Όταν έκλαψε ο Μαρωνίτης
Του Μάκη Καραγιάννη, Athens Voice
Ήταν μια ψυχική ανάταση για όλους μας. Ένα ξέφωτο μέσα στην καταχνιά. Τον τελευταίο καιρό έχουμε βαρεθεί να διαβάζουμε για μίζες και σκάνδαλα, να βλέπουμε μούντζες, να ακούμε δηλητηριώδη σχόλια. Η Θεσσαλονίκη τίμησε στη 10η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, σε μια συγκινητική εκδήλωση, τον Δ. Ν. Μαρωνίτη. Οι πανεπιστημιακοί ανέλυσαν το έργο του, μίλησαν για τον «καλύτερο ομηριστή που είναι και καλύτερος μεταφραστής».
Τον θυμάμαι στις εκδηλώσεις της πόλης τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη ήταν αυτοί που συνέβαλαν στην πολιτική και πνευματική μας ενηλικίωση. Αργότερα έγινε υπόθεση των φιλολόγων. Λίγοι ενδιαφέρονταν για την «πολιτική ηθική του». Ποιος ξέρει, άραγε, ότι ο Χάρολντ Μπλουμ, ένας από τους επιφανέστερους κριτικούς λογοτεχνίας στον κόσμο που έγραψε τον «Δυτικό Κανόνα», επέλεξε σε δυο τελευταία του βιβλία με συλλογές άρθρων διακεκριμένων ομηριστών, να κλείσουν με τα δοκίμια του Μαρωνίτη; Δεν πέρασε ούτε στα ψιλά των εφημερίδων.
Ο ίδιος στην αντιφώνησή του μίλησε για το τρίγωνο γραφή, ανάγνωση και μετάφραση που χάραξε τη ζωή του. Μνημόνευσε τα αγαπημένα του πρόσωπα και τους δασκάλους του. Τον Γ. Κακριδή, τον Ε. Κριαρά, τον Λ. Πολίτη. Ανέφερε τους φίλους του. Την Α. Κυριακίδου- Νέστορος, τον Τ. Χρηστίδη, τον Π. Ζάννα. Ένας άλλος αέρας πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Για να καταλάβεις όμως τι σημαίνει Π. Ζάννας πρέπει να έχεις διαβάσει τα «Ημερολόγια της Φυλακής». «Ύστερα χωρίς να το περιμένει –γράφει για μια συνάντησή τους με τον Μαρωνίτη μέσα στις φυλακές στις 19.5.71- τον πλησίασα και τον αγκάλιασα. Νομίζω πως κλαίγαμε – ή σχεδόν- και οι δυο. Οι φύλακες φώναζαν. Με τράνταξε. Δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω τίποτα».
Τι σημαίνει να είσαι φυλακισμένος για τις πολιτικές σου απόψεις; Είναι ένα είδος λύπης άγνωστο την εποχή της πλήξης. Πολλά πράγματα έμειναν άγνωστα από τότε, καθώς η Ελλάδα αγουροξυπνημένη από τον ύπνο της δικτατορίας δοκίμαζε τις χάρες της μεταπολίτευσης και γνώριζε τη μπελ εποκ ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού, ανεμίζοντας τις πλαστικές σημαίες του πελατειακού κράτους.
Μια κοινωνία χωρίς αυτοκριτική πέταξε σαν άχρηστο έρμα αυτές τις ιστορίες. Όλα ήταν πόζα. Μεγάλες λέξεις για δημοκρατία και δικαιώματα. Φλυαρίες για αγώνες και κεκτημένα. Τίποτα δεν έγινε βίωμα. Έλειπαν οι «Δοκιμές ανθρωπισμού» της παλιάς εποχής. Γι’ αυτό απορούμε από πού πηγάζει η μπόχα της Χρυσής Αυγής.
Μια κοινωνία χωρίς αυτοκριτική πέταξε σαν άχρηστο έρμα αυτές τις ιστορίες. Όλα ήταν πόζα. Μεγάλες λέξεις για δημοκρατία και δικαιώματα. Φλυαρίες για αγώνες και κεκτημένα. Τίποτα δεν έγινε βίωμα. Έλειπαν οι «Δοκιμές ανθρωπισμού» της παλιάς εποχής. Γι’ αυτό απορούμε από πού πηγάζει η μπόχα της Χρυσής Αυγής.
Στο τέλος σηκώθηκε όρθιος μπροστά στο πλήθος, «ωραίος σαν Έλληνας», με την χαρακτηριστική βραχνή του φωνή, θαλερή μέσα από το αδύναμο σώμα, ξαναδιαβάζοντας τις υποθήκες του. Με τα άψογα ελληνικά και τον ευθύβολο λόγο που ακονίζεται και δοκιμάζεται, για μια ακόμα φορά, πάνω στην πέτρα την πραγματικότητας: «Φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου».
Κι ύστερα βούρκωσε, γιατί ήξερε ότι αυτή ήταν η ανταμοιβή της ζωής του. Όταν στη μεταπολίτευση κόσμος συσσώρευε τραπεζικούς λογαριασμούς, ψυγεία και λεμονοστύφτες από τη Ζήμενς, όταν η Ελλάδα βυθιζόταν στην ελαφρότητα και τον αμοραλισμό, εκείνος θησαύριζε με λέξεις και την αγάπη των μαθητών του. Όμηρος. Ησίοδος. Ηρόδοτος. Σολωμός. Καβάφης. Σεφέρης. Ελύτης. Ρίτσος.
Ναι. Ο Μαρωνίτης έκλαψε. Έκθετος και ανυπεράσπιστος στα βλέμματά μας, αλλά βαθύτατα ανθρώπινος. Και η πόλη του τον χειροκροτούσε βασανιστικά. Του έδινε απλόχερα την αγάπη της ως ελάχιστο αντίδωρο για όσα πρόσφερε. Τιμούσε τον ζωντανό μύθο της -έναν από τελευταίους- μιας εποχής που χάνεται ανεπιστρεπτί.
*Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος.