Ενιαία Ευρωπαϊκή Τραπεζική Εποπτεία: Ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα
του Γεράσιμου Γεωργάτου
Εκτός από την ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας απόφαση για εκταμίευση της χρηματικής βοήθειας εντός των προσεχών ημερών, οι υπουργοί οικονομικών, στο Eurogroup, στις 13/12/12, κατέληξαν σε μια επίσης ζωτικής σημασίας συμφωνία για ένα μηχανισμό ενιαίας εποπτείας των τραπεζών της ευρωζώνης, που θα τεθεί σε λειτουργία από την 1η Μαρτίου 2014, αφού πρώτα εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για πρώτη φορά η Ε.Ε επιχειρεί να επιβάλλει ρυθμίσεις στον τραπεζικό και γενικότερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που αποτελεί βασική αιτία κρίσεων και παραμένει στην ευρωπαϊκή ήπειρο πιο απελευθερωμένος και από τις ΗΠΑ. Και ενώ υπάρχει υψηλή διασύνδεση μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, η εποπτεία παραμένει μέχρι σήμερα περιορισμένη σε εθνικά πλαίσια.
Αν και πρόκειται για το πρώτο και ιδιαίτερα σημαντικό βήμα προς την τραπεζική ένωση, έτυχε μικρής προβολής από τα ελληνικά ΜΜΕ. Ούτε όμως και τα πολιτικά κόμματα σχολίασαν με ανακοινώσεις τους τη σχετική απόφαση, όπως θα ανέμενε κανείς, τουλάχιστον από εκείνα που δηλώνουν σταθερά προσηλωμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας. Κάποιοι ευρωσκεπτικιστές το σχολίασαν ως αφελληνισμό του τραπεζικού μας συστήματος, εντάσσοντάς το στην ξεπερασμένη αντίληψή τους περί εθνικής κυριαρχίας. Αδυνατούν, ούτως ή άλλως, να κατανοήσουν ότι η εθνική ύπαρξη και κυριαρχία, ιδίως για τα πιο μικρά έθνη, στο σημερινό παγκοσμιοποιούμενο και μεταβαλλόμενο κόσμο, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με την ένταξή τους σε ευρύτερες ενοποιημένες οντότητες, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά την κοινή λοιπόν απόφαση των υπουργών οικονομικών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έχει την απευθείας εποπτεία των 150 μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης, με προοπτική να επεκταθεί σε ένα σύνολο 6000 τραπεζών. Οι μικρότερες τράπεζες προς το παρόν θα εντάσσονται στην ενιαία εποπτεία ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ η ΕΚΤ θα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει αμέσως, μόλις παρουσιαστεί οποιοδήποτε πρόβλημα.
Σύμφωνα μάλιστα με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του προηγούμενου Ιουνίου, από τη στιγμή που ενεργοποιείται η Ενιαία Τραπεζική Εποπτεία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούν να ανακεφαλαιοποιούνται απευθείας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (ESM), χωρίς τα ποσά αυτά να εγγράφονται ως χρέος στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Κάτι που αποτελεί προτεραιότητα για την Ισπανία και την Ιταλία, υποστηρίζεται και από τη Γαλλία, ενώ η Γερμανία, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του μηχανισμού στήριξης, επιχειρεί να αναβάλει την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου.
Σε πρώτη φάση, στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ θα ενταχθούν όσες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν κεφάλαια τουλάχιστον 30 δις ευρώ, ή που ο λόγος των περιουσιακών τους στοιχείων προς το ΑΕΠ της χώρας είναι πάνω από 20%. Αυτό θα αφορά προφανώς και τους τρεις μεγάλους ελληνικούς τραπεζικούς ομίλους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να λειτουργήσουν με ευρωπαϊκές νόρμες, με συνέπεια να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος τραπεζικής κατάρρευσης δρώντας αποτρεπτικά και ως προς τη φυγή των καταθέσεων.
Η Γερμανία είναι ικανοποιημένη με αυτήν την καταρχήν περιορισμένη και οριοθετημένη εποπτεία, διότι θέλει να διατηρήσει, για την ώρα, υπό εθνική εποπτεία τις τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες (Sparkassen), καλύπτοντας, όπως λέγεται, ελλείμματα.
Διευθετήθηκε επίσης το πρόβλημα της ενιαίας εποπτείας και με τις χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ και ιδίως με τη Βρετανία, που θέλει να προστατεύσει το λονδρέζικο city από χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις επιβεβλημένες από την Ε.Ε, τη στιγμή μάλιστα που ο ευρωσκεπτικισμός παρουσιάζεται αυξημένος μέσα στο ίδιο το κόμμα του πρωθυπουργού D. Cameron. Οι κανόνες και οι νόρμες που θα αποφασίζει το ενιαίο εποπτικό όργανο, θα πρέπει να εγκρίνονται από δύο πλειοψηφίες: από εκείνη των χωρών που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ και εκείνη των χωρών που δεν μετέχουν στην ευρωζώνη.
Το ιδανικό και ιδεατό, ασφαλώς, θα ήταν να υπάρξει άμεση και ολοκληρωμένη τραπεζική ενοποίηση, συλλογική αντιμετώπιση του χρέους (ευρωομόλογα), ενιαία δημοσιονομική πολιτική, αναδιανεμητικός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (φόρος Tobin) και πολλά άλλα που επιδιώκει η Αριστερά. Όμως, έτσι προχωράει επί εξήντα χρόνια η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Μέσα από διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς, με τα βήματα να είναι συχνά πιο αργά από αυτά που απαιτούν οι περιστάσεις, όπως σήμερα στις συνθήκες της κρίσης.
Ακριβώς εξαιτίας της κρίσης οι συντηρητικές κυβερνήσεις, που πλειοψηφούν στα όργανα της Ένωσης, αναγκάζονται να προχωρήσουν σε μέτρα που δεν συνάδουν με τη συνήθως δογματική προσήλωσή τους στην οικονομική ορθοδοξία.Επιβεβαιώνεται έτσι για μια ακόμα φορά η αντίληψη του αείμνηστου Μ. Παπαγιαννάκη, που συνήθιζε να λέει πως ό,τι ενοποιεί την Ευρώπη, έστω και υπό συντηρητικές συνθήκες, είναι θετικό. Δικαιώνεται όμως και η επιμονή της ΔΗΜΑΡ, ότι η χώρα μας πρέπει με μεγάλες, ομολογουμένως, θυσίες, να παραμείνει αγκυρωμένη στο ευρώ και την ευρωζώνη, για να είναι παρούσα και να επωφεληθεί από τις εξελίξεις. Γιατί η Ευρώπη θα αλλάξει, αλλιώς θα καταρρεύσει. Η απόφαση του eurogroup για την Ενιαία Τραπεζική Εποπτεία, αποτελεί, μετά τους μηχανισμούς στήριξης, ένα ακόμα μικρό αλλά σημαντικό βήμα.
Αν και πρόκειται για το πρώτο και ιδιαίτερα σημαντικό βήμα προς την τραπεζική ένωση, έτυχε μικρής προβολής από τα ελληνικά ΜΜΕ. Ούτε όμως και τα πολιτικά κόμματα σχολίασαν με ανακοινώσεις τους τη σχετική απόφαση, όπως θα ανέμενε κανείς, τουλάχιστον από εκείνα που δηλώνουν σταθερά προσηλωμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας. Κάποιοι ευρωσκεπτικιστές το σχολίασαν ως αφελληνισμό του τραπεζικού μας συστήματος, εντάσσοντάς το στην ξεπερασμένη αντίληψή τους περί εθνικής κυριαρχίας. Αδυνατούν, ούτως ή άλλως, να κατανοήσουν ότι η εθνική ύπαρξη και κυριαρχία, ιδίως για τα πιο μικρά έθνη, στο σημερινό παγκοσμιοποιούμενο και μεταβαλλόμενο κόσμο, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με την ένταξή τους σε ευρύτερες ενοποιημένες οντότητες, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κατά την κοινή λοιπόν απόφαση των υπουργών οικονομικών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έχει την απευθείας εποπτεία των 150 μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης, με προοπτική να επεκταθεί σε ένα σύνολο 6000 τραπεζών. Οι μικρότερες τράπεζες προς το παρόν θα εντάσσονται στην ενιαία εποπτεία ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ η ΕΚΤ θα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει αμέσως, μόλις παρουσιαστεί οποιοδήποτε πρόβλημα.
