του Ευθύμη Δημόπουλου
Εδώ και αρκετό καιρό, ίσως και από την αρχή της τρικομματικής διακυβέρνησης, είναι φανερό πως η προσπάθεια μεταρρύθμισης και δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας προχωρούν με αγκομαχητό, προσκρούουν σε εμπόδια και παλινδρομούν ή εκφυλίζονται αποκαρδιωτικά. Όλα δείχνουν πως το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στις αντιδράσεις που εκδηλώνει με πολλούς τρόπους το βαθύ κράτος σε μια προσπάθεια να διατηρήσει κεκτημένα και προνόμια. Το καθεστώς αντιδρά. Πολλοί πιστεύαμε ότι οι αντοχές του δε θα είναι τόσο μεγάλες αλλά σφάλαμε. Ένα καθεστώς τόσο εκτεταμένης, σχεδόν ρεπουμπλικάνικης διαφθοράς, διαπλοκής και αναξιοκρατίας, έχει άλλες αντοχές και άλλη ευελιξία από ολοκληρωτικά μοντέλα. Το μοντέλο μας δεν ήταν σοβιετικό. Δεν ήταν μόνο ένα καθεστώς νομενκλατούρας. Μάλλον, θα δυσκολευτούν οι ιστορικοί στο μέλλον να το περιγράψουν και να το ταξινομήσουν. Η κοινωνική του εξακτίνωση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Εδώ έγκειται και η μεγάλη απήχηση του πολιτικού λαϊκισμού γιατί διαχειρίζεται την παρούσα αγανάκτηση κοινωνικών στρωμάτων τα οποία είχαν πετύχει μια ευημερία πρωτόγνωρη για τα οικογενειακά, μορφωτικά και επαγγελματικά τους δεδομένα.
Όμως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να αναπροσανατολίσουν αυτή την αγανάκτηση γιατί η μορφωμένη αλλά σήμερα φτωχότερη ελληνική μεσαία τάξη θα ζητήσει πιο επίμονα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο κράτος. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό τον αναπροσανατολισμό έχει η ΔΗΜΑΡ ως τρίτος και λιγότερο εξαρτημένος, από το βαθύ κράτος, κυβερνητικός πόλος, αρκεί να απευθυνθεί πιο απελευθερωμένα και με λιγότερες φοβίες στην κοινή γνώμη. Τα βήματα που έχει κάνει δεν είναι λίγα. Χρειάζεται όμως:
Α) Να εγκαταλείψει την πολιτική του σλάλομ, την πολιτική των ίσων αποστάσεων. Δεν μπορείς να περνάς το ίδιο ξυστά με το σκι τόσο από τον Μανιτάκη όσο και από το Ρουπακιώτη, τόσο από το Υπουργείο Παιδείας όσο και από την ΟΛΜΕ, τόσο από την αύξηση των εσόδων του κράτους όσο και από την άρνηση είσπραξης του φόρου ακίνητης περιουσίας από τη ΔΕΗ. Δεν θα πάμε μακριά έτσι. Για παράδειγμα η τελευταία ανακοίνωση του κόμματος για την απεργία της ΟΛΜΕ και την επιστράτευση λέει: «Η ΟΛΜΕ με την ακραία συνδικαλιστική επιλογή της για απεργία μέσα στιςπανελλήνιες εξετάσεις και στη συνέχεια η κυβερνητική απόφαση προληπτικής επιστράτευσης διαμορφώνουν συνθήκες επιζήμιας έντασης για τους μαθητές και τιςοικογένειές τους». Δηλαδή και τα δύο, απεργία και επιστράτευση, είναι περίπου το ίδιο επιζήμια για τους μαθητές. Δηλαδή να άφηνε το Υπουργείο κάποιες ΕΛΜΕ με ψήφους τυχοδιωκτών να κάνουν μποϋκοτάζ, να ρίξουν ζάχαρη στα κανόνια (γιατί αυτό ήθελαν να κάνουν, να παγιδεύσουν τις εξετάσεις) για να είμαστε «δημοκρατικά» άψογοι. Λείπει το πολιτικό θάρρος και ο ρεαλισμός της διακυβέρνησης από αυτή την ανακοίνωσή μας και δεν είναι η πρώτη φορά.
