Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός του ΣΥΡΙΖΑ Του Γιάννη Βούλγαρη


Ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός του ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιάννη Βούλγαρη

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 08 Δεκεμβρίου 2012
Εχω χρησιμοποιήσει τον αντιφατικό εκ πρώτης όψεως όρο ριζοσπαστικός συντηρητισμός για να προσδιορίσω αυτό που συνιστά, κατά τη γνώμη μου, τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ τόσο όταν ήταν μικρό κόμμα του 4% όσο και μετεκλογικά, που έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με το σεβαστό 27%. Ριζοσπαστικός, σχεδόν εμφυλιοπολεμικός λόγος, συστηματικός ακτιβισμός, κάλυψη κάθε είδους διαμαρτυρίας ακόμα και εκείνων που κινούνται στα όρια του απροκάλυπτου τραμπουκισμού, υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης είτε δίκαιης είτε εμφανώς αντικοινωνικής (όπως η φοροδιαφυγή ή η χωματερή του ΑΠΘ).
Η παρακολούθηση της πρόσφατης Συνδιάσκεψης του κόμματος ενίσχυσε, νομίζω, αυτή την εικόνα. Ενας κόσμος που ζει την ευφορία της εκτόξευσης από το μικρό στο μεγάλο μέγεθος. Ενα κόμμα που πιστεύει ότι σε λίγο θα κυβερνήσει και το επιθυμεί πολύ. Εξουσιαστές και αντιεξουσιαστές, μαοϊκοί ή κνίτες, τροτσκιστές ή πασοκογενείς, δηλώνουν τελετουργικά ότι είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν. Ενα κόμμα που θεωρεί ότι «επιλέχτηκε» από την κοινωνία και την Ιστορία λόγω του ριζοσπαστικού πρότερου βίου του ως κόμμα του 4%, και γι' αυτό εννοιολογεί την «επιλογή» με όρους παρελθόντος και με εμφανή αδυναμία να προσαρμοστεί στο νέο μέγεθος.
Βασικά ήταν μια Συνδιάσκεψη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον, γιατί οι πασόκοι που τον ψήφισαν δεν συνέρρευσαν μαζικά να εγγραφούν στις τάξεις του. Δεύτερον, γιατί και όταν προσήλθαν, συνάντησαν τη (δίκαιη συνήθως) καχυποψία των παλαιών ενοίκων. Τρίτον, γιατί ούτε οι νεότερες ηλικίες που ψήφισαν μαζικά ΣΥΡΙΖΑ έσπευσαν να συμμετάσχουν, δείχνοντας έτσι ότι η απομάκρυνσή τους από τις καθιερωμένες κομματικές μορφές οργάνωσης έχει βαθύτερες αιτίες. Για αυτούς τους λόγους υπάρχει μια ουσιώδης απόσταση μεταξύ του εκλογικού και του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ. Παρά την εκλογική εκτόξευση, η οργανωτική αύξηση ήταν κατώτερη των προσδοκιών όπως και η συμμετοχή στις προσυνεδριακές συγκεντρώσεις ανά την Ελλάδα, η εμβέλεια του κομματικού Τύπου μένει στα προηγούμενα επίπεδα, όπως και η οργανωμένη επιρροή στα συνδικάτα. Αυτή η απόσταση σημαίνει ότι η προοπτική του κόμματος εξαρτάται από τις εσωτερικές και ευρωπαϊκές πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες μπορεί να ωθήσουν είτε σε περαιτέρω ενίσχυσή του είτε σε μερικό ξεφούσκωμα.