Σύμφωνα μάλιστα με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του προηγούμενου Ιουνίου, από τη στιγμή που ενεργοποιείται η Ενιαία Τραπεζική Εποπτεία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα μπορούν να ανακεφαλαιοποιούνται απευθείας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης (ESM), χωρίς τα ποσά αυτά να εγγράφονται ως χρέος στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Κάτι που αποτελεί προτεραιότητα για την Ισπανία και την Ιταλία, υποστηρίζεται και από τη Γαλλία, ενώ η Γερμανία, ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του μηχανισμού στήριξης, επιχειρεί να αναβάλει την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου.
Σε πρώτη φάση, στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ θα ενταχθούν όσες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν κεφάλαια τουλάχιστον 30 δις ευρώ, ή που ο λόγος των περιουσιακών τους στοιχείων προς το ΑΕΠ της χώρας είναι πάνω από 20%. Αυτό θα αφορά προφανώς και τους τρεις μεγάλους ελληνικούς τραπεζικούς ομίλους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να λειτουργήσουν με ευρωπαϊκές νόρμες, με συνέπεια να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος τραπεζικής κατάρρευσης δρώντας αποτρεπτικά και ως προς τη φυγή των καταθέσεων.
Η Γερμανία είναι ικανοποιημένη με αυτήν την καταρχήν περιορισμένη και οριοθετημένη εποπτεία, διότι θέλει να διατηρήσει, για την ώρα, υπό εθνική εποπτεία τις τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες (Sparkassen), καλύπτοντας, όπως λέγεται, ελλείμματα.
Διευθετήθηκε επίσης το πρόβλημα της ενιαίας εποπτείας και με τις χώρες που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ και ιδίως με τη Βρετανία, που θέλει να προστατεύσει το λονδρέζικο city από χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις επιβεβλημένες από την Ε.Ε, τη στιγμή μάλιστα που ο ευρωσκεπτικισμός παρουσιάζεται αυξημένος μέσα στο ίδιο το κόμμα του πρωθυπουργού D. Cameron. Οι κανόνες και οι νόρμες που θα αποφασίζει το ενιαίο εποπτικό όργανο, θα πρέπει να εγκρίνονται από δύο πλειοψηφίες: από εκείνη των χωρών που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ και εκείνη των χωρών που δεν μετέχουν στην ευρωζώνη.
Το ιδανικό και ιδεατό, ασφαλώς, θα ήταν να υπάρξει άμεση και ολοκληρωμένη τραπεζική ενοποίηση, συλλογική αντιμετώπιση του χρέους (ευρωομόλογα), ενιαία δημοσιονομική πολιτική, αναδιανεμητικός ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (φόρος Tobin) και πολλά άλλα που επιδιώκει η Αριστερά. Όμως, έτσι προχωράει επί εξήντα χρόνια η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Μέσα από διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς, με τα βήματα να είναι συχνά πιο αργά από αυτά που απαιτούν οι περιστάσεις, όπως σήμερα στις συνθήκες της κρίσης.
Ακριβώς εξαιτίας της κρίσης οι συντηρητικές κυβερνήσεις, που πλειοψηφούν στα όργανα της Ένωσης, αναγκάζονται να προχωρήσουν σε μέτρα που δεν συνάδουν με τη συνήθως δογματική προσήλωσή τους στην οικονομική ορθοδοξία.Επιβεβαιώνεται έτσι για μια ακόμα φορά η αντίληψη του αείμνηστου Μ. Παπαγιαννάκη, που συνήθιζε να λέει πως ό,τι ενοποιεί την Ευρώπη, έστω και υπό συντηρητικές συνθήκες, είναι θετικό. Δικαιώνεται όμως και η επιμονή της ΔΗΜΑΡ, ότι η χώρα μας πρέπει με μεγάλες, ομολογουμένως, θυσίες, να παραμείνει αγκυρωμένη στο ευρώ και την ευρωζώνη, για να είναι παρούσα και να επωφεληθεί από τις εξελίξεις. Γιατί η Ευρώπη θα αλλάξει, αλλιώς θα καταρρεύσει. Η απόφαση του eurogroup για την Ενιαία Τραπεζική Εποπτεία, αποτελεί, μετά τους μηχανισμούς στήριξης, ένα ακόμα μικρό αλλά σημαντικό βήμα.
Ο Γεράσιμος Γεωργάτος είναι Μέλος της Ε.Ε της ΔΗΜ.ΑΡ, υπεύθυνος για την ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική.