Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Φορολόγηση Της Εκκλησιαστικής Περιουσίας – Σχέσεις Κράτους Και Εκκλησιάς

Φορολόγηση Της Εκκλησιαστικής Περιουσίας – Σχέσεις Κράτους Και Εκκλησιάς

To παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή ένα μίνι – ρεπορτάζ της γερμανικής ραδιοφωνίας σχετικά με τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις του ελληνικού κράτους με την Εκκλησία και η άποψη μου ζητήθηκε λόγω της συμμετοχής μου σε ομάδες του Facebook που ζητάνε την φορολόγηση της Εκκλησίας.  Η αλήθεια είναι ότι ο τίτλος  αυτών των ομάδων είναι εν μέρη παραπλανητικός καθώς η Εκκλησία φορολογείται . Το ερώτημα όμως είναι : Φορολογείται επαρκώς και με ισονομία; Και εάν όχι γιατί όχι; Η προσωπική μου εκτίμηση και απάντηση είναι όχι και αυτό θα γίνει προσπάθεια να αιτιολογηθεί στη συνέχεια.
Βασικές απαλλαγές :
Με το ν. 3220/2004, η Εκκλησία απαλλάχθηκε από την υποχρέωση της εισφοράς 35% των εσόδων των ναών. Η εισφορά είχε θεσπιστεί το 1945, όταν το κράτος ανέλαβε να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της, ποσοστό που το 1968 αυξήθηκε στο 35%.
Σχόλιο : Ενώ η πολιτεία συνεχίζει να καταβάλλει τους μισθούς περίπου 10.000 κληρικών η υποχρέωση της Εκκλησίας προς την πολιτεία έχει καταργηθεί.
Με το  νόμο 2459/97 απαλλάσσονται από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν ως λατρευτικοί χώροι.
Σχόλιο 1 : Βασισμένο στον ίδιο νόμο είναι η απαλλαγή από την καταβολή του εκτάκτου τέλους ακίνητης περιούσιας -το γνωστό χαράτσι- που επιβλήθηκε σε όλους τους κατόχους ακίνητης περιουσίας
Σχόλιο 2: Αυτό συμβαίνει για όλους τους λατρευτικούς χώρους  των αναγνωρισμένων θρησκειών εν Ελλάδι καθώς και για τους χώρους που ασκούνται φιλανθρωπικές δράσεις. Θέση μας είναι η εξαίρεση μόνο των χώρων που χρησιμοποιούνται για φιλανθρωπικές δράσεις (ορφανοτροφεία γηροκομεία, χώροι συσσιτίων κλπ)
Σχόλιο 3: Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι αναγνωρίζουμε και επιζητούμε το σημαντικό και εκτενές φιλανθρωπικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία της Ελλάδος. Όμως τα κριτήρια με τα όποια προσδιορίζεται ο χαρακτηρισμός της χρήσης ενός ακινήτου ως κοινωφελούς ή λατρευτικής δεν είναι ξεκάθαρα καθώς δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία που να τα προσδιορίζει.
Με το ν. 3296/2004, η Εκκλησία απαλλάχθηκε από το φόρο 10% που επιβαρύνει τα εισοδήματα από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών των μητροπόλεων, των ναών, των μοναστηριών κ.λπ. Ειδικότερα, ο νόμος προέβλεψε για το οικονομικό έτος 2006 μείωση φόρου στο 7%, για το 2007 στο 4% και από το 2008 πλήρη απαλλαγή.
Σχόλιο 1 ) Η Εκκλησία σε σχετική ανακοίνωσή της αναφέρει ότι υποχρεούται σε  φόρο επί των εισοδημάτων από οικοδομές και εκμισθώσεις γαιών με συντελεστή 3%.
Σχόλιο 2) Και στην περίπτωση που ισχύει , ο συντελεστής 3% είναι πολύ χαμηλότερος από τον συντελεστή 10% που υποχρεούνται φυσικά πρόσωπα ή ΝΠΙΔ.
Σχόλιο 3) Δεδομένου ότι η Εκκλησιά αποτελεί το δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης (μετά το ελληνικό κράτος), με 1εκ 300.000 στρέμματα γης (στοιχεία Αγροτικής Τράπεζας)   καταλαβαίνουμε την απώλεια σε εισοδήματα του Ελληνικού κράτους
Τέλος  αξίζει να αναφερθεί ότι η αγοραπωλησία εκκλησιαστικών ειδών που γίνεται σε θρησκευτικούς χώρους δεν υπόκειται σε φορολόγηση διότι εξαιρέθηκαν από την υποχρέωση έκδοσης αποδείξεων ταμειακής μηχανής καθώς το εκκλησιαστικό παγκάρι εμπίπτει στο ν. 3220/2004.  Επιπλέον, σε γάμους, βαφτίσια  κλπ όταν δίνεται απόδειξη, δεν είναι απόδειξη παροχής υπηρεσιών αλλά δωρεάς ως προς τον ναό.
