιάζουμε να τείνουμε μόνο το χέρι; Και γιατί δεν ρίχνουμε όλες μας τις προσπάθειες, ώστε να περιορίσουμε δραστικά τις δαπάνες του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου ήταν πρωτίστως ο λόγος για τον οποίο βρεθήκαμε στην ανάγκη των δανειστών μας;
Η εικόνα μας προς τα έξω, επί σχεδόν τρία χρόνια, είναι ότι η μόνη επιμέλεια που δείχνουμε, είναι πώς θα αποφύγουμε με κάθε τρόπο να κάνουμε βήματα προς την κατεύθυνση των υποχρεώσεών μας, αλλά και του δικού μας συμφέροντος. Και ότι μόνο πομφόλυγες του τύπου «αν στη κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε το όφελος θα ήταν τουλάχιστον (!!!) όσο αυτό της Ιταλίας ή της Ισπανίας», ξέρουμε να εκτοξεύουμε.
Μόνο με σκληρή δουλειά, μέσα από την ενδυνάμωση δημοκρατικών λειτουργιών και θεσμών, μπορούμε να αποφύγουμε το φάσμα της απομόνωσης και της χρεοκοπίας. Κάποια υπουργεία έχουν ενδεχομένως στην ηγεσία τους πρόσωπα που εμπνέουν εμπιστοσύνη, ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Δείχνουν όμως απελπιστικά μόνοι, τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στο συνολικό «πολιτικό τοπίο», που αρνείται να συναινέσει σε μια νέα ατζέντα και μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια ποδοσφαιρική ομάδα, που παίζει επίμονα κατενάτσιο, με τρύπια άμυνα - και ανύπαρκτη επίθεση.
Γιατί, ταυτοχρόνως, έχουμε και έναν άλλον, πολύ σοβαρό κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε: τον εκφασισμό της κοινωνίας. Κι αν είναι δύσκολο να τεθούν εκτός νόμου, με βάση το ελληνικό σύνταγμα, ιδεολογίες και πολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να αντιδράσουμε άμεσα, ως οργανωμένη κοινωνία, στις επιμέρους συμπεριφορές: Σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, ο ρατσισμός και οι διακρίσεις είναι παράνομες. Και τα πογκρόμ κατά μεταναστών, καθώς και οι δημαγωγίες του τύπου «φιλανθρωπικές δομές και αλληλεγγύη μόνο για Έλληνες», πρέπει να απορριφθούν άμεσα ως έκνομες και επικίνδυνες ενέργειες. Αν δεν θέλουμε να βρεθούμε μπροστά στον φαύλο κύκλο, η κατρακύλα της οικονομίας να τροφοδοτεί αενάως αυτόν της δημοκρατίας - και το ανάποδο...
*O Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com.