Το φάντασμα του Σόιμπλε
Του Γιώργου Σιακαντάρη, Athnes Voice
Ένα φάντασμα κινείται πάνω από την Ευρώπη από το 1971 και ύστερα. Είναι το φάντασμα της προτεραιότητας των αγορών έναντι της κοινωνίας, το φάντασμα του υπερφιλελεύθερου συντηρητισμού. Σήμερα αυτό το φάντασμα στην Ευρώπη περιφέρεται ντυμένο Σόιμπλε. Δυστυχώς στη χώρα μας κυκλοφορεί και με τη μορφή κάποιων υπερφιλελεύθερων που νομίζουν πως είναι αριστεροί και φιλελεύθεροι. Αρχικά αυτό ξεκίνησε με πολύ δειλά βήματα και, σαν φάντασμα που ήταν, κυκλοφορούσε μόνο τις «μεταμεσονύκτιες» ώρες στα εστιατόρια κάποιων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Εκεί αυτό «συνομιλούσε» και δειπνούσε με κάποιους δήθεν «τεχνοκράτες» και «φιλελεύθερους», πολλοί εκ των οποίων ήσαν πρώην σταλινικοί και οι οποίοι είχαν μετατρέψει τον παλαιό σταλινισμό τους σε «φιλελεύθερο» ελιτισμό. Το πρωί όμως οι αποφάσεις της Ευρώπης του Βίλυ Μπράντ, του Σμιτ, του Κολ, του Μιτεράν και κυρίως του Ντελόρ το έστελναν πίσω να κοιμηθεί. Μετά το 1971 με την απόφαση για την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την πετρελαϊκή κρίση,
φαινόμενα που οδήγησαν στην πτώση των ποσοστών κέρδους και στην οικονομική ύφεση, αυτό το φάντασμα άρχισε να παρουσιάζεται ως η λύση για τα «δεινά» που είχε συσσωρεύσει στην Ευρώπη το Κράτος Πρόνοιας. Θεωρίες σκονισμένες και ξεχασμένες μετά την επιτυχία του ρουσβελτιανού New Deal και τη μεταπολεμική ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας, έρχονται ξανά στο προσκήνιο όχι ως φαντάσματα που είναι, αλλά ως αυτονόητα δεδομένα, ως Σόιμπλε.
φαινόμενα που οδήγησαν στην πτώση των ποσοστών κέρδους και στην οικονομική ύφεση, αυτό το φάντασμα άρχισε να παρουσιάζεται ως η λύση για τα «δεινά» που είχε συσσωρεύσει στην Ευρώπη το Κράτος Πρόνοιας. Θεωρίες σκονισμένες και ξεχασμένες μετά την επιτυχία του ρουσβελτιανού New Deal και τη μεταπολεμική ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας, έρχονται ξανά στο προσκήνιο όχι ως φαντάσματα που είναι, αλλά ως αυτονόητα δεδομένα, ως Σόιμπλε.
Έτσι αν και μέχρι τότε οι πολιτικοί δεν το πολυ-έκαναν παρέα, από την εποχή του Ρήγκαν στην Αμερική και της Θάτσερ και του Μπλερ στη Βρετανία αυτό το φάντασμα απόκτησε φίλους ένθεν και ένθεν. Το σημαντικότερο όμως που συνέβη ήταν πως τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, με τη συνεισφορά και των θεωρητικών του Τρίτου Δρόμου, πείστηκαν πολλοί, συμπεριλαμβανόμενων κάποιων σοσιαλδημοκρατικών ηγετών, ότι δεν είχαν να κάνουν με κάποιο φάντασμα αλλά με την έκφραση του αυτονόητου. Έτσι το Κράτος Πρόνοιας, το οποίο βεβαίως και έπρεπε να αλλάξει ριζικά αλλά όχι να καταργηθεί, όπως υποστήριζε το φάντασμά μας, εκδιώχθηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος.
Στο όνομα του ορθολογισμού θεωρήθηκε πως ήταν ανορθολογική και ζημιογόνα όλη η πολιτική που ακολούθησε ο δυτικός κόσμος μετά το 1945 και η οποία είχε οδηγήσει στην μεγαλύτερη ευημερία που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα αυτό εδώ το μικρό κομμάτι του σύμπαντος. Δεν είναι βεβαίως και πρωτοφανές ο ανορθολογισμός να χαρακτηρίζει τον ορθολογισμό ως κάτι το παράλογο. Στην Ελλάδα μάλιστα ο ανορθολογισμός της περιφρόνησης κατά του λαού, αλλά και κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προωθείται ως ορθολογικό προϊόν είτε σε υπερφιλελεύθερη είτε σε αριστερο-ριζοσπαστική «συσκευασία».
Έτσι η δημιουργία των ανεξέλεγκτων χρηματοοικονομικών προϊόντων προωθήθηκε ως απάντηση του καπιταλισμού στις κυκλικές κρίσεις του. Κρίσεις που όμως δεν οφείλονταν στο ότι οι αγορές δεν ήσαν αρκετά ελεύθερες, αλλά στο γεγονός πως οι αγορές, όταν είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούν να ισορροπούν. Το φάρμακο ήταν η αιτία της ασθένειας. Και δεν ήταν καν ομοιοπαθητικό. Η κρίση του 2008 αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα πως η ανεξέλεγκτη κίνηση των χρηματοοικονομικών προϊόντων όχι μόνο δεν είναι ορθολογισμός σε κίνηση, αλλά αντιθέτως είναι ένα συντηρητικό υπερφιλελεύθερο φάντασμα σε κοινωνική ακινησία.