Σκάνδαλα με καταβολές δωρεών
Όσον αφόρα στις δωρεές ενώ η φορολογία ως προς την εκκλησία και γενικά τα κοινωφελή ιδρύματα είναι εξαιρετικά χαμηλή ( της τάξεως του 0.5 με 1 % )  ο δωρητής μπορεί να λάβει επιστροφή φόρου μέχρι και 40-45% επί της δωρεάς. Έτσι έχουμε φαινόμενα εικονικών δωρεών τα όποια δυστυχώς δεν είναι μεμονωμένα.  Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο μετά από ελέγχους στη Β ΔΟΥ Πατρών αποκαλύφθηκαν εικονικές δωρεές 4 εκ € που απέφεραν στους δωρητές επιστροφή φόρου πλέον του 1,5 εκατ. € δημοσίου χρήματος. Αντίστοιχα πριν από λίγες ημέρες αποκαλύφθηκε παρόμοια υπόθεση στα Φάρσαλα με εικονικές δωρεές ύψους 1 εκ €.
Προφανώς αυτές οι πρακτικές δεν χαρακτηρίζουν το σύνολο της εκκλησίας ούτε βεβαία των εκκλησιαστικών λειτουργών. Όμως το ζήτημα είναι γιατί δεν υπάρχει αυστηρό νομικό πλαίσιο για τις δωρεές και γιατί το κράτος και οι επιμέρους υπηρεσίες αυτού δεν προχωρούν αποτελεσματικά στους απαραίτητους ελέγχους. Δυστυχώς η απάντηση, όπως και σε πολλά από τα κακώς κείμενα της Ελλάδος, έγκειται στη διαπλοκή και στις σχέσεις πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων.
Ύψος περιουσίας
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την περιουσία της εκκλησίας είναι ότι  δεν υπάρχει καταγραφή της.
-           Η Εκκλησία δεν έχει εκδώσει αντίστοιχη ανακοίνωση με αναλυτικά στοιχεία για την περιουσία των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ.
-          Στο Εθνικό Κτηματολόγιο δεν προσήλθαν για να εγγραφούν η εκκλησία, οι μονές και τα σχετικά νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Η ακίνητη περιουσία της εκκλησίας υπολογίζεται σύμφωνα με την Αγροτική Τράπεζα σε ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες στρέμματα, ενώ το Υπουργείο Γεωργίας τα περιορίζει μόνο σε 855 χιλιάδες και από αυτά τα 422 είναι διακατεχόμενα.
[Διακατεχόμενες είναι εκείνες οι εκτάσεις για τις οποίες δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας ή υπήρχαν και χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.]
Κάποια άλλα στοιχεία :
Πρίν από 20 χρόνια οκτώ μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση (περί φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας) αποτιμούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο ποσό των 8 τρισ δραχμών δηλαδή περίπου 22 δις €.
Υπολογίζουμε ότι υπάρχουν σχεδόν 8000 ενορίες και εκατοντάδες μοναστήρια, όποτε φαντάζεστε για τι ύψους ποσά μιλάμε.
Φυσικά το θέμα δεν είναι να μιλάμε με εικασίες, εκτιμήσεις και πρόχειρους υπολογισμούς. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να καταγραφεί η ακριβής περιουσία για  το καλό τόσο του ελληνικού κράτους όσο και τις ίδιας της Εκκλησίας.

Νομικό καθεστώς
Βεβαία η καταγραφή και επομένως η νόμιμη φορολόγηση προσκρούει σε ένα σημαντικό εμπόδιο. Αυτό της δαιδαλώδους οργάνωσης που υπάρχει εντός της εκκλησίας.  Εκατοντάδες Νομικά Πρόσωπα  που συναλλάσσονται μεταξύ τους, με κάποια από αυτά να έχουν ιδιαίτερο νομικό καθεστώς και ειδικό δίκαιο, συνθέτουν ένα περιβάλλον πολύ δύσκολο να ελεγχθεί. Ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί επίσης, είναι το πόσα και ποια είναι αυτά τα Νομικά Πρόσωπα ώστε να υπάρξει διαφάνεια στην διοίκηση, την διαχείριση και τις συναλλαγές.
Μιλώντας για  διαφάνεια πρέπει να πούμε ότι σε όλα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, οι δαπάνες θεωρούνται νόμιμες από τη στιγμή που θα αναρτηθούν στο «Διαύγεια». Η Εκκλησία για τις επί των οικονομικών κινήσεις της, όπως υποχρεούται ως ΝΠΔΔ, έχει μόλις 2 αναρτήσεις. Ευλόγα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν αναρτώνται στο «Διαύγεια» οι οικονομικές κινήσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και όλων των εκκλησιαστικών ΝΠ;
Και εδώ λοιπόν είναι το σημείο που εισερχόμαστε στο ποια θα πρέπει να είναι η σχέση του κράτους με την εκκλησία.
