υπνάω νωρίς. Και αυτόματα, κάνω το λάθος να πατήσω το τηλεκοντρόλ. Πέφτω σε πρωινή συζήτηση για το μέλλον της δημόσιας τηλεόρασης. Όπως σε όλες τις ανάλογες τηλεοπτικές συζητήσεις, σε μάχες που έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, λαϊκοί αγωνιστές δίνουν αγώνες για να υπερασπίσουν το κράτος, το δημόσιο, την ενημέρωση, την κρατική τηλεόραση, από την επίθεση των μνημονίων και των κερδοσκόπων.
Θέλει κανείς να καταργήσει τη δημόσια τηλεόραση; Αμφισβητεί κανένας το ρόλο της; Τότε γιατί δεν μπορούμε να συζητήσουμε πραγματικά πόση και τι δημόσια τηλεόραση θέλουμε; Και πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε γι’ αυτό; Ο κρατισμός και η κομματοκρατία έχουν γίνει τόσο απόλυτα κυρίαρχη ιδεολογία, ώστε όταν κάποιος τολμάει να θέσει τα απλά, λογικά ερωτήματα, αντιμετωπίζεται ως εχθρός του λαού.
Εσύ πόση ΕΡΤ θέλεις στη ζωή σου; Και πόσο είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις γι’ αυτό; Δηλαδή, τι άλλο προτιμάς να στερηθείς για να έχεις αυτή την τηλεόραση που έχεις; Γιατί όλα έχουν ένα αντίτιμο, δεν μας χαρίζουν τίποτα. Συζητάτε για 4,5 ευρώ το μήνα, λένε οι υποστηρικτές του λεφτά υπάρχουν. Αν τα 51 ευρώ το χρόνο δεν είναι να το κάνουμε θέμα, τότε γιατί μας ενοχλεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας; Γιατί συζητάμε για τα 10 ευρώ το στρέμμα και μας φαίνεται χαράτσι; Αν είμαστε τόσο large γιατί μιλάμε για «ανθρωπιστική καταστροφή»;
Πριν λίγο καιρό διαπιστώσαμε ότι ο συνολικός τζίρος όλης της τηλεοπτικής αγοράς είναι μικρότερος από τα 300 εκατομμύρια που πληρώνει η ελληνική κοινωνία για τη δημόσια τηλεόραση, μέσω των λογαριασμών. Πράγμα που είναι υπερβολικό. Όμως κι αυτό είναι η μισή αλήθεια. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα 4 κανάλια της ΕΡΤ, οι 7 κεντρικοί και οι 19 περιφερειακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Είναι ακόμα τα τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα της Βουλής, των δήμων, των κομμάτων, της εκκλησίας. Δεκάδες, δηλαδή, μέσα ενημέρωσης που συντηρούνται από το κράτος.
Δεν υπάρχει κανένα άλλο κράτος στον κόσμο που να έχει αυτή την πολυτέλεια. Ούτε στη Βενεζουέλα του Τσάβες δεν εκδίδει το κράτος τηλεοπτικά περιοδικά. Άρα, τα 300 εκατομμύρια είναι πολύ παραπάνω. Ούτε αυτό όμως τελειώνει εδώ. Γιατί σε όλα αυτά τα σιτιζόμενα από το δημόσιο χρήμα Μέσα, διοχετεύεται κι άλλο κρατικό χρήμα με ποικίλες μορφές. Κρατικές διαφημίσεις, κρατικές επιχορηγήσεις, χορηγίες από επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος. Δάνεια που παίρνουν με την εγγύηση του κράτους, τα οποία δεν πληρώνουν και φορτώνονται κι αυτά στο έλλειμμα. Δεν πληρώνουν εφορίες και ταμεία και δημιουργούν κι άλλες τρύπες στους δημόσιους φορείς. Δεν πληρώνουν ρεύμα, νερό, αφήνουν απλήρωτους τους λογαριασμούς και τα ελλείμματα προστίθενται συνεχώς στο μεγάλο που έχει πνίξει τη χώρα.
Με άλλα λόγια, μόνο σ’ αυτά τα 4 τελευταία χρόνια της κρίσης, ο λογαριασμός από τα Μέσα Ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ξεπερνάει το «χαράτσι» της ΔΕΗ. Που λέμε ότι εξοντώνει την κοινωνία, ότι δυναμίτισε την αγορά στέγης και εκτόξευσε την ανεργία. Προτιμάμε να έχουμε κανάλι της Βουλής; Γούστο μας. Υποκριτές μόνο να μην είμαστε. Να λέμε ότι γίνεται να μην κόψουμε τίποτα. Γιατί αυτό ξέρουμε ήδη τι σημαίνει. Ποιοι το φωνάζουν. Αυτοί που δεν θέλουν οι ίδιοι να χάσουν τίποτα. Για να χάσουν όλοι οι άλλοι τα πάντα.
Έχει καμία σοβαρότητα αυτή η συζήτηση περί δημόσιας τηλεόρασης; Καμία. Στον καιρό της επικοινωνιακής κοσμογονίας είναι αστείο να μιλάμε για δεκάδες κρατικά ΜΜΕ. Δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Το αντίθετο. Οι υποστηρικτές του κρατισμού υπονομεύουν το ρόλο της δημόσιας ενημέρωσης. Τι εξυπηρετούν κάμποσα ΜΜΕ με τηλεθέαση μηδέν, 2, 3, 5%; Ένα μεγάλο δημόσιο κανάλι με 10-15% θεαματικότητα και ανταγωνιστικό θα ήταν και θα έδινε τον τόνο σε μια ενημέρωση που κυριαρχείται από ιδιωτικά συμφέροντα. Ένα μεγάλο κανάλι, ισχυρό, και 2-3 ραδιόφωνα θα ήταν υπεραρκετά σ’ αυτή τη χώρα που ο πληθυσμός της είναι όσος μιας πόλης της υφηλίου. Σε κάθε κανονική χώρα ακόμα και πρόβλημα να μην είχε, πόσο μάλλον αν είχε χρεοκοπήσει, το κράτος θα προκήρυσσε όλες αυτές τις άδειες, θα τις νοίκιαζε, και όχι μόνο θα εξοικονομούσε τις ζημιές αλλά θα είχε και ετήσια έσοδα, θα προσέλκυε επενδύσεις. Όχι εδώ. Εδώ υπερασπίζουμε τη δημόσια τηλεόραση και ενημέρωση. Οι λειτουργοί της οποίας απεργούν καθημερινά γιατί δεν πληρώνονται. Πράγμα που δεν εμποδίζει να προσλαμβάνουν κι άλλους ως «προσωπικό ειδικών θέσεων». Λεφτά υπάρχουν. Τα δικά σου.
Μήπως όμως η κουβέντα γίνεται για τους εργαζόμενους που θα χάσουν τις δουλειές τους; Κάποτε είχαν φτάσει τις 6-7 χιλιάδες, τώρα λένε ότι είναι περίπου 3 χιλιάδες στην ΕΡΤ. Λένε, γιατί με το ελληνικό δημόσιο ποτέ δεν ξέρεις τα νούμερα. Θα ’ναι και μερικές εκατοντάδες σε όλα τα άλλα, κομματικά, βουλευτικά, εκκλησιαστικά, δημοτικά. Πρώτα-πρώτα και ελάχιστα να κρατήσουμε, με την αρχοντιά και την ευρυχωρία αυτού του κράτους, οι μισοί θα μείνουν. Οι άλλοι μισοί δεν θα δουλέψουν στα ισάριθμα ιδιωτικά που θα αντικαταστήσουν τα κρατικά; Δεν υπάρχουν άνθρωποι που θα συνταξιοδοτηθούν, που έχουν δεύτερες και τρίτες δουλειές και δεν θα μείνουν χωρίς δουλειά; Κι αν μείνουν και μερικές εκατοντάδες άνεργοι, σοβαρά τώρα, πιστεύετε ότι σ’ αυτή τη χώρα του 1,5 εκατομμυρίου ανέργων σπαταλώνται εκατοντάδες εκατομμύρια κάθε χρόνο σε σταθμούς μηδενικής ακροαματικότητας για να μη μείνουν άνεργοι 200-300 εργαζόμενοι; Να τους δώσουμε μια χρονιά όλη την εισφορά, να γίνουν όλοι εκατομμυριούχοι, να τελειώσουμε, να κάνουμε ό,τι και ο υπόλοιπος κόσμος.
Εννοείται ότι το πρόβλημα δεν είναι οι εργαζόμενοι. Ούτε καν η ενημέρωση, όλες αυτές οι κορόνες για επεμβάσεις της κυβέρνησης και δημόσια ανεξαρτησία γνώμης που λείπει από τα ιδιωτικά μέσα, είναι απλά συνθήματα. Και αντιφατικά μεταξύ τους. Ούτε τα κόμματα χρειάζονται μέσα ενημέρωσης κομματικά για να ακουστεί η φωνή τους, μηδενική απήχηση έχουν άλλωστε. Στην εποχή της ταχύτατης διάδοσης της πληροφορίας από παντού, με κάθε μέσον, η εικόνα των ελληνικών κρατικοδίαιτων ΜΜΕ έχει λήξει από τη δεκαετία του 1970. Τα υποτιθέμενα Μέσα του ευρύτερου κρατικού και κομματικού χώρου είναι μια ψυχρή μεταβίβαση δημόσιων πόρων στο πολιτικό σύστημα. Το οποίο διαχειρίζεται πάνω από 500 εκατομμύρια κάθε χρόνο, μοιράζει λεφτά, αναθέτει παραγωγές, διορίζει, αγοράζει πολιτική προστασία από τους δημοσιογράφους, τοποθετεί το κομματικό προσωπικό, δημιουργεί πολιτικό χρήμα. Γι’ αυτό μετά από 4 χρόνια ύφεσης, με 1,5 εκ. ανέργους, με μισούς μισθούς και συντάξεις, είναι ταμπού να αγγίξει έστω και ένα χρεοκοπημένο ραδιοφωνικό δημοτικό σταθμό, να κάνει ιντερνετική την τηλεόραση της Βουλής. Λεφτά υπάρχουν. Για όσους μπορούν να τα πάρουν.
Όταν στις δύο μεγάλες πόλεις μας εξελέγησαν δύο δήμαρχοι που δεν κουβάλαγαν μαζί τους κομματικούς στρατούς, είχαν πει: Δεν μπορώ να πληρώνω 8,5 εκ. για να με λιβανίζει μια τηλεόραση, όταν δεν μπορώ να μαζέψω τα σκουπίδια. Δεν μπορώ να πληρώνω 17 εκ. για ένα ραδιόφωνο, όταν δεν έχω να πληρώνω τους παιδικούς σταθμούς. Είπαν, δηλαδή, την απαγορευμένη λέξη, αυτή που όλοι οι αντιμνημονιακοί αγωνιστές με τους φλογερούς αγώνες εναντίον της Μέρκελ προσπαθούν να μας κρύψουν: επιλογή. Τι θα κόψουμε για να μειώσουμε το έλλειμμα; Ποιοι θα πληρώσουν;
4 χρόνια μετά έχουν κοπεί μισθοί, συντάξεις, η ανεργία έφτασε στο 27%. Αν ανοίξεις το πρωί την τηλεόραση, όμως, θα δεις επαναστάτες και πατριώτες να δίνουν μάχες εναντίον του μνημονίου. Για τη δημόσια τηλεόραση, ρε γαμώτο! Για να μη πέσει στα χέρια των κερδοσκόπων...