Και οι «θεραπείες» υπό κρίση
Παναγιώτης Παναγιώτου, 01/04/2013
Το πρώτο ερώτημα είναι τι ακριβώς συνέβη στην Κύπρο. Δεν έκλεισε μια τράπεζα γιατί χρεοκόπησε, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Επελέγη μια βίαιη και ακαριαία διάλυση ενός «εθνικού τραπεζικού συστήματος» (αμαρτωλού και υπερδιογκωμένου) στο σύνολό του, που εκπροσωπεί πάνω από το 40% του κυπριακού ΑΕΠ.
Δεν έγινε «διόρθωση» αλλά ολική «καταστροφή» ενός στρεβλού τραπεζικού συστήματος, που με τον τρόπο όμως που έγινε δημιουργεί συνθήκες ανεξέλεγκτης ύφεσης. Θα εκτοξεύσει την ανεργία και θα αυξήσει ραγδαία το χρέος της Κύπρου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αναπόδραστο αποτέλεσμα θα είναι στη συνέχεια η μείωση μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών. Το δίλημμα αν θα πληρώσει ο κόσμος ή οι μεγαλοκαταθέτες στην περίπτωση της Κύπρου αυτοακυρώνεται. Απλώς μέσω «άλλου δρόμου» θα φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, να πληρώσει τελικά τον λογαριασμό ο απλός πολίτης.
Εάν η απόφαση του Eurogroup αφορά μόνο την Κύπρο και καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, είναι ακραία επιλεκτική και τιμωρητική, ιδίως γιατί το κόστος μιας «άλλης λύσης» ήταν εξαιρετικά μικρό για την Ευρώπη.
Εάν όμως πρόκειται για «μοντέλο» ευρύτερης χρήσης στην Ευρωζώνη, όπως προκύπτει από γερμανικές πηγές, η ευρωπαϊκή τραπεζική πίστη θα «τιναχθεί στον αέρα» και θα υπάρξει «άτακτη» μεταφορά καταθέσεων, είτε στον «ασφαλή» Βορρά είτε εκτός Ευρώπης, οξύνοντας τις αναπτυξιακές ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου.
Υπάρχει άλλη λύση; Δεν πρέπει να εξυγιανθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα; Προφανώς. Μόνο που απαιτείται ενιαίο πλαίσιο κανόνων διαφανούς και εύρυθμης λειτουργίας, οργανωμένη καταπολέμηση του ξεπλύματος «μαύρου χρήματος» στο σύνολο της Ευρωζώνης, σοβαροί μηχανισμοί ελέγχου και φορολογική εναρμόνιση. Ο σωστός δρόμος (της τραπεζικής ευρωπαϊκής ενοποίησης που αποφάσισε η Σύνοδος Κορυφής και «μπλοκάρισε» η Γερμανία) είναι μια ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (με κανόνες, όρους, προϋποθέσεις) απευθείας από τον ESM, χωρίς επιβάρυνση του χρέους των κρατών. Πρακτικά σημαίνει οικονομική συμμετοχή των χωρών του Βορρά στο κόστος επανεκκίνησης των οικονομιών του Νότου, στις οποίες οφείλονται εν μέρει και τα πλεονάσματά τους. Οχι «μοντέλο Κύπρου», που λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα!
Ετσι ερχόμαστε στην ουσία του ευρωπαϊκού προβλήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν χρόνιες στρεβλώσεις στο εσωτερικό πολλών κρατών-μελών της Ευρωζώνης που στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν με το «εργαλείο» του εθνικού νομίσματος. Σʼ αυτές τις «στρεβλώσεις» προστέθηκαν και οι συστημικές ανισορροπίες του ευρώ, που ευνόησαν και κατέστησαν εξαιρετικά πλεονασματικό τον Βορρά έναντι του Νότου...
Εάν προσθέσουμε επίσης αφενός τη διεθνή χρηματοπιστωτική «φούσκα» και αφετέρου τον ανταγωνισμό των αναδυόμενων αγορών, σʼ ένα αρρύθμιστο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, έχουμε όλο το παζλ των αντιθέσεων.
Οι λύσεις, μέσα από αυτή την οπτική γωνία, δεν είναι ούτε «αυτονόητες», ούτε «ουδέτερες», ούτε «μοναδικές». Εξαρτώνται από το «γενικό πλαίσιο» επίλυσης των διαφορετικών συμφερόντων που συγκρούονται και το ποιος το θέτει. Στη δική μας ευρωπαϊκή περίπτωση το ερώτημα είναι εάν θα έχουμε μια πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη με ισότιμη συμμετοχή των κρατών-μελών της ή μια γερμανική Ευρώπη. Δηλαδή με ποιον τρόπο τελικά θα παραμείνουν και θα ενσωματωθούν σʼ ένα ευρώ «ολοκληρωμένης» αρχιτεκτονικής οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Σε τελευταία ανάλυση, πώς θα γίνει η κατανομή του κόστους για να βγει από την κρίση αλώβητη η Ευρωζώνη.
Μέχρι στιγμής, η ελπίδα της εξόδου από την κρίση, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές ευθύνες των υπό κρίση κρατών-μελών, αντισταθμίζει τις οικονομικές απώλειες και τις κοινωνικές θυσίες. Το «κόστος εξόδου» από το ευρώ ήταν μεγαλύτερο από το «κόστος παραμονής». Φοβούμαι ότι οι βλακώδεις «συνταγές» αντιμετώπισης της κρίσης είναι ικανές να ανατρέψουν τις ισορροπίες του «ισολογισμού» μέσα ή έξω. Η διάλυση του ευρώ, αν προκύψει, δεν θα οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους, αλλά στην πραγματική αδυναμία, κοινωνική και οικονομική, των χωρών του Νότου να ακολουθήσουν μια γερμανική Ευρώπη.