Β) Να πάει σε ιδεολογική σύγκρουση με τον παραδοσιακό γραφειοκρατικό συνδικαλισμό του Δημοσίου και να επιδιώξει την αναθεώρηση του θεσμικού του πλαισίου (συμμετοχή σε συνελεύσεις, πλαφόν ψήφων για απεργία, οικονομικός έλεγχος των συνδικάτων, αναθεώρηση καταστατικών κλπ). Κάναμε λάθος που ούτε καν συζητήσαμε αυτό το θέμα όταν ήρθε στη δημοσιότητα. Κάνουμε επίσης λάθος να αποδίδουμε στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ το χαρακτηρισμό εκπαιδευτικό κίνημα, όπως υπήρχε σε μια ανακοίνωση του Τομέα. Τα εκπαιδευτικά κινήματα έχουν θέσεις για τα σχολεία, για το ρόλο των εκπαιδευτικών και για το περιεχόμενο της μάθησης και όχι μόνο για τα προνόμια των διδασκόντων. Αν πέρναγαν οι θέσεις της ΟΛΜΕ και όχι των Υπουργείων από το 1990 και μετά ούτε ΑΣΕΠ θα είχαμε, ούτε νέα βιβλία, ούτε καμιά ελπίδα αξιολόγησης.
Γ) Να πάρουμε θέση σαφή απέναντι στο νομότυπο καμουφλάζ που με τη συνδρομή ή την αδράνεια του δικαστικού σώματος και αρκετών δικηγορικών γραφείων πνίγει το πνεύμα και το γράμμα της δικαιοσύνης. Βλέπε πειθαρχικά συμβούλια και επίορκοι, παράταση καθεστώτος συμβασιούχων, ενιαίο μισθολόγιο και προνόμια ΔΕΚΟ κλπ. Δυστυχώς οι ευθύνες του υπουργού Δικαιοσύνης σε αυτό τον τομέα δεν είναι ασήμαντες.
Δ) Να ξεφύγουμε από το δίλημμα πολιτικά πρόσωπα ή τεχνοκράτες και να υπερασπιστούμε δημόσια με πείσμα και όχι με αναιμικές ανακοινώσεις τους αξιότερους στη Διοίκηση. Η απομάκρυνση του Σαρρή από τον ΕΛΓΑ και του Κικίλια από τον ΟΑΕΔ δεν έπρεπε να περάσει έτσι.
Ακολουθώντας αυτό το δρόμο έχουμε την ελπίδα να εκφράσουμε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης και να χτίσουμε νέες πολιτικές συμμαχίες παρασύροντας τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς σε μια διαδικασία μετεξέλιξης.
Εδώ και αρκετό καιρό, ίσως και από την αρχή της τρικομματικής διακυβέρνησης, είναι φανερό πως η προσπάθεια μεταρρύθμισης και δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας προχωρούν με αγκομαχητό, προσκρούουν σε εμπόδια και παλινδρομούν ή εκφυλίζονται αποκαρδιωτικά. Όλα δείχνουν πως το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στις αντιδράσεις που εκδηλώνει με πολλούς τρόπους το βαθύ κράτος σε μια προσπάθεια να διατηρήσει κεκτημένα και προνόμια. Το καθεστώς αντιδρά. Πολλοί πιστεύαμε ότι οι αντοχές του δε θα είναι τόσο μεγάλες αλλά σφάλαμε. Ένα καθεστώς τόσο εκτεταμένης, σχεδόν ρεπουμπλικάνικης διαφθοράς, διαπλοκής και αναξιοκρατίας, έχει άλλες αντοχές και άλλη ευελιξία από ολοκληρωτικά μοντέλα. Το μοντέλο μας δεν ήταν σοβιετικό. Δεν ήταν μόνο ένα καθεστώς νομενκλατούρας. Μάλλον, θα δυσκολευτούν οι ιστορικοί στο μέλλον να το περιγράψουν και να το ταξινομήσουν. Η κοινωνική του εξακτίνωση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Εδώ έγκειται και η μεγάλη απήχηση του πολιτικού λαϊκισμού γιατί διαχειρίζεται την παρούσα αγανάκτηση κοινωνικών στρωμάτων τα οποία είχαν πετύχει μια ευημερία πρωτόγνωρη για τα οικογενειακά, μορφωτικά και επαγγελματικά τους δεδομένα.