Η διαδικασία ενοποίησης προχώρησε ως προς τον προηγούμενο ΣΥΡΙΖΑ των ιδεολογικών παλαιομαρξιστικών συνιστωσών, ταυτόχρονα όμως εμφανίστηκαν οι νέες ουσιαστικές αντιπαραθέσεις του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, οι ιδεολογικές διαιρέσεις των συνιστωσών με βάση τις περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα φαίνεται ότι χρειάζονται περισσότερο για να αναπαράγουν «ταυτότητες» και περιχαρακώσεις των εσωτερικών ομάδων προκειμένου να διεκδικήσουν μερίδιο της κομματικής εξουσίας, παρά για να συνεχίσουν την παράδοση που ήθελε τη μαρξιστική θεωρία να έχει ουσιαστικό ρόλο στον  προσδιορισμό της κομματικής πολιτικής πρακτικής. Η «ώσμωση» των συνιστωσών ήταν επομένως φυσικό επακόλουθο καθώς είχαν ήδη συρρικνωθεί σε παρεμφερείς ιδεολογικοποιήσεις της συγκυρίας που όλες συμφωνούν ότι ορίζεται από την αντίθεση «μνημόνιο - αντιμνημόνιο» ή επί το εμφυλιοπολεμικότερο «ή εμείς ή αυτοί». Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη Συνδιάσκεψη είναι το κόμμα του Αντιμνημονίου και το κομμουνιστικό ή μαρξιστικό λεξιλόγιο λειτουργεί περισσότερο ως «ατμόσφαιρα» ή σαν εξευγενισμός της λαϊκιστικής πολιτικής πρακτικής. Κατά τούτο, η διαδικασία ενοποίησης προχώρησε, αλλά την ίδια στιγμή η εσωτερική αντιπαράθεση ανασυντάχτηκε, πολιτικοποιήθηκε άμεσα καθώς το 25% συσπειρώθηκε σε μια γραμμή ανοιχτή στην προοπτική της δραχμής και της εξόδου από την Ευρώπη. Ο συμβιβασμός που αναζήτησαν στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» κωδικοποιήθηκε στη φράση «καμία θυσία για το ευρώ», ενώ κάποιοι άλλοι προσέθεσαν «καμία θυσία για το ευρώ, καμία αυταπάτη για τη δραχμή». Περισσότερο από συμβιβασμό μοιάζει «πολιτική χωρίς νόμισμα» και αυτό είναι πρόβλημα όταν συμβαίνει σε ένα κόμμα εξουσίας. Πρόβλημα για την Ελλάδα, όχι για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ασφαλώς αυτός που φέρνει την προστιθέμενη αξία στο κόμμα. Οχι γιατί διευρύνει ή εμπλουτίζει την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γιατί με δημαγωγικό οίστρο, επιδέξιο τακτικισμό και αχαλίνωτο λαϊκισμό δίνει σμάλτο και πνοή στο πεπαλαιωμένο. Η κυριαρχία του στο κόμμα είναι μεγαλύτερη από το 75% που πήραν οι «προεδρικοί» και το πιθανότερο είναι να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο στο επικείμενο ιδρυτικό Συνέδριο. Ωστόσο το στελεχικό δυναμικό και οι διάφοροι «τασάρχες» θα εξακολουθούν να έχουν βάρος περιορίζοντας την ελευθερία ελιγμών που θα επιχειρήσει. Η πρόθεσή του είναι να δρομολογήσει την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, γεγονός που προϋποθέτει προσαρμογή επί το ρεαλιστικότερο. Οι κινήσεις που κάνουν ο ίδιος και το επιτελείο του είναι copy-paste η τακτική του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ 1977-1981, οπότε εξελίχτηκε από το ριζοσπαστικό μόρφωμα της «3ης Σεπτέμβρη» σε αντιδεξιό «κόμμα της αλλαγής». Οι παλαιότεροι διακρίνουμε ήδη τα συστατικά. Αριστερόστροφος λόγος στο κόμμα, λαϊκιστικός λόγος στο εθνικό ακροατήριο, υιοθέτηση όλων των αιτημάτων και των αντιθέτων τους, «στοχοποίηση» της αντίπαλης ηγεσίας ως μόνου εμποδίου στην αλλαγή, «κατασκευή» ενός κοινωνικού υποκειμένου (μη προνομιούχοι) χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις και αρκετά απροσδιόριστου ώστε ο καθένας να θεωρεί ότι περιλαμβάνεται, και παράλληλα, «ανοίγματα» και ευκρινή «σήματα» προς τα διεθνή και εγχώρια κέντρα ισχύος ότι «μην τα παίρνετε αυτά που λέμε κατά γράμμα, ξέρετε και ξέρουμε ότι άλλο αντιπολίτευση και άλλο κυβέρνηση». Ξέρουμε ότι ο Αντρέας και το ΠΑΣΟΚ χρειάστηκαν χρόνια για να βρουν μια ισορροπία και στο μεταξύ η χώρα έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας δύο φορές, το 1985 και το 1990. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχουν ούτε ημέρες στη διάθεσή τους προκειμένου να προσαρμοστούν στη σκληρή πραγματικότητα και το τίμημα της αποτυχίας θα είναι η καταστροφή της χώρας.

Πέρα όμως από τους τακτικισμούς, το πρόβλημα είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μένει ακόμα απελπιστικά καθηλωμένο στο κρατικιστικό - συντεχνιακό μοντέλο πολιτικής που κυριάρχησε στη Μεταπολίτευση. Ο προγραμματικός λόγος της Συνδιάσκεψης είναι εγκλωβισμένος σε αυτό το μοντέλο, χωρίς αποστάσεις, χωρίς κριτική και αυτοκριτική. Ακόμα και οι προφανείς αλλαγές που επιβάλλονται από την κοινωνική εξέλιξη και τις νέες συνθήκες, στιγματίζονται με τον πασπαρτού όρο «νεοφιλελευθερισμός». Οι μηχανισμοί και οι εκπρόσωποι του βαθέος ΠΑΣΟΚ που συγκροτήθηκαν πάνω στις παθολογίες του κρατικιστικού - πελατειακού μοντέλου αναγορεύονται σε ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και ιδεολογικά «ξαδέλφια». Συνοπτικά, αυτό το πλέγμα κόμματος - προγραμματικού λόγου - λαϊκιστικής αντιπολίτευσης - κοινωνικών προσδοκιών και κοινωνικής δυναμικής, που εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, απέχει ακόμα πολύ από το να μπορεί ως κυβέρνηση να συγκρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ και κατ' επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμα και αν ο ηγέτης του έχει πειστεί ότι είναι αναγκαίο.

Τούτων λεχθέντων, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας ανεβάζει τον πήχη για τους αντιπάλους. Δεν επιχειρεί μια οργανωτική συγκόλληση με εκλογικίστικη σκοπιμότητα. Προσπαθεί να συγκροτήσει ένα ιδεολογικοπολιτικό υποκείμενο με ηγεμονικές φιλοδοξίες. Μπορείς να διαφωνήσεις, να αμφιβάλεις για την επιτυχία, να φοβηθείς τις συνέπειες, αλλά όχι να υποτιμήσεις την πρόκληση. Και αυτό αφορά πρωτίστως τον χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς που πρέπει να επιταχύνουν τις δικές τους διαδικασίες ώσμωσης και διαλόγου. Αν δεν πάρουν εδώ και τώρα πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, το φυλλορρόημα δεν θα έχει επιστροφή.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου