Πέντε ολιγωρίες υπέρ φασισμού
Του Προκόπη Δούκα, Athens Voice,
Eίναι προφανές οτι η Ελλάδα πρέπει να κάνει μια μακρά και επίπονη προσπάθεια να περιορίσει τις αιτίες και τις αφορμές (που σε συνδυασμό με την καφενειακή και μικρονοϊκή αντίδραση) ευθύνονται για την τροφοδότηση του ρατσισμού και του φασισμού. Η κάθαρση δεν γίνεται παρά με συνειδητούς πολίτες στις κάλπες και μακριά από αυτές, με σοβαρή δουλειά ελεγκτικών, αστυνομικών και δικαστικών αρχών που θα καταδιώξουν τη διαφθορά, το μαύρο χρήμα και την ατιμωρησία, με ευσυνειδησία, πολιτική βούληση και επιμονή για μεθοδική ενίσχυση των θεσμών και των λειτουργιών του κράτους με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, με τη θεσμοθέτηση αδιάβλητων κανόνων σε κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, με αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης απέναντι στα προβλήματα της εποχής (όπως η παράνομη μετανάστευση και η τριτοκοσμική καταστρατήγηση δικαιωμάτων ιθαγενών και μεταναστών), με ενίσχυση της παιδείας και αναβάθμιση του δημοσίου διαλόγου.
Επειδή όμως όλα αυτά απαιτούν την επίμονη θέληση μιας κρίσιμης μάζας της κοινωνίας (και ιδίως πολύ κόπο και χρόνο), με τα πρώτα αποτελέσματα να είναι αμφίβολο αν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα μια απειλή που μπορεί να εξελιχθεί σε χειρότερο δεινό από την ίδια τη χρεοκοπία, η πολιτεία οφείλει να δράσει άμεσα, σε πέντε τουλάχιστον τομείς στους οποίους επιδεικνύει απαράδεκτη ολιγωρία - και η κοινωνία να απαιτήσει το βραχυπρόθεσμο, όπως απαιτεί και το μακροπρόθεσμο.
Πρώτον, πρέπει να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα ενημέρωσης και παιδείας, γύρω από το πρόβλημα του ρατσισμού. Η ελληνική κοινωνία έχει αποδείξει, από την εποχή της κρίσης των ταυτοτήτων, οτι είναι πολύ πίσω στην αντίληψη της έννοιας των διακρίσεων και των δικαιωμάτων, όταν αυτά αφορούν άλλες, πιο αδύναμες, κοινωνικές, εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες. Στη μισή τουλάχιστον (συντηρητική στην ουσία, ανεξαρτήτως τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα) ήταν αδύνατον να συλλάβει, γιατί η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ενδέχεται να προκαλεί διακρίσεις. Η απλοϊκή, απαίδευτη σκέψη που γενικώς επικρατεί είναι οτι “όταν είσαι νόμιμος και καθαρός, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα”, σε συνδυασμό φυσικά με τον αφελή εθνικισμό, που βαυκαλίζεται οτι “οι Έλληνες, εκτός από περιούσιος και καπάτσος λαός, δεν είναι και ρατσιστές”. Είναι απαραίτητη λοιπόν μια έντονη καμπάνια (είναι βέβαιο οτι θα υπάρχουν για το σκοπό αυτό αδιάθετα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που θα “κάνει λιανά”, γιατί ο ρατσισμός είναι ιστορικά καταδικαστέος, ευρωπαϊκά απαράδεκτος και εθνικά επιζήμιος.
Δεύτερον, μαζί με την κοινή γνώμη, πρέπει να καταστεί σαφές με κάθε πρακτικό τρόπο προς όλες τις εμπλεκόμενες αρχές, οτι οι ρατσιστικές διακρίσεις είναι παράνομες - και αυτό δεν είναι ένα “διακοσμητικό” θέμα, που θα παρακάμπτεται, με την πρώτη ευκαιρία, όπως γίνεται για παράδειγμα με την απαγόρευση του τσιγάρου. Όχι μόνο γιατί η χώρα μας έχει υπογράψει διεθνείς συμβάσεις και είναι υποχρεωμένη να δρα αντιρατσιστικά, αλλά και γιατί υπάρχει ήδη σχετικός νόμος, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν “ανενεργός”. Εάν δε δεν επαρκεί, θα πρέπει με πρωτοβουλία της κυβέρνησης να νομοθετηθεί άμεσα από τη Βουλή, όλο το νομικό οπλοστάσιο, που θα καθορίζει επακριβώς και δεν θα αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για τη δίωξη των ρατσιστικών αδικημάτων. Στην ανάγκη, ας ψηφιστεί και δρακόντειος “ρατσιστονόμος”, που θα προβλέπει ειδικές ποινές, δεδομένου οτι το υπόβαθρο της ρατσιστικής βίας δεν εξαντλείται μόνο στις “επικίνδυνες σωματικές βλάβες” - το μαχαίρωμα του “διαφορετικού” είναι κάτι πολύ παραπάνω. Το δε “αστειάκι” με τις διάφορες παροχές υπηρεσιών “μόνο για Έλληνες” από θεσμοθετημένους φορείς, πρέπει να κοπεί στη ρίζα του.
