Διαγενεακή αλληλεγγύη
του Παναγιώτη Βλάχου (από το Book's Journal)
Διαστάσεις, προβλήματα και μια πρόκληση για τους Προοδευτικούς.Η ανάγκη για αλληλεγγύη και δικαιοσύνη ανάμεσα στις γενιές επανέρχεται στον επιστημονικό και πολιτικό διάλογο όσο οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γερνούν και οι οικονομίες τους επιβραδύνονται. Η απόρριψη του ντετερμινισμού και η πεποίθηση ότι μπορούμε να επηρεάσουμε το μέλλον, οι σοβαρές ενδείξεις ότι οι μελλοντικές γενιές δεν θα ζήσουν απαραίτητα σε έναν καλύτερο κόσμο, η μείωση φυσικών και οικονομικών πόρων, η χειροτέρευση δημόσιων αγαθών, υπηρεσιών και δικαιωμάτων, αναβαθμίζουν τη σημασία της διαγενεακής ατζέντας και την εντάσσουν στην ευρύτερη πολιτική συζήτηση.
Είναι απορίας άξιο ότι το αίτημα για έμπρακτη αλληλεγγύη πόρων και ευκαιριών μεταξύ των γενεών παραμένει στην καλύτερη των περιπτώσεων μια διακοσμητική αναφορά σε προοδευτικά μανιφέστα. Στην Ελλάδα, ο όρος εισήχθη στο πολιτικό λεξιλόγιο μέσα από τον ακτιβισμό των μπλόγκερς της «Γενιάς των 700 ευρώ». Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάκριση συμφερόντων ανάμεσα στις γενιές δεν είναι μια αυθαίρετη ή μια βολική ερμηνεία. Κατά τον K.Manheim, η γενιά είναι ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο, αρκετά διαφορετικό από τα απλά γεγονότα της γέννησης, της ωρίμανσης και του θανάτου. «Πραγματικές γενιές», κατά τον φιλόσοφο, «είναι αυτές που τα μέλη τους βιώνουν τα ίδια συνεκτικά ιστορικά προβλήματα».
Η διαγενεακή αδικία καταγράφεται παραδοσιακά στους τομείς της εργασίας, της ασφάλισης και του περιβάλλοντος. Όμως αυτή η καταγραφή δεν είναι περιοριστική και μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλους τομείς δημόσιας πολιτικής και ενδιαφέροντος, όπως τα δημόσια οικονομικά, τα δημόσια αγαθά, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η δημοκρατική συμμετοχή, η οικονομική ανάπτυξη.
Διαστάσεις της διαγενεακής ατζέντας
Αυτή που κάποτε βαπτίστηκε «γενιά των 700 ευρώ» στην Ελλάδα, «iPods» στη Μ.Βρετανία ή “Milleuristas” στην Ισπανία, σήμερα εντάσσεται σε μια ευρύτερη ομάδα νέων, το «νέο πρεκαριάτο»: γεννημένοι από τα τέλη του ’70 μέχρι τις αρχές του ’90, συγκεντρώνουν ένα σύνολο προβλημάτων όπως η παρατεταμένη εξάρτηση από την οικογένεια, η οικονομική ανασφάλεια, η γενεακή ένταση και η έκθεση στην κοινωνική και οικονομική κρίση. Η γενιά του «πρεκαριάτου» έχει αναδειχθεί σε τραγικό «πρωταθλητή» της επισφαλούς, μικρής διάρκειας, χαμηλά αμειβόμενης, άλλοτε αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, που είτε δεν εκπροσωπείται ή είναι αναντίστοιχη με τις διεκδικήσεις του μέσου συνδικαλιστή. Παρεχόμενα αγαθά, όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη ή αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που δεν προωθούν την αριστεία, την αξιολόγηση και τον ανταγωνισμό - καθώς κάτι τέτοιο θα κλόνιζε τη θέση της πραγματικής γενιάς των ‘baby boomers’ (γεννημένων μεταξύ 1946 και 1960) - δημιουργούν ιδιαίτερα προβληματικές συνθήκες διαγενεακής κινητικότητας.
