Το Μνημόνιο, το «χαρακίρι» και το στοίχημα της ΔΗΜΑΡ
Χρήστος Μαχαίρας, Μεταρρύθμιση, 11/04/2012
Θέματα Επικαιρότητας
Εκλογές 2012
Άρθρα
Θεωρητικά, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ δεν έχουν κοινά με την παραδοσιακή
Αριστερά. Θεωρητικά, όμως και μόνο. Διότι, επί της ουσίας, είχαν και
έχουν αρκετά...
Οι διαπιστώσεις με τη σειρά: οι δύο εταίροι του δικομματισμού, καθένας με το ύφος και την αισθητική που μεταφέρει, επιμένουν ότι η αποδοχή του δεύτερου Μνημονίου συνιστά μονόδρομο για τη χώρα. Μετά από το γνωστό «αγωνιστικό» διάλειμμα, που συνοδεύτηκε από εξαγγελίες μαχών και επαναδιαπραγματεύσεων, και τα δύο κόμματα εξουσίας πείσθηκαν ότι η υπαγωγή στο συγκεκριμένο σχέδιο δημοσιονομικής ανασυγκρότησης, που αποδεδειγμένα εγκλωβίζει τη χώρα σε υφεσιακό κύκλο, είναι αναγκαίο κακό.
Στον αντίποδα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, ομοίως με το ύφος που καθένας έχει διαμορφώσει, αντιμετωπίζουν το Μνημόνιο ως εισαγόμενη συμφορά και καταθέτουν μία δέσμη προτάσεων, οι οποίες ξεκινούν από τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φθάνουν έως τη συντεταγμένη (;) επιστροφή της χώρας στη δραχμή.
Φαινομενικά, η άποψη που διαπερνά το μπλοκ του δικομματισμού δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τις θέσεις που διακινούν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαινομενικά, ωστόσο... Διότι εκεί που τέμνονται οι δύο αντίπαλες γραμμές – και κατά τούτο συγκλίνουν – είναι ότι συγκροτούν δύο κλειστά συστήματα αντιμετώπισης ενός και του αυτού ζητήματος, το οποίο επιλέγουν να προσεγγίσουν με ιδεολογικές ακαμψίες και θεολογικού χαρακτήρα εμμονές.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το Μνημόνιο – και ιδίως στη δεύτερη και ολοκληρωμένη εκδοχή του – ενσωματώνει πολιτικές που εγκλωβίζουν τη χώρα στο σπιράλ της κρίσης και οδηγούν ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας σε συνθήκες εξαθλίωσης. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η εθελούσια έξοδος από την ευρωζώνη μοιάζει με συλλογικό χαρακίρι, αφού είναι μαθηματικά διαπιστωμένο ότι θα οδηγήσει σε ασφυξία ακόμα μεγαλύτερη από τη σημερινή νοικοκυριά, εργαζόμενους, νέους και συνταξιούχους.
Με άλλα λόγια, μπροστά στην κρίση και στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, το περιθώριο που μας παρέχει τόσο ο δικομματισμός όσο και η παραδοσιακή Αριστερά, είναι να επιλέξουμε μεταξύ δύο... καταστροφών, με τη διαφορά, απλώς, ότι η δεύτερη οδηγεί στον αγωνιστικό παράδεισο.
Υπάρχει τρίτος δρόμος; Ή, για να το πούμε διαφορετικά, σ’ αυτό το κλίμα της αφόρητης μονοτονίας που διαμορφώνεται και που, όπως όλα δείχνουν, θα επιταθεί προεκλογικά, μπορεί να διατυπωθεί άλλο αίτημα; Χωράει άλλος λόγος; Υπάρχει άλλο χρώμα, πέρα από το άσπρο και το μαύρο, που μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο;
Στην Ευρώπη, αναλυτές όλου του φάσματος, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί, οικολόγοι, τελευταία όλο και περισσότεροι φιλελεύθεροι, πείθονται ότι η συνταγή που έχει υιοθετηθεί για την Ελλάδα δεν είναι απλώς λάθος, αλλά καταστροφική. Κανείς δεν διανοήθηκε να τους κατηγορήσει. Κανείς δεν τους κουνάει το δάχτυλο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, επειδή επισημαίνουν το προφανές και διεκδικούν το αυτονόητο.
Αυτό το αυτονόητο, την επιλογή δηλαδή πολιτικών που θα μειώσουν τις συνέπειες των Μνημονίων και θα κρατήσουν τη χώρα όρθια όχι μέσα στις θολές αυταπάτες, αλλά στο φυσικό της χώρο, που δεν είναι άλλος από την Ευρώπη, έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει η ΔΗΜΑΡ και όσοι συμπαρατάσσονται μαζί της στο δρόμο προς την κάλπη.
