Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ένας πραγματιστής οραματιστής
Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ένας πραγματιστής οραματιστής
Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ένας πραγματιστής οραματιστήςΤου Κώστα Κατσουλάρη*Ο 68χρονος σήμερα Daniel Cohn-Bendit είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας, κυρίως για τους λάθος λόγους. Ως προεξάρχουσα μορφή του γαλλικού Μάη του ΄68, όταν η χαρισματική προσωπικότητά του τον ανέδειξε σε έναν από τους βασικούς εκφραστές του πολυποίκιλου πολιτικού και πολιτιστικού φοιτητικού κινήματος, εξέφραζε τους λεγόμενους «ελευθεριακούς», μια ομάδα ακτιβιστών που ήταν περισσότερο κοντά στον αντιεξουσιαστικό χώρο και σφόδρα επικριτική απέναντι στα κομμουνιστικά-σταλινικά καθεστώτα. Ήδη από τότε, ο ιδιότυπος συγκερασμός ουτοπικής και οραματικής σκέψης σε συνδυασμό με μια σπάνια αντίληψη των πολιτικών συσχετισμών και της πραγματικότητας (η σκέψη του κατευθυνόταν πάντα σε αλλαγές μέσα στον πραγματικό κόσμο, στο εδώ και στο τώρα), διέκριναν τον Κον Μπεντίτ από άλλους ομοϊδεάτες του, κι όχι τυχαία μερικά χρόνια αργότερα τον οδήγησαν στο πλευρό των ακτιβιστών Γερμανών Πρασίνων (1984), με την υποστήριξη των οποίων εξελέγη Δήμαρχος της Φρανκφούρτης το 1989. Έκτοτε, υπήρξε ηγετική μορφή στο χώρο των Πρασίνων, με τους οποίους εκλεγόταν Ευρωβουλευτής πότε με τους Γάλλους και πότε με τους Γερμανούς –χάρη στη διπλή του υπηκοότητα, είχε πάντοτε την άνεση να κινείται ανάμεσα στις δυο χώρες–, με αποκορύφωμα της πολιτικής του δράσης το τεράστιο ποσοστό (16,3%) που πήραν οι Γάλλοι Πράσινοι, με τον ίδιο επικεφαλής, στις τελευταίες ευρωεκλογές, με τον συνδυασμό Ευρώπη-Οικολογία.Ανένταχτο πνεύμα, με απαράμιλλο δυναμισμό, ο Κον Μπεντίτ διατήρησε πάντοτε την ελευθερία του στους κόλπους των Πρασίνων, και δεν δίστασε να συγκρουστεί μαζί τους και να διαφωνήσει ανοιχτά όταν έκρινε ότι έπρεπε (παράδειγμα: η επέμβαση της Ευρώπης στη Σερβία του Μιλόσεβιτς, υπέρ της οποίας τάχθηκε αναφανδόν, ερχόμενος σε ρήξη με την επίσημη «γραμμή» των Πρασίνων). Η σταθερή προσήλωση στις απόψεις του, που συνδυάζουν ένα θεμελιώδη ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό μπολιασμένο με τις ελευθεριακές-οικολογικές του ιδέες (τις οποίες, ό,τι κι αν λένε οι επικριτές του, ποτέ δεν εγκατέλειψε επί της ουσίας), δεν γίνονταν αρεστές σε καμιά πλευρά του πολιτικού φάσματος, αφού για τη μεν παραδοσιακή αριστερά είναι υπερβολικά φιλελεύθερες και αντικομμουνιστικές (στην αντίπερα όχθη με κάθε ολοκληρωτισμό-απολυταρχισμό), ενώ για την παραδοσιακή δεξιά είναι υπερβολικά φιλελεύθερες και αντιεθνικιστικές. Με δικά του λόγια: «Η οικολογική κριτική των τρόπων παραγωγής και εργασίας αντιτίθεται στα ιδεολογικά πρότυπα της κλασικής αριστεράς και δεξιάς.» («Να καταργήσουμε τα πολιτικά κόμματα; – σκέψεις ενός απάτριδος και ανένταχτου», εκδ. Πατάκη, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, σ. 49). Πρόσφατα, διαφοροποιήθηκε και πάλι από το κόμμα των Πρασίνων (η πολιτική του «πλατφόρμα» είναι πλέον η «Ευρώπη-Οικολογία»), εκφράζοντας τον προβληματισμό του για τη μετάλλαξη των κινημάτων σε Κόμματα, για την απορρόφηση των ζωντανών τους κύτταρων μέσα σε γραφειοκρατικούς και εν πολλοίς στείρους μηχανισμούς.