Η διεύρυνση της ανεργίας (45.7% στις ηλικίες 15-34 έναντι 15.55% προ κρίσης) μοιάζει με επιδημία. Ιδιαίτερη σημασία έχουν αναλύσεις που καταγράφουν ότι οι απροστάτευτοι “outsiders” στην Ελλάδα (εργαζόμενοι σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν και παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία) ενδεχομένως να αφορούν στο 40% του εργαζόμενου πληθυσμού. Σήμερα, ένας στους πέντε νέους στην Ε.Ε. είναι άνεργος (διπλάσιο ποσοστό από το γενικό πληθυσμό) και 14 εκατομμύρια νέοι συγκροτούν τους λεγόμενους “NEETs”, όσους δηλαδή δεν έχουν ούτε εργασία, ούτε εκπαίδευση, ούτε κατάρτιση. Οι τελευταίοι «κοστίζουν» στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών περίπου 156 δις ευρώ το χρόνο σε επιδόματα και απουσία από την παραγωγική διαδικασία. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ προειδοποιεί για την αστάθεια που θα βιώσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες εξαιτίας του προβλήματος.
Μια άλλη διάσταση αφορά στον ανησυχητικό επιμερισμό του κόστους της δημογραφικης αλλαγής και την επιτακτική ανάγκη μεταρρύθμισης των πολιτικών για την κοινωνική ασφάλιση. Υπολογίζεται ότι η αναλογία εργαζομένου – συνταξιούχου στην Ευρώπη το 2060 θα είναι 2 προς 1, αντί 4 προς 1 σήμερα, πρόβλεψη που μετακυλίει ασύμμετρο βάρος στις μελλοντικές γενιές. Σε ό,τι αφορά στο εθνικό μας ασφαλιστικό σύστημα, τη διαχρονική ‘καυτή πατάτα’ και κορωνίδα της διαγενεακής αδικίας, χρειάστηκε το Μνημόνιο για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Προηγουμένως η αδικία συμπληρωνόταν από το καθεστώς των πρόωρων συντάξεων και του κατακερματισμού τους σε ηλικιακά και επαγγελματικά γκρουπ, σε όφελος των insiders του συστήματος αλλά και του άδικου επιμερισμού των βαρών στους ασφαλισμένους μετά το 1993. Χωρις την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, οι δαπάνες για συντάξεις το 2060 θα άγγιζαν το 24.1% του ΑΕΠ, έναντι της πρόσφατης πρόβλεψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για 14.6% εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.
Η διαχείριση του δημόσιου χρέους είναι άλλο ένα αγκάθι στις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχης και νεότερης γενιάς. Γίνεται αντιληπτό ότι ένα υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του επαγγελματικά ενεργού πληθυσμού, την αύξηση των συνταξιούχων και την παρατεταμένη ύφεση αποτελεί απευκταίο σενάριο. Η εκτόξευση του ελληνικού δημοσίου χρέους αποτελεί ανοιχτή πληγή διαγενεακής αδικίας, στην οποίο προσθέτουμε τις 17.000 ευρώ (πλην τόκων) που έχει λάβει κάθε έλληνας πολίτης στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής στήριξης. Η εικόνα είναι πιο ζοφερή, γνωρίζοντας ότι το δημόσιο χρέος υπολογίζεται με βάση τα κρατικά ομόλογα και δεν συμπεριλαμβάνει κοινωνικές δαπάνες. Συνεκτιμώντας ότι βάσει του Δημοσιονομικού Συμφώνου (Fiscal Compact), κάθε κράτος-μέλος της ευρωζώνης είναι υποχρεωμένο να μειώσει το χρέος του κάτω από το όριο του 60% του ΑΕΠ (το ελληνικό χρέος υπολογίζεται περίπου στο 156% του ΑΕΠ σήμερα), η δημοσιονομική προσαρμογή (με ταυτόχρονη οικονομική μεγέθυνση) για τις διαδοχικές σημερινές γενιές μετατρέπεται σε τιτάνιο έργο και δεν αφήνει περιθώρια για εύκολες συνταγές. Η υπερχρέωση όμως δεν μετατοπίζει μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά βάρη, καθώς η εκχώρηση βασικών λειτουργιών της κρατικής κυριαρχίας σε διεθνείς οργανισμούς συνεπάγεται σημαντικές επιπτώσεις και εκπτώσεις στη δημοκρατική λειτουργία και στην ποιότητα των θεσμών.