Όμως οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να αναπροσανατολίσουν αυτή την αγανάκτηση γιατί η μορφωμένη αλλά σήμερα φτωχότερη ελληνική μεσαία τάξη θα ζητήσει πιο επίμονα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο κράτος. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό τον αναπροσανατολισμό έχει η ΔΗΜΑΡ ως τρίτος και λιγότερο εξαρτημένος, από το βαθύ κράτος, κυβερνητικός πόλος, αρκεί να απευθυνθεί πιο απελευθερωμένα και με λιγότερες φοβίες στην κοινή γνώμη. Τα βήματα που έχει κάνει δεν είναι λίγα. Χρειάζεται όμως:
Α) Να εγκαταλείψει την πολιτική του σλάλομ, την πολιτική των ίσων αποστάσεων. Δεν μπορείς να περνάς το ίδιο ξυστά με το σκι τόσο από τον Μανιτάκη όσο και από το Ρουπακιώτη, τόσο από το Υπουργείο Παιδείας όσο και από την ΟΛΜΕ, τόσο από την αύξηση των εσόδων του κράτους όσο και από την άρνηση είσπραξης του φόρου ακίνητης περιουσίας από τη ΔΕΗ. Δεν θα πάμε μακριά έτσι. Για παράδειγμα η τελευταία ανακοίνωση του κόμματος για την απεργία της ΟΛΜΕ και την επιστράτευση λέει: «Η ΟΛΜΕ με την ακραία συνδικαλιστική επιλογή της για απεργία μέσα στιςπανελλήνιες εξετάσεις και στη συνέχεια η κυβερνητική απόφαση προληπτικής επιστράτευσης διαμορφώνουν συνθήκες επιζήμιας έντασης για τους μαθητές και τιςοικογένειές τους». Δηλαδή και τα δύο, απεργία και επιστράτευση, είναι περίπου το ίδιο επιζήμια για τους μαθητές. Δηλαδή να άφηνε το Υπουργείο κάποιες ΕΛΜΕ με ψήφους τυχοδιωκτών να κάνουν μποϋκοτάζ, να ρίξουν ζάχαρη στα κανόνια (γιατί αυτό ήθελαν να κάνουν, να παγιδεύσουν τις εξετάσεις) για να είμαστε «δημοκρατικά» άψογοι. Λείπει το πολιτικό θάρρος και ο ρεαλισμός της διακυβέρνησης από αυτή την ανακοίνωσή μας και δεν είναι η πρώτη φορά.
Β) Να πάει σε ιδεολογική σύγκρουση με τον παραδοσιακό γραφειοκρατικό συνδικαλισμό του Δημοσίου και να επιδιώξει την αναθεώρηση του θεσμικού του πλαισίου (συμμετοχή σε συνελεύσεις, πλαφόν ψήφων για απεργία, οικονομικός έλεγχος των συνδικάτων, αναθεώρηση καταστατικών κλπ). Κάναμε λάθος που ούτε καν συζητήσαμε αυτό το θέμα όταν ήρθε στη δημοσιότητα. Κάνουμε επίσης λάθος να αποδίδουμε στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ το χαρακτηρισμό εκπαιδευτικό κίνημα, όπως υπήρχε σε μια ανακοίνωση του Τομέα. Τα εκπαιδευτικά κινήματα έχουν θέσεις για τα σχολεία, για το ρόλο των εκπαιδευτικών και για το περιεχόμενο της μάθησης και όχι μόνο για τα προνόμια των διδασκόντων. Αν πέρναγαν οι θέσεις της ΟΛΜΕ και όχι των Υπουργείων από το 1990 και μετά ούτε ΑΣΕΠ θα είχαμε, ούτε νέα βιβλία, ούτε καμιά ελπίδα αξιολόγησης.
Γ) Να πάρουμε θέση σαφή απέναντι στο νομότυπο καμουφλάζ που με τη συνδρομή ή την αδράνεια του δικαστικού σώματος και αρκετών δικηγορικών γραφείων πνίγει το πνεύμα και το γράμμα της δικαιοσύνης. Βλέπε πειθαρχικά συμβούλια και επίορκοι, παράταση καθεστώτος συμβασιούχων, ενιαίο μισθολόγιο και προνόμια ΔΕΚΟ κλπ. Δυστυχώς οι ευθύνες του υπουργού Δικαιοσύνης σε αυτό τον τομέα δεν είναι ασήμαντες.
Δ) Να ξεφύγουμε από το δίλημμα πολιτικά πρόσωπα ή τεχνοκράτες και να υπερασπιστούμε δημόσια με πείσμα και όχι με αναιμικές ανακοινώσεις τους αξιότερους στη Διοίκηση. Η απομάκρυνση του Σαρρή από τον ΕΛΓΑ και του Κικίλια από τον ΟΑΕΔ δεν έπρεπε να περάσει έτσι.
Ακολουθώντας αυτό το δρόμο έχουμε την ελπίδα να εκφράσουμε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης και να χτίσουμε νέες πολιτικές συμμαχίες παρασύροντας τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς σε μια διαδικασία μετεξέλιξης.