Οι πολιτικές Σόιμπλε και Μέρκελ αποτελούν την ύστατη προσπάθεια να διασωθεί εκείνη η αντίληψη που θέλει την οικονομία να καθορίζει την πολιτική. Κάνουν λάθος όσοι ερμηνεύουν την πολιτική λιτότητας που επιβάλλει στην Ευρώπη η κυρίαρχη σήμερα πολιτική ελίτ της Γερμανίας ως αποτέλεσμα μια προτεσταντικής ηθικής αντίληψης για την πολιτική.
Οι πολιτικές λιτότητας στοχοποιούν τους λαούς, τα κοινωνικά κράτη, την κοινωνική αλληλεγγύη και την Ευρώπη των μεταβιβαστικών πληρωμών, αλλά στην ουσία θέλουν να αποκρύψουν την κινητήρια τους αντίληψη, η οποία αποδείχτηκε απόλυτα λανθασμένη. Αυτή η κινητήρια τους ιδέα υποστήριζε πως οι αγορές έχουν προτεραιότητα έναντι της πολιτικής. Σύμφωνα με αυτή την ιδέα οι αγορές από μόνες τους επιτυγχάνουν την ισορροπία ζήτησης και προσφοράς. Οι αγορές όμως είναι η δευτερεύουσα πλευρά του καπιταλισμού, η πρωτεύουσα πλευρά του οποίου είναι η παραγωγική διαδικασία και οι σχέσεις που αναπτύσσονται σ’ αυτήν. Οι πολιτικές λιτότητας δεν αλλάζουν τα παραγωγικά μοντέλα. Απλώς τα αναπαράγουν σε χαμηλότερη βάση.
Οι απανταχού Σόιμπλε ποτέ δεν θα παραδεχτούν πως ο ένοχος για τη σημερινή κατάρρευση του ευρωπαϊκού οράματος δεν είναι ο σπάταλος Νότος, (με εξαίρεση την ελληνική περίπτωση), αλλά η δική τους πολιτική της προώθησης των ανεξέλεγκτων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Οι πολιτικές λιτότητας βαθαίνουν ακόμη περισσότερο το ρήγμα μεταξύ των λαών και των ελίτ. Το θύμα τους, αν συνεχισθούν, δεν θα είναι μόνο το ήδη τρωθέν βιοτικό επίπεδο των ευρωπαίων πολιτών, δεν θα είναι μόνο η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στο ρήγμα που οι πολιτικές λιτότητας έχουν δημιουργήσει μεταξύ των λαών και των ελίτ κινδυνεύει άμεσα να τσακιστεί όχι απλά η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Κράτος Πρόνοιας, αλλά η ίδια η αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. Γιατί οι πολιτικές λιτότητας αλά Σόιμπλε θίγουν βαθύτατα τον πυρήνα του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού και των ατομικών δικαιωμάτων.
Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς, τα μετριοπαθή τμήματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς, με το πολύτιμο φορτίο αντι-εθνικισμού που φέρουν τα τελευταία, πρέπει να επεξεργαστούν ένα κοινό σχέδιο για την ήττα των πολιτικών λιτότητας. Οι απανταχού φανατικοί, που παρεπιδημούν στις τάξεις τους, δεν πρέπει να οδηγήσουν στη ρήξη των σχέσεων μεταξύ αυτών των δυνάμεων, αλλά στην εκπόνηση κοινών πολιτικών για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Κοινών πολιτικών που θα αφορούν και τους «κλασικούς» φιλελεύθερους, οι οποίοι εξάλλου είναι και οι πρώτοι που μίλησαν για την αναγκαιότητα του Κράτους Πρόνοιας.
Εδώ θα μου επιτρέψετε μια μόνο απαραίτητη διευκρίνιση. Η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας δεν σημαίνει ανεξέλεγκτη λειτουργία της πολιτικής, δεν σημαίνει υποχώρηση της οικονομίας για χάρη της πολιτικής, αλλά ενίσχυση της ίδιας της οικονομίας μέσα από μια σειρά προτάσεις για στοχευμένες κρατικές δαπάνες, οι οποίες θα ενισχύουν το κράτος παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες και λελογισμένες δαπάνες, ιδιωτικές και κρατικές, για την ενίσχυση τοπικών και περιφερειακών οικονομικών σχεδίων στον χώρο της πραγματικής οικονομίας.
Το δε επιχείρημα πως «κεϋνσιανές» πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στο πλαίσιο του έθνους- κράτους και όχι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, μάλλον βρίσκεται υπό την επιρροή του φόβου έναντι του κυρίαρχου υπερφιλελεύθερου φαντάσματος, που θέλει την οικονομία να καθορίζει την πολιτική. Αν όμως ισχύει το αντίθετο, όπως εδώ υποστηρίζω, τότε τίποτα δεν αποκλείει η πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον συμφωνηθεί, να υπερκαθορίσει την οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί σε τελική ανάλυση η απόφαση για την ανεξέλεγκτη λειτουργία των αγορών χρηματοοικονομικών προϊόντων ήταν μια πολιτική απόφαση και όχι μια οικονομική αναγκαιότητα.
Τέλος, όπως υποστηρίζει ο Olaf Cramme διευθυντής του Policy Network «δεν υπάρχει κανένα έλλειμμα ρυθμιστικής εξουσίας και δυνατότητας παρέμβασης στις (χρεοκοπημένες) αγορές. Αυτό που λείπει είναι η ικανότητα της πολιτικής να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα υποστήριξης για συλλογική δράση, που να μπορεί να έχει αποτέλεσμα σε προβλήματα κλίμακας…… Το κράτος είναι συχνά μη δημοφιλές. Η δημοκρατία δεν είναι. Αλλά ούτε η τελευταία είναι σε καλή κατάσταση και οι σοσιαλδημοκράτες θα έπρεπε να ανησυχούν πολύ περισσότερο για αυτό».