Η πρόταση για ‘χρυσούς συνταγματικούς κανόνες’ που θα ορίζουν το πλαφόν του επιτρεπτού ελλείμματος μια χώρας δύσκολα θα εφαρμοστεί στην πράξη. Όμως η ανάγκη για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς μέσα από την εισαγωγή των διεθνών λογιστικών προτύπων στο δημόσιο, τη χρήση βιβλίων εσόδων και εξόδων, η δίκαιη και σταθερή φορολόγηση του πλούτου, η καταγραφή και δημοσίευση της περιουσίας του Δημοσίου και η δημιουργία σε καιρούς ευημερίας αποθεματικών και ταμείων για την ανακούφιση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες έχουν ένα ισχυρό διαγενεακό πρόσημο.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την ποιότητα των παρεχομένων δημοσίων αγαθών προς τους νέους και νεότερους πολίτες. Η εισαγωγή ενός δείκτη «διαγενεακής δικαιοσύνης» που θα υπολογίζεται με στοιχεία γύρω από τους δείκτες ανεργίας, την απόκτηση πρώτης κατοικίας, τις δαπάνες για συντάξεις, το δημόσιο χρέος, τη δημοκρατική συμμετοχή, την υγεία, το εισόδημα, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και την εκπαίδευση κάθε γενιάς, θα αποτελούσε ‘πυξίδα’ για την άσκηση πολιτικής. Ο δείκτης, κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο, καταγράφει την έκταση της μειονεξίας των σημερινών νέων σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία και τον αντίκτυπο του σημερινού τρόπου ζωής και των πολιτικών αποφάσεων για τις μελλοντικές γενιές.
Στο πλαίσιο αυτό, η καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η κατώτατη σύνταξη και η μετάβαση στην παροχή ενός ‘πακέτου’ κοινωνικών υπηρεσιών (ή κοινωνικού μισθού) αντί για το διάτρητο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας των επιδομάτων που ισχύει σήμερα, ενδεχομένως να είναι θετικά βήματα προς την προστασία του ‘πρεκαριάτου’, φτωχών οικογενειών και ηλικιωμένων με χαμηλές συντάξεις. Η αντιμετώπιση της άσκησης της κοινωνικής πολιτικής ως ‘περισσεύματος’ ή ‘φιλοδωρήματος’ αποτελεί ακραία προσέγγιση και αντιστρατεύεται ακόμη και τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται ή εφαρμόστηκαν και σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η αρχή της αειφορίας και της διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι η μόνη θεσμικά κατοχυρωμένη διάσταση της διαγενεακής δικαιοσύνης που προβλέπει το Σύνταγμα και ισχύει στο ελληνικό περιβαλλοντικό δίκαιο. Από τη μία εισάγει ρυθμίσεις περιβαλλοντικής προστασίας, από την άλλη η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» ουσιαστικά υποχρεώνει την κυρίαρχη γενιά να αποζημιώσει τις μελλοντικές για το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα. Φυσικά, είναι και η πρώτη αρχή που πλήττεται σε περιόδους ύφεσης και απο-επένδυσης, ενώ η σύγχυση προτεραιοτήτων στην Ελλάδα, που από τη μία δεν έχει αποκτήσει ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό και εθνικό κτηματολόγιο και από την άλλη επιθυμεί να εκμεταλλευτεί επενδυτικά τη γη της (όπως το πρόσφατο επίμαχο σχέδιο νόμου του υπουργείου Περιβάλλοντος), δικαίως προκαλεί αντιδράσεις.
Η συζήτηση για την αλληλεγγύη ανάμεσα στις γενιές μπορεί επίσης να συμπεριλάβει τους θεσμούς και τα εργαλεία άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής. Η εμμονή στη συζήτηση για τη χρήση των πόρων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία λειτουργεί ως άλλοθι για την απουσία εθνικού σχεδίου πολιτικής οικονομίας και προσανατολισμού της οικονομίας μας στο διεθνή ανταγωνισμό και μάλιστα σε τομείς και επαγγέλματα, όπου το νεότερο ανθρώπινο δυναμικό έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ενώ για παράδειγμα οι εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας αγγίζουν το 50% των συνολικών εξαγωγών των κρατών-μελών της Ε.Ε., στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν μόνο το 28%. Το πρόβλημα συνδέεται με τη δομή και την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ένα δασκαλοκεντρικο/καθηγητοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί υπέρ των insiders και απομειώνει τις γνώσεις και τα ταλέντα των νεότερων γενεών. Ταυτόχρονα, μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην μακρόπνοη ανταγωνιστικότητα λειτουργούν αντιφατικά, είναι άδικες γενεακά και στην ουσία επαναφέρουν το πρόβλημα κυκλικά. Η Ελλάδα της ύφεσης προσφέρει άπειρα παραδείγματα: ενώ το κόστος εργασίας και οι εργατικές αποζημιώσεις έχουν μειωθεί γύρω στο 20%, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων δεν έχουν αλλάξει το παραμικρό, με συνέπεια οι εξαγωγές μας να παραμένουν ακριβές (και σε πτώση) και οι μισθοί να μειώνονται, αντί να αυξάνονται.