Με δύο βιβλία του που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα και στη χώρα μας, ο Κον Μπεντίτ επιχειρεί να περιγράψει με απλό και σαφή τρόπο το πολιτικό του όραμα, το οποίο στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες, καθένας εκ των οποίων εκφράζεται στο αντίστοιχο βιβλίο. Το «Να καταργήσουμε τα πολιτικά κόμματα;» είναι ένα σύντομο μανιφέστο, με κεντρικό πολιτικό επιχείρημα την ανάγκη, κατά Κον Μπεντίτ, να «ξεπεραστούν» τα πολιτικά κόμματα ως μηχανισμοί άσκησης πολιτικής και να αντικατασταθούν από πολιτικά και κοινωνικά κινήματα, μεγάλα think tanks με ευρεία συμμετοχή και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους. Γράφει, για παράδειγμα: «Μόνο ένα κίνημα, και όχι πολιτικό κόμμα, μπορεί να κινητοποιήσει ολόκληρη την κοινωνία και να της εμφυτεύσει τις ιδέες και τις πρακτικές του. Σ’ αυτό έγκειται η δύναμη της οικολογίας, στην ικανότητά της να γίνεται κίνημα.» (σ. 50) Τα κόμματα, ακόμη και όταν υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις, καταλήγουν μοιραία να είναι γραφειοκρατικοί-τεχνοκρατικοί μηχανισμοί, που αργά ή γρήγορα χάνουν την επαφή τους με την κοινωνία, αδυνατούν να εκφράσουν ριζοσπαστικά κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα. Αντίθετα, η εποχή μας, η εποχή του διαδικτύου, προσφέρει μεγάλες δυνατότητες προς την αντίθετη κατεύθυνση, την αποκέντρωση ...της πολιτικής συμμετοχής, αφού «μπορούμε κάλλιστα να οργανώνουμε συγκεντρώσεις και να ψηφίζουμε χωρίς να είναι ανάγκη να μετακινηθούμε, ούτε να κάνουμε χρήση της ψήφου δι’ αντιπροσώπου.» (σ. 51). Αυτό που έχει ανάγκη η σημερινή κοινωνία, λέει ο Κον Μπεντίτ, είναι ένας «ευφάνταστος και επαναστατικός ρεφορμισμός», ένα κίνημα που να βρίσκεται ταυτόχρονα «μέσα κι έξω από την πλειοψηφία –όχι εναντίον της–, επηρεάζοντάς τη με κοινωνικές κινητοποιήσεις και πολιορκώντας την τόσο με πρωτοβουλίες όσο και με προτάσεις.» (σ. 85).
Μανιφέστο για μια άλλη ΕυρώπηΑν ο «επαναστατικός ρεφορμισμός», μπολιασμένος με μια νέο-κινηματική λογική που αντιστρατεύεται τους παραδοσιακούς κομματικούς μηχανισμούς (ακόμη και αυτούς των Πρασίνων, που είναι από τους πλέον δημοκρατικούς και καταστατικά αποκεντρωμένους), είναι το πολιτικό πρόταγμα του Κον Μπεντίτ στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, ο δεύτερος πυλώνας της σκέψης του είναι ο απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος φιλοευρωπαϊσμός του, η πίστη του σε μια πραγματική και δημοκρατική Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία. Το βιβλίο «Ξύπνα Ευρώπη – Ένα μανιφέστο για μια άλλη Ευρώπη» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς), είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης συνέντευξης που πήρε ο ειδικευμένος στα ζητήματα της Ευρώπης δημοσιογράφος της Liberation Ζαν Κατρεμέρ στους Ντανιέλ Κον Μπεντίτ και Γκι Βέρχοφσταντ, με θέμα, ακριβώς, το μέλλον της Ευρώπης και κατά πόσο το όραμα μιας ενωμένης ομόσπονδης Ευρώπης είναι εφικτό. Ο Γκι Βέρχοφσταντ, μια από τις λαμπρές προσωπικότητες της Ευρώπης, διετέλεσε Πρωθυπουργός του Βελγίου για εννιά συναπτά έτη (1999-2008), ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Ομάδας Φιλελεύθερων και Δημοκρατών του Ευρωκοινοβουλίου, κι είναι ένας από τους πλέον ένθερμους και συγκροτημένους υποστηρικτές της μετεξέλιξης της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης σε «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».