Σχέσεις κράτους – εκκλησίας
Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα των ημερών μας θεωρούμε ότι απαιτεί επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, καθώς και Κράτους -Αναγνωρισμένων Εκκλησιών και Θρησκειών, πάντα στο πλαίσιο του σεβασμού του ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη ζωή και στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας. Από τις αποφάσεις του 1ου Συνεδρίου της ΔημΑρ, προκύπτουν με σαφήνεια οι θέσεις του κόμματός μας, έτσι όπως ομόφωνα ψηφίστηκαν από το σώμα.
Ανάμεσα σε άλλα, αίτημα των καιρών είναι ότι:
Το κράτος δεν θα πρέπει να εμπλέκεται σε ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας της εκκλησίας όπως και η εκκλησίας με τη σειρά της δεν πρέπει να εμπλέκεται σε ζητήματα που άπτονται της λειτουργίας του κράτους (όπως π.χ. το θέμα των ταυτοτήτων ή το θέμα των γάμων)
Έτσι προτείνουμε :
α) Την μετατροπή όλων των Εκκλησιών και Αναγνωρισμένων Θρησκειών σε Ν.Π.Ι.Δ. εκκλησιαστικού τύπου – sui generis, στα οποία η πολιτεία θα παρεμβαίνει αποκλειστικά στα ζητήματα που αφορούν στην προστασία της νομιμότητας.
β)  Την ένταξη των Θρησκευμάτων και όλων των Θρησκευτικών ζητημάτων στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εσωτερικών.
γ) Την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου από κάθε δραστηριότητα της δημόσιας ζωής.
δ) Τη σταδιακή κατάργηση της  μισθοδοσίας των ιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος με ταυτόχρονη επιστροφή στην εκκλησία περιουσιακών στοιχείων που της ανήκουν. Η μισθοδοσία των ιερέων καμίας Εκκλησίας δεν μπορεί να βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.



Σχέσεις εκκλησιαστικών – πολιτικών παραγόντων
Όπως θα έχει γίνει κατανοητό στη μέχρι τώρα αναφορά μας, πολλά από τα προβλήματα προέρχονται από μεροληπτικές συμπεριφορές ως προς την Εκκλησία των πολιτικών παραγόντων.  Είναι γνωστές οι προνομιακές αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις που έχουν πολιτικοί από σχεδόν όλους τους χώρους με παράγοντες της εκκλησίας.
Η επιρροή που ασκούν οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί στο ποίμνιο τους δεν είναι αποκλειστικά για θέματα πίστης και  ηθικής αλλά επεκτείνεται και σε θέματα πολιτικής φύσης. Πιο συγκεκριμένα έχουμε εκλογές βουλευτών  μέχρι τοπικών δημοτικών συμβούλων λόγω της καλής τους σχέσης με την εκκλησία της περιοχής που εκλέγονται. Οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί επιδιώκουν να έχουν πολιτική επιρροή και θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να εμπλέκονται στη διακυβέρνηση του τόπου.
Είναι γνωστή η διαμάχη του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου με τον Γιάννη Μπουτάρη κατά την περίοδο της υποψηφιότητας του δεύτερου ως Δημάρχου, ενώ ο ίδιος Μητροπολίτης είχε μιλήσει με τα θερμότερα λόγια για τον σημερινό πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευ. Βενιζέλο όταν ο τελευταίος ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών, λόγω των θερμών προσωπικών τους σχέσεων.
Από την άλλη και οι πολιτικοί παράγοντες θέλουν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της εκκλησίας προωθώντας στην ιεραρχία δικούς τους ανθρώπους και αποσκοπώντας σε μελλοντικά οφέλη.
Η διαπλοκή ιερωμένων με πολιτικούς παράγοντες έχει προκαλέσει δεκάδες σκάνδαλα, με πιο τρανταχτό εκείνο του Βατοπαιδίου, και έχει κάνει περισσότερο από φανερό ότι οι σχέσεις πολιτείας – εκκλησίας δεν  είναι υγιείς.
Για να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος, είναι απαραίτητο πολιτεία και εκκλησιά να διαχωρίσουν τους ρόλους τους. Αυτό μπορεί να συμβεί με επαναπροσδιορισμό των μεταξύ τους σχέσεων, με τήρηση της ισονομίας για όλα τα αναγνωρισμένα Θρησκεύματα, πάντα φυσικά με απόλυτο σεβασμό στη θρησκευτική πίστη και επίγνωση της  ελληνικής ιστορίας και παράδοσης.
1)  Ο Αλέξανδρος Παλαμίδης είναι μηχανικός Η/Υ , μέλος την γραμματείας νέων της Δημ.Αρ. και υποψήφιος βουλευτής στη Β’Αθηνών.