Τέλος, αξίζει να ειπωθεί ότι η μη συμμετοχή νέων και νεότερων στα κέντρα λήψης αποφάσεων έχει εγείρει τον προβληματισμο για την εισαγωγή θετικών διακρίσεων (π.χ. ποσοστώσεων) σε χώρες, όπως η Μ.Βρετανία. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αν θα έχουμε νέους ή νεότερους βουλευτές ή υπουργούς, αλλά αν οι σχεδιαζόμενες πολιτικές υπαγορεύονται και επικυρώνονται από γενεακά συμφέροντα που λαμβάνουν υπόψιν την αναγκαία αλληλεγγύη ή απλά κατευθύνονται στην ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων αιτημάτων. Για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα προβληματική η ηλικιακή σύνθεση του ελληνικού εκλογικού σώματος, με τις ηλικίες άνω των 71 ετών να αποτελούν το 22.5% των ψηφοφόρων στις βουλευτικές εκλογές του 2012. Επίσης, περίπου το 42% των ελλήνων ψηφοφόρων από 18 έως 44 ετών φήφισαν για να τιμωρήσουν και όχι να επιβραβεύσουν κάποιο κόμμα στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2012. Η αίσθηση της αδικίας προϋπήρχε της κρίσης και η εκλογική συμπεριφορά των νεότερων γενιών δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το έλλειμα πόρων και ευκαιριών που βιώνει την τελευταία εξαετία.
Συνεπώς, η δημογραφική γήρανση αντιμάχεται τη δυναμική ανανέωση των θεσμών και των δημόσιων πολιτικών και μετατρέπει την κυρίαρχη γενιά σε πρωταγωνιστή και βαμπίρ των διαθέσιμων πόρων. Τραγικότερο παράδειγμα τούτου αποτελούν οι κομματικές νεολαίες των πανεπιστημίων που συχνά αποτελούν οι ίδιες τροχοπέδη για τη γενεακά τους συμφέροντα. Μια προοδευτική προσέγγιση θα μπορούσε να σταθμίσει τα οφέλη από την εισαγωγή ποσοστώσεων για τη συμμετοχή των νέων σε κομματικά όργανα και ψηφοδέλτια κομμάτων και ενδεχομένως τη μείωση του ηλιακού ορίου για την ιδιότητα του ψηφοφόρου από τα 18 στα 16 έτη, ώστε να διευρυνθεί το εκλογικό σώμα, με παράλληλη μέριμνα να αποφευχθεί ο κομματισμός στα σχολεία. Δεν είναι παράδοξο ότι σε χώρες με ανεπτυγμένο κοινωνικό διάλογο και ώριμες σχέσεις μεταξύ κράτους, συνδικάτων, επιχειρήσεων και Κοινωνίας των Πολιτών, η διαγενεακή δικαιοσύνη εμπεριέχεται ως αρχή στη νομοθεσία και στη χάραξη πολιτικών, περιλαμβάνεται ως ρήτρα στο Σύνταγμα ή ως κανόνας εσωκομματικής δημοκρατίας.
Δύο προβλήματα
Η άναλυση και ενσωμάτωση της διαγενεακής ατζέντας στις δημόσιες πολιτικές δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Όλοι έχουν μια ιδέα περί διαγενεακής δικαιοσύνης, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πως αυτή υπηρετείται και εξασφαλίζει τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της, ενώ ο χρονικός της ορίζοντας δεν είναι ξεκάθαρος. Μπορουμε όμως να συμφωνήσουμε στο ελάχιστο, σε μια “not to” προσέγγιση, ώστε η κυρίαρχη γενιά να υποχρεούται να μην χειροτερεύσει την κατάσταση ενός αγαθού, αλλά ακόμη και αν το πράξει, να αποκαταστήσει την αδικία με θετικά μέτρα (υπερισχύει δηλαδή η «αρχή της συνέχειας» αντί για την «αρχή της ανταλλαγής»). Η ίδια αρχή υπαγορεύει τη συνεργασία και συνεννόηση των γενεών. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η διαγενεακή αλληλεγγύη δεν «πουλά» εκλογικά, αφού αναφέρεται σε ζητήματα του μακρινού μέλλοντος. Όμως η περίπτωση της χώρας μας αποδεικνύει ότι μια εξωτερική κρίση ή μια ανεύθυνη διαχείριση πόρων μπορούν να μετατρέψουν αυτό που μοιάζει με μακρινό μέλλον σε ζοφερό παρόν.