Δεν έγινε «διόρθωση» αλλά ολική «καταστροφή» ενός στρεβλού τραπεζικού συστήματος, που με τον τρόπο όμως που έγινε δημιουργεί συνθήκες ανεξέλεγκτης ύφεσης. Θα εκτοξεύσει την ανεργία και θα αυξήσει ραγδαία το χρέος της Κύπρου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αναπόδραστο αποτέλεσμα θα είναι στη συνέχεια η μείωση μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών. Το δίλημμα αν θα πληρώσει ο κόσμος ή οι μεγαλοκαταθέτες στην περίπτωση της Κύπρου αυτοακυρώνεται. Απλώς μέσω «άλλου δρόμου» θα φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, να πληρώσει τελικά τον λογαριασμό ο απλός πολίτης.
Εάν η απόφαση του Eurogroup αφορά μόνο την Κύπρο και καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, είναι ακραία επιλεκτική και τιμωρητική, ιδίως γιατί το κόστος μιας «άλλης λύσης» ήταν εξαιρετικά μικρό για την Ευρώπη.
Εάν όμως πρόκειται για «μοντέλο» ευρύτερης χρήσης στην Ευρωζώνη, όπως προκύπτει από γερμανικές πηγές, η ευρωπαϊκή τραπεζική πίστη θα «τιναχθεί στον αέρα» και θα υπάρξει «άτακτη» μεταφορά καταθέσεων, είτε στον «ασφαλή» Βορρά είτε εκτός Ευρώπης, οξύνοντας τις αναπτυξιακές ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου.
Υπάρχει άλλη λύση; Δεν πρέπει να εξυγιανθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα; Προφανώς. Μόνο που απαιτείται ενιαίο πλαίσιο κανόνων διαφανούς και εύρυθμης λειτουργίας, οργανωμένη καταπολέμηση του ξεπλύματος «μαύρου χρήματος» στο σύνολο της Ευρωζώνης, σοβαροί μηχανισμοί ελέγχου και φορολογική εναρμόνιση. Ο σωστός δρόμος (της τραπεζικής ευρωπαϊκής ενοποίησης που αποφάσισε η Σύνοδος Κορυφής και «μπλοκάρισε» η Γερμανία) είναι μια ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (με κανόνες, όρους, προϋποθέσεις) απευθείας από τον ESM, χωρίς επιβάρυνση του χρέους των κρατών. Πρακτικά σημαίνει οικονομική συμμετοχή των χωρών του Βορρά στο κόστος επανεκκίνησης των οικονομιών του Νότου, στις οποίες οφείλονται εν μέρει και τα πλεονάσματά τους. Οχι «μοντέλο Κύπρου», που λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα!
Ετσι ερχόμαστε στην ουσία του ευρωπαϊκού προβλήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν χρόνιες στρεβλώσεις στο εσωτερικό πολλών κρατών-μελών της Ευρωζώνης που στο παρελθόν αντιμετωπίζονταν με το «εργαλείο» του εθνικού νομίσματος. Σʼ αυτές τις «στρεβλώσεις» προστέθηκαν και οι συστημικές ανισορροπίες του ευρώ, που ευνόησαν και κατέστησαν εξαιρετικά πλεονασματικό τον Βορρά έναντι του Νότου...
Εάν προσθέσουμε επίσης αφενός τη διεθνή χρηματοπιστωτική «φούσκα» και αφετέρου τον ανταγωνισμό των αναδυόμενων αγορών, σʼ ένα αρρύθμιστο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, έχουμε όλο το παζλ των αντιθέσεων.
Οι λύσεις, μέσα από αυτή την οπτική γωνία, δεν είναι ούτε «αυτονόητες», ούτε «ουδέτερες», ούτε «μοναδικές». Εξαρτώνται από το «γενικό πλαίσιο» επίλυσης των διαφορετικών συμφερόντων που συγκρούονται και το ποιος το θέτει. Στη δική μας ευρωπαϊκή περίπτωση το ερώτημα είναι εάν θα έχουμε μια πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη με ισότιμη συμμετοχή των κρατών-μελών της ή μια γερμανική Ευρώπη. Δηλαδή με ποιον τρόπο τελικά θα παραμείνουν και θα ενσωματωθούν σʼ ένα ευρώ «ολοκληρωμένης» αρχιτεκτονικής οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Σε τελευταία ανάλυση, πώς θα γίνει η κατανομή του κόστους για να βγει από την κρίση αλώβητη η Ευρωζώνη.
Μέχρι στιγμής, η ελπίδα της εξόδου από την κρίση, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές ευθύνες των υπό κρίση κρατών-μελών, αντισταθμίζει τις οικονομικές απώλειες και τις κοινωνικές θυσίες. Το «κόστος εξόδου» από το ευρώ ήταν μεγαλύτερο από το «κόστος παραμονής». Φοβούμαι ότι οι βλακώδεις «συνταγές» αντιμετώπισης της κρίσης είναι ικανές να ανατρέψουν τις ισορροπίες του «ισολογισμού» μέσα ή έξω. Η διάλυση του ευρώ, αν προκύψει, δεν θα οφείλεται σε ιδεολογικούς λόγους, αλλά στην πραγματική αδυναμία, κοινωνική και οικονομική, των χωρών του Νότου να ακολουθήσουν μια γερμανική Ευρώπη.