Η δημοκρατική Αριστερά: αντίθεση, χωρίς εθνική αναδίπλωση
Τι συμπεράσματα προκύπτουν από την αλγεινή αυτή ευρωπαϊκή εικόνα για την Ελλάδα και τη δημοκρατική της Αριστερά; Είναι βέβαια περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι το πρώτο θύμα και πειραματόζωο της ασκούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής, ότι η κατάσταση στη χώρα μας παραμένει δραματική και το πολιτικό της μέλλον αβέβαιο και ότι μόνο οι προπαγανδιστές των μνημονίων βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ. Οι σημερινές πολιτικές, με τη διάλυση της διοίκησης και του κοινωνικού ιστού που επιφέρουν, όχι μόνο δεν προάγουν τις απόλυτα αναγκαίες μείζονες μεταρρυθμίσεις, αλλά τις καθιστούν αδύνατες.
Το πρώτο συμπέρασμα που συνάγω από τη σημερινή κατάσταση είναι ότι η αντίσταση στην ασκούμενη πολιτική επιβεβαιώνεται ως όρος επιβίωσης για τη χώρα μας. Η τρέχουσα πολιτική οδηγεί σε εθνική καταστροφή. Και όχι μόνο δεν διασφαλίζει την παραμονή μας στην Ευρώπη, αλλά συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας Ευρώπης αποκρουστικής για τους εργαζομένους και τον Νότο, και θνησιγενούς. Η θέση της δημοκρατικής Αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι στο στρατόπεδο και την πρωτοπορία όσων αντιστέκονται. Η ακύρωση της πολιτικής αυτής αποτελεί αναγκαίο όρο για τη συνέχιση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Οι κήρυκες της ηττοπάθειας διαπράττουν, πιστεύω, ένα διπλό ατόπημα: αφενός, στο όνομα ενός δήθεν ρεαλισμού, μετατρέπονται σε αιχμή του δόρατος στην επιβολή μιας ακραία αντιλαϊκής πολιτικής και στην επίθεση εναντίον καθενός που αντιστέκεται. Ταυτόχρονα, νομίζουν ότι έτσι διασώζουν την Ελλάδα εντός του ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα ενισχύουν την πορεία και της χώρας και του ευρώ προς τη διάλυση.
Βέβαια, αντίθεση στη σημερινή κατεύθυνση της Ευρώπης δεν σημαίνει και αποδοχή ή και συμπόρευση με κάθε είδους τυφλές ή διαλυτικές κινήσεις και ενέργειες. Είναι αυτονόητο πως η δημοκρατική Αριστερά οφείλει να οριοθετείται απέναντι σε αντιδημοκρατικές, εθνικιστικές, αντιευρωπαϊκές και ακραία λαϊκιστικές δυνάμεις. Και να προβάλλει ένα θετικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση με αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, έξω από τις δογματικές παρωπίδες του νεοφιλελευθερισμού.
Η περιπέτεια της Κύπρου μας θυμίζει εξάλλου ότι η αδύνατη πλευρά σε μια σύγκρουση πρέπει να αποφεύγει τις κάθετες αντιπαραθέσεις όταν δεν υπάρχουν οι αντίστοιχοι συσχετισμοί. Ενέργειες και ρητορικές τύπου μεγάλων «όχι» (ή «σχίζω τα μνημόνια») οδηγούν μοιραία σε άδοξες αναδιπλώσεις και ήττες. Για να δανειστώ μια μεταφορά από την πολεμική τέχνη –και είναι λυπηρό αλλά δυστυχώς αναπόφευκτο να χρησιμοποιούμε τέτοια ορολογία–, η αδύνατη πλευρά πρέπει να επιλέγει τον ανταρτοπόλεμο και όχι τις μεγάλες μάχες.
Το δεύτερο κρίσιμο συμπέρασμα για τη χώρα μας είναι ότι η έξοδος από τη σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να γίνει με εθνική αναδίπλωση. Η μάχη στην Ευρωζώνη διεξάγεται στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η ιστορική τάση είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της διεθνούς οικονομίας και ισχύος έξω από την Ευρώπη, προς ανατολάς. Η έξυπνη διαχείριση αυτής της διαδικασίας με την προάσπιση και την ανανέωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και των ευρωπαϊκών αξιών, μπολιάζοντας με αυτά τη νέα παγκόσμια πραγματικότητα, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας Ευρώπης με κρίσιμο μέγεθος. Λύσεις που περιορίζονται στον εθνικό ορίζοντα δεν έχουν καμία προοπτική, ούτε στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, πολλώ δε μάλλον στις μικρές. Αλλά και η πάλη μέσα στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη δεν έχει καμία προοπτική αν δεν διεξάγεται πρώτα και κύρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεπώς το σύνθημα «περισσότερη Ευρώπη» παραμένει απολύτως επίκαιρο.