Ακούνε οι Προοδευτικοί;
Το βασικό πολιτικό και θεσμικό οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας έχει τρωθεί και οι παραδοσιακοί της εκπρόσωποι ακούγονται ως μια υποκριτική αντήχηση των Συντηρητικών αδυνατώντας να χτίσουν νέες κοινωνικές συμμαχίες. Ακόμη και η ταυτότητα της Ε.Ε. ως μιας κοινότητας κοινωνικής και περιφερειακής συνοχής εκφυλίζεται από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτωχοποίησης, ενώ νέοι κανόνες εξαρτούν πλέον την μεταφορά πόρων, άρα και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, από τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Κάποιοι αναμοχλεύουν αναθέματα κατά του «Τρίτου Δρόμου», μερικοί στοχεύουν κατά της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, άλλοι επιστρέφουν σε παλαιοταξικές αναλύσεις. Στην Ελλάδα, η ρομαντική και λαϊκίστικη Αριστερά κεφαλαιοποιεί εκλογικά την απογοήτευση των κοινωνικών στρωμάτων που στήριξε και προστάτευσε η Κεντροαριστερά, αλλά και την οργή και την φιλοδοξία νεων και νεότερων στην Ευρώπη που αποστρέφονται τις πολιτικές ελίτ και τις θεσμικές τους εκπροσωπήσεις. Όμως η προσέγγιση αυτή δεν έχει καμία φιλοδοξία να ξανασχεδιάσει τους θεσμούς οικονομικής και κοινωνικής διακυβέρνησης. Αντιλαμβάνεται τους νέους ως καύσιμο στην εκλογική της μηχανή. Ο παρωχημένος προστατευτισμός της θα διευρύνει το κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο.
Η διαγενεακή ατζέντα δεν έχει μόνο ηθική διάσταση. Δεν είναι ένα απολίτικο αίτημα. Είναι μια προοδευτική ατζέντα που ανασυνθέτει τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τις κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι διαρκώς μεταρρυθμιστική, στοχεύει στην δημιουργία οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πλεονασμάτων, υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα με στόχο να αμβλύνει τη μυωπική και καταχρηστική άσκηση της δημόσιας πολιτικης. Θέτει κανόνες χρηστής διοίκησης, καλής νομοθέτησης και ανοιχτής διακυβέρνησης. Υπηρετεί το όραμα της «καλής κοινωνίας» που ενέπνευσε τους προοδευτικούς σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Νοηματοδοτεί το δημόσιο συμφέρον και καλεί σε πολιτική ενεργοποίηση, συμβιβασμό και δημιουργία συμμαχιών ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Καλεί νομοθέτες, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, επιχειρήσεις, συνδικάτα και πολίτες να δημιουργήσουν γέφυρες συνεργασίας και να αναβαθμίσουν τον κοινωνικό διάλογο.
Σαφώς και η αλληλεγγύη μεταξύ γενεών οφείλει να λαμβάνει υπόψιν τις ανάγκες της τρίτης ηλικίας, το τεχνολογικό και πολιτισμικό χάσμα, την κοινωνική πρόνοια και τις ευκαιρίες για επανένταξη στην εργασία. Όμως στην Ελλάδα, οι μεγάλοι αδικημένοι στο χάρτη της πολιτικής και κοινωνικής επιρροής παραμένουν οι νέοι. Πριν οι νέοι μετατραπούν σε «καννίβαλους» μέσα από τον εξτρεμισμό και το λαϊκισμό ή μεταναστεύσουν και αφήσουν τους baby boomers να αναζητούν αιμοδότες για τις συντάξεις τους, ας ανοιξει επιτέλους ο διάλογος με ειλικρίνεια, τεκμηρίωση και υπευθυνότητα ως μια διαδικασία δημιουργικού αναστοχασμού και πολιτικής κινητοποίησης.
_______________________
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 39 (Ιανουαρίος 2014) του Book’s Journal.
Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι νομικός, πολιτικός επιστήμονας και μέλος της πολιτικής κοινότητας «Μπροστά» (www.mprosta.gr)