Όπως ήταν επόμενο, η συζήτηση ανάμεσα σε έναν έμπειρο περί τα ευρωπαϊκά ζητήματα δημοσιογράφο και δύο φλογερούς όσο και πραγματιστές πολιτικούς (που δεν συγκλίνουν, όπως είναι εύλογο, σε όλα∙ ο Κον Μπεντίτ είναι περισσότερο οικολόγος-ελευθεριακός και ο Βέρχοφσταντ ένας πιο παραδοσιακός φιλελεύθερος, με ευαίσθητη κοινωνική ματιά όμως) είναι συναρπαστική όσο και διδακτική. Κεντρικός μοχλός πίσω από το πολιτικό πρόταγμα μιας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης, οικονομικά και πολιτικά, είναι οι νέες πραγματικότητες που έχει επιφέρει στην παγκόσμια πολιτικο-οικονομική σφαίρα η ταχέως εξελισσόμενη παγκοσμιοποίηση. Στο σημερινό κόσμο, με τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις να συγκροτούν πανίσχυρους πόλους επιρροής (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία κ.ά), καμιά ευρωπαϊκή χώρα, ούτε καν η Γερμανία, δεν έχει το μέγεθος και την απαιτούμενη ισχύ ώστε να είναι ισότιμος και ανταγωνιστικός παίκτης. Μόνο μια ενωμένη ευρωπαϊκή Ένωση, με την ιδιαίτερη πολιτική της κουλτούρα και τις αξίες της, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο σε αυτό το σκηνικό. Από αυτή την άποψη, η μετεξέλιξη της Ευρώπης δεν είναι απλώς μια πολιτική ουτοπία, αλλά όρος επιβίωσης των κρατών της. Μια διασπασμένη και σπαρασσόμενη από τους επιμέρους εθνικισμούς Ευρώπη, κακακερματισμένη και αδύναμη, θα οδηγούσε σε απόλυτη χρεοκοπία του δημοκρατικού και κοινωνικού της μοντέλου, με τραγικές συνέπειες για τους λαούς της. Αντίθετα, μια πραγματικά ενωμένη και δημοκρατική Ευρώπη, με την αναγκαία παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας από τη μεριά των εθνών-κρατών, όχι μόνο θα δημιουργήσει έναν πανίσχυρο οικονομικά και πολιτικά γίγαντα, αλλά θα εισάγει δυναμικά στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων τις ευρωπαϊκές αξίες: Τη Δημοκρατία, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, τον πολιτικό πολιτισμό που διαθέτει η Ευρώπη και που δεν απαντάται πουθενά αλλού στον πλανήτη. Μια ισχυρή Ευρώπη, από αυτή την άποψη, είναι ταυτόχρονα δύναμη ειρήνης και προόδου για όλη την ανθρωπότητα. Τέλος, για το θέμα του «ευρωπαϊκού χρέους», ο Κον Μπεντίτ είναι ιδιαίτερα εύγλωττος: «Το χρέος των ΗΠΑ είναι μεγαλύτερο από εκείνο των κρατών μελών της Ευρωζώνης, αλλά αυτό ουδόλως επηρεάζει την αξία του δολαρίου. Όσο για την Ιαπωνία, το δημόσιο χρέος της είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο. Αλλά κανένας δεν αμφιβάλει για τη δύναμη του γεν. […] Πώς εξηγείται αυτό; Η απάντηση συνίσταται στο ότι το γεν και το δολάριο στηρίζονται, το καθένα, από μια ισχυρή αρχή, από μία και μοναδική κυβέρνηση, από μια ενιαία διοίκηση.» (σ. 30)Τα προβλήματα μετάβασης σε μια τέτοια Ευρώπη είναι πολλά, αλλά σημαντικότερο όλων είναι η ατολμία των ηγετών των ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ανίκανοι