Οι διαχωριστικές γραμμές σήμερα είναι ασφαλώς εθνικές, αφού η Γερμανία και οι δορυφόροι της επιδιώκουν ένα είδος «νέας τάξης» σε βάρος πρωτίστως των χωρών του Νότου. Ταυτόχρονα όμως είναι και πολιτικές και ταξικές, αφού η νέα αυτή τάξη συνεπάγεται την κατάργηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και μία μείζονα ανακατανομή πλούτου και εξουσίας σε βάρος των εργαζομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως παλιά με τον κλασικό ιμπεριαλισμό, η νέα τάξη παρέχει κάποια περιθώρια στους εργαζομένους των μητροπολιτικών κέντρων, όμως χωρίς καμιά αμφιβολία θα θίξει, και ήδη θίγει, και αυτούς.
Χωρίς την ευρωπαϊκή διάσταση διολισθαίνουμε στον εθνικισμό και οδηγούμαστε σε πρόσθετα αδιέξοδα, ενισχύοντας συν τοις άλλοις τον αντίστοιχο και ισχυρότερο εθνικισμό στον Βορρά. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, με όλο τον σεβασμό στα πάθη και τις θυσίες του αδελφού κυπριακού λαού, ότι στον κοινό μας αγώνα δεν θα πρέπει να εισαγάγουμε το ισχυρό απόθεμα εθνικισμού που διαθέτουν οι Κύπριοι και που κατά τις τελευταίες δεκαετίες μόνο συμφορές και αδιέξοδα έφερε σ’ αυτούς και σ’ εμάς.
Πάντως, στις σημερινές συνθήκες είναι αναγκαίο να επεξεργαστούμε και σχέδιο Β και σχέδιο Γ, γιατί εκεί που φτάσαμε δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στη δυνατότητα να επιβληθούν κάθε είδους εξελίξεις και καταστάσεις. Το σχέδιο Β δεν είναι πλέον ταμπού γιατί οι κοινωνίες μας πρέπει να επιβιώσουν έτσι ή αλλιώς. Εννοείται όμως πως δεν πρέπει να γίνονται και πρόσχημα για ακύρωση του ευρωπαϊκού μας προσανατολισμού.
Οι κρίσιμες συμμαχίες και η σοσιαλδημοκρατία
Το τελευταίο σημείο που θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί αφορά την οικοδόμηση συμμαχιών που αποτελούν κλειδί για την αναγκαία στροφή. Ειδικότερα:
- Χρειαζόμαστε συμμαχίες για να υπάρξει μια πραγματική και όχι ρητορική δυνατότητα εναλλακτικής προοδευτικής κυβέρνησης στην Ελλάδα με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό προϋποθέτει πρώτα και κύρια την ωρίμανση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε αξιόπιστη ευρωπαϊκή δύναμη, αλλά και την αποδέσμευση της ΔΗΜ.ΑΡ. από τον εναγκαλισμό της με τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Το ότι εξακολουθούμε να απέχουμε πολύ από τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός τέτοιου εναλλακτικού σχήματος αποτελεί ένα από τα πλέον ανησυχητικά στοιχεία της κατάστασης στη χώρα μας.
- Χρειαζόμαστε ακόμα συμμαχίες ανάμεσα στις χώρες του Νότου και όσες άλλες αντιτίθενται στη γερμανική ηγεμονία.
- Χρειαζόμαστε, τέλος, και συμμαχίες πολιτικές με προοδευτικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα και ιδιαίτερα στις χώρες του Βορρά. Κρίσιμος σε αυτό το πλαίσιο παραμένει ο ρόλος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Πολλοί από μας βλέπουμε με κάποια απογοήτευση την ατροφική αντίδραση σημαντικών τμημάτων της στη νεοφιλελεύθερη επέλαση, ιδίως όποτε βρίσκεται στην εξουσία. Όμως χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία, ο συνασπισμός των δυνάμεων που προκύπτει είναι σχεδόν περιθωριακός στο ευρωπαϊκό επίπεδο και συρρικνώνεται έτσι σε απλή δύναμη διαμαρτυρίας.
Οι στιγμές που περνάμε είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλονίζεται στα θεμέλιά του και κινδυνεύει. Κάποιοι επιδιώκουν, και ώς έναν βαθμό το έχουν πετύχει, να το μετατρέψουν από όραμα σε εφιάλτη. Όμως όσοι είμαστε πεισμένοι ευρωπαϊστές και βλέπουμε το μέλλον της Ελλάδας μέσα σε μια δημοκρατική, αλληλέγγυα, ισχυρή και ομοσπονδιακή Ευρώπη, πιστεύουμε στην Ευρώπη που ενσαρκώνει ένα όραμα, όχι στην Ευρώπη-εφιάλτης. Και φυσικά θα παλέψουμε για το όραμα, όχι για τον εφιάλτη. Τον εφιάλτη ας τον επιδιώξουν «πάση θυσία» άλλοι.