Επιστροφή με αξιώσεις για την Κεντροαριστερά
Γράφει ο Θόδωρος Μαργαρίτης, Μέλος Ε.Ε. Δημοκρατικής Αριστεράς
Η χώρα μας μέσα από μεγάλες δυσκολίες και με τις θυσίες του ελληνικού λαού επανέρχεται σιγά σιγά σε ένα κλίμα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Η τρικομματική κυβέρνηση συνέβαλε αποφασιστικά για να αποτραπεί ο κίνδυνος της άτακτης χρεοκοπίας και η έξοδος από το ευρώ. Περνάμε σε μια νέα φάση «κανονικοποίησης» της πολιτικής ζωής σε απόσταση από τον «κόκκινο συναγερμό» της απόλυτης αστάθειας στον οποίο βρισκόμασταν ακριβώς πριν ένα χρόνο.
Στη νέα φάση είναι φανερό ότι επανέρχονται οι προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα που στηρίζουν τη κυβέρνηση, καθώς σε συνθήκες ομαλότητας ανοίγουν μια σειρά ζητήματα, τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με την οικονομική επιβίωση της χώρας.
Επομένως μαζί με τα ζητήματα που αφορούν τη διάκριση ανάμεσα σε φιλο-ευρωπαϊκές και αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις επανέρχονται και ζητήματα που έχουν την καταγωγή τους στην ιστορική διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Η ανάλυση αυτή είναι προφανές ότι είναι κάπως σχηματική. Αποδίδει όμως μια σύντομη αφήγηση των νέων δεδομένων.
Από αυτή την άποψη οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο ευρύτερος χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο κόσμος της κεντροαριστεράς υποεκπροσωπείται ποσοτικά στη σημερινή σύνθεση της Βουλής. Η εικόνα αυτή οφείλεται πρωταρχικά στη κρίση και στη παρακμή του ΠΑΣΟΚ.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ από την πλευρά της μέσα από την ιστορική διαδρομή της Ανανεωτικής Αριστεράς κινείται δραστήρια -με ανοίγματα πολιτικά και οργανωτικά- για την ανασύνθεση αυτού του χώρου. Πρόκειται για διαδρομή με μεγάλη ομοιότητα με την αντίστοιχη πορεία της Ιταλικής Αριστεράς μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου.
Η ανασύνταξη των δυνάμεων του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα για τον εκτεταμένο χώρο ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνδέεται με την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού μετά το Μνημόνιο.
Ο διάλογος για την προοπτική αυτού του χώρου είναι απαραίτητος, αλλά δεν πρέπει να είναι όμως μία υπόθεση κορυφής ανάμεσα στα κόμματα. Τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ. Οφείλει να είναι μια ανοιχτή διαβούλευση με όλες τις κινήσεις, τις ομάδες, τις προσωπικότητες ακόμα και με δυνάμεις που βρίσκονται εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας δούμε ορισμένες σημαντικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εξέλιξη του διαλόγου.
Την απομάκρυνση από τις συνήθεις προσωποκεντρικές και παραγοντικές νοοτροπίες που τραυματίζουν την κουλτούρα της συλλογικότητας.
Τη θεμελιακή αποδοχή της αντίληψης που αμφισβητεί τόσο τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πεποιθήσεις, όσο και τις παλαιο-αριστερές και λαϊκίστικες θεωρήσεις των κοινωνικών αναγκών.
Την αναζήτηση ενός ρεαλιστικού εναλλακτικού προγράμματος, το οποίο δεν παγιδεύεται στο άγονο δίλημμα «Μνημόνιο ? Αντιμνημόνιο», αλλά προβάλλει την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και των αδύναμων λαϊκών στρωμάτων.
Είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος αυτός δεν γίνεται έξω από τις σημερινές δεσμεύσεις για τη στήριξη της κυβερνητικής προσπάθειας, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τον πυλώνα των δυνάμεων της κεντροαριστεράς μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Και κάτι ακόμα. Για να έχει ένα ουσιαστικό αντίκρισμα η ανασυγκρότηση του χώρου χρειάζεται ένας ειλικρινής αναστοχασμός. Για όσα έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Κυρίως από θέσεις εξουσίας με τα παιχνίδια των συμφερόντων και το πελατειακό σύστημα αλλά και από τις θέσεις αντιπολίτευσης με τα λαϊκίστικα στερεότυπα, την εύκολη διαμαρτυρία και το καταγγελτικό λόγο.
Είμαστε μπροστά στη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης. Η χώρα πρέπει να προχωρήσει στο δρόμο της ανάπτυξης. Να αναχαιτίσει το ρεύμα της ανεργίας και τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Η ανασύνταξη του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την προοδευτική διέξοδο από την κρίση.