Τρίτον, πρέπει να σταματήσει αυτό το άθλιο “κλείσιμο του ματιού” προς τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς, από κόμματα του λεγόμενου συνταγματικού τόξου, που δηλώνουν φιλοευρωπαϊκά, αλλά φλερτάρουν με τον εθνικισμό. Το να συνδέεται τεχνηέντως η πολύ σοβαρή υπόθεση της απόδοσης ιθαγένειας στους (απολύτως νόμιμους) μετανάστες δεύτερης γενιάς με την υπόθεση της αντιμετώπισης του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης, είναι απλώς μια κουτοπονηριά, που θα γυρίσει “μπούμερανγκ”: Και οι ψηφοφόροι δεν θα “αλιευθούν” τελικά, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της φασιστικής ακροδεξιάς - και η χώρα θα βουλιάζει στην υστέρηση του ρατσισμού και του φασισμού. Η παράνομη μετανάστευση είναι ένα πρόβλημα που εντείνεται από τη θέση της χώρας, τις συνθήκες που επιβάλλουν οι πιο “προστατευμένες” χώρες και την αδυναμία μας να φτιάξουμε ένα στοιχειωδώς αδιάφθορο και αποτελεσματικό κράτος. Μόνο με “εξευρωπαϊσμό” της χώρας μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Τέταρτον, χρειάζεται να καταστεί κυρίαρχος στόχος της αστυνομίας και των άλλων αρχών, η ανυποχώρητη δίωξη των ρατσιστικών εγκλημάτων, κάθε μορφής. Η ώσμωση μέρους του διωκτικού μηχανισμού με το φασιστικό παρακράτος είναι αδιαμφισβήτητη πλέον - και χρειάζεται ειδικούς χειρισμούς, χωρίς εθελοτυφλίες και δηλώσεις “δημοσίων σχέσεων”. Ας αρχίσουμε με τα αυτονόητα και απλά, που ισχύουν σε κάθε ένστολο σώμα: Από πού κι ως πού δεν διώκεται αυστηρά η ανάρτηση εθνικιστικών και φασιστικών συμβόλων σε κλούβες, στολές και κράνη; Γιατί χρειάζεται η αστυνομία να “τονίζει” την παρουσία της με ελληνικές σημαίες, κατά το κέφι του καθενός; Υπάρχει περίπτωση να την μπερδέψουμε με καμία άλλη, που ήρθε να μας κάνει επίσκεψη από διπλανή χώρα;
Κι επειδή, η δημιουργία αντιρατσιστικών αστυνομικών τμημάτων, που μόλις ενέκρινε το ΣτΕ, δεν φτάνει, εάν αυτά εξελιχθούν σε απλά γραφεία “βαριεστημένης και απρόθυμης” υποδοχής παραπόνων και καταγγελιών, στη χάση και στη φέξη, από κάποιον τολμηρό μετανάστη, θα πρέπει να εφαρμοστεί και στην αστυνομία “επιτροπεία”, με αυξημένες αρμοδιότητες από τις Εσωτερικές Υποθέσεις, ανάλογη με αυτή των τραπεζών: Να τεθούν στόχοι εξιχνίασης υποθέσεων, να ζητούνται παραιτήσεις διοικητών, να διώκονται με αυστηρότητα πράξεις και ολιγωρίες των αστυνομικών οργάνων, ώσπου “να περάσει το μήνυμα”. Η δήθεν “αντισυστημική” προπαγάνδα οτι οι βασανιστές, οι μαχαιροβγάλτες και οι φονιάδες (ή οι υποστηρικτές ή οι ηθικοί αυτουργοί τους) είναι “προτιμότεροι από τους κλέφτες”, πρέπει να καταρριφθεί άμεσα και στην πράξη. Ένας έλεγχος στο μαύρο χρήμα του παρακράτους, θα δείξει επίσης το κατά πόσο η ρατσιστική βία συνοδεύεται και από άλλα αδικήματα “προστασίας”, όπως συνήθως συμβαίνει.
Πέμπτον και τελευταίο, η δικαιοσύνη θα πρέπει επιτέλους να αναλάβει τις ευθύνες της στον κρίσιμο αυτό κίνδυνο εκτροχιασμού της χώρας. Και όπως ίσως και με τα αδικήματα της διαφθοράς, θα πρέπει να αποφασίσει, πέρα από κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις, να εξαιρέσει κατά προτεραιότητα την εκδίκαση των υποθέσεων ρατσιστικών διακρίσεων και βίας - και να είναι αμείλικτη στην αντιμετώπιση τους. Ο κίνδυνος η ρατσιστική βία να γίνει μια “αποδεκτή μόδα”, που τροφοδοτείται από των ωχαδελφισμό ή το πολιτικό μάρκετινγκ και απευθύνεται στην απόγνωση του αναγκέφαλου, είναι υπαρκτός. Και ο ρόλος μιας δικαιοσύνης που κινείται με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, κομβικός.