Όσο πιο ηχηρά, υπεύθυνα και ακομπλεξάριστα το κάνει, τόσο εγγύτερα θα έρθει ο στόχος της συγκρότησης ενός μαζικού προοδευτικού μετώπου λογικής με ευρωπαϊκό ορίζοντα, που έχει ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ η χώρα.
Οι διαπιστώσεις με τη σειρά: οι δύο εταίροι του δικομματισμού, καθένας με το ύφος και την αισθητική που μεταφέρει, επιμένουν ότι η αποδοχή του δεύτερου Μνημονίου συνιστά μονόδρομο για τη χώρα. Μετά από το γνωστό «αγωνιστικό» διάλειμμα, που συνοδεύτηκε από εξαγγελίες μαχών και επαναδιαπραγματεύσεων, και τα δύο κόμματα εξουσίας πείσθηκαν ότι η υπαγωγή στο συγκεκριμένο σχέδιο δημοσιονομικής ανασυγκρότησης, που αποδεδειγμένα εγκλωβίζει τη χώρα σε υφεσιακό κύκλο, είναι αναγκαίο κακό.
Στον αντίποδα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, ομοίως με το ύφος που καθένας έχει διαμορφώσει, αντιμετωπίζουν το Μνημόνιο ως εισαγόμενη συμφορά και καταθέτουν μία δέσμη προτάσεων, οι οποίες ξεκινούν από τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φθάνουν έως τη συντεταγμένη (;) επιστροφή της χώρας στη δραχμή.
Φαινομενικά, η άποψη που διαπερνά το μπλοκ του δικομματισμού δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τις θέσεις που διακινούν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαινομενικά, ωστόσο... Διότι εκεί που τέμνονται οι δύο αντίπαλες γραμμές – και κατά τούτο συγκλίνουν – είναι ότι συγκροτούν δύο κλειστά συστήματα αντιμετώπισης ενός και του αυτού ζητήματος, το οποίο επιλέγουν να προσεγγίσουν με ιδεολογικές ακαμψίες και θεολογικού χαρακτήρα εμμονές.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το Μνημόνιο – και ιδίως στη δεύτερη και ολοκληρωμένη εκδοχή του – ενσωματώνει πολιτικές που εγκλωβίζουν τη χώρα στο σπιράλ της κρίσης και οδηγούν ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας σε συνθήκες εξαθλίωσης. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η εθελούσια έξοδος από την ευρωζώνη μοιάζει με συλλογικό χαρακίρι, αφού είναι μαθηματικά διαπιστωμένο ότι θα οδηγήσει σε ασφυξία ακόμα μεγαλύτερη από τη σημερινή νοικοκυριά, εργαζόμενους, νέους και συνταξιούχους.
Με άλλα λόγια, μπροστά στην κρίση και στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, το περιθώριο που μας παρέχει τόσο ο δικομματισμός όσο και η παραδοσιακή Αριστερά, είναι να επιλέξουμε μεταξύ δύο... καταστροφών, με τη διαφορά, απλώς, ότι η δεύτερη οδηγεί στον αγωνιστικό παράδεισο.
Υπάρχει τρίτος δρόμος; Ή, για να το πούμε διαφορετικά, σ’ αυτό το κλίμα της αφόρητης μονοτονίας που διαμορφώνεται και που, όπως όλα δείχνουν, θα επιταθεί προεκλογικά, μπορεί να διατυπωθεί άλλο αίτημα; Χωράει άλλος λόγος; Υπάρχει άλλο χρώμα, πέρα από το άσπρο και το μαύρο, που μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο;
Στην Ευρώπη, αναλυτές όλου του φάσματος, σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί, οικολόγοι, τελευταία όλο και περισσότεροι φιλελεύθεροι, πείθονται ότι η συνταγή που έχει υιοθετηθεί για την Ελλάδα δεν είναι απλώς λάθος, αλλά καταστροφική. Κανείς δεν διανοήθηκε να τους κατηγορήσει. Κανείς δεν τους κουνάει το δάχτυλο, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, επειδή επισημαίνουν το προφανές και διεκδικούν το αυτονόητο.
Αυτό το αυτονόητο, την επιλογή δηλαδή πολιτικών που θα μειώσουν τις συνέπειες των Μνημονίων και θα κρατήσουν τη χώρα όρθια όχι μέσα στις θολές αυταπάτες, αλλά στο φυσικό της χώρο, που δεν είναι άλλος από την Ευρώπη, έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει η ΔΗΜΑΡ και όσοι συμπαρατάσσονται μαζί της στο δρόμο προς την κάλπη.
Όσο πιο ηχηρά, υπεύθυνα και ακομπλεξάριστα το κάνει, τόσο εγγύτερα θα έρθει ο στόχος της συγκρότησης ενός μαζικού προοδευτικού μετώπου λογικής με ευρωπαϊκό ορίζοντα, που έχει ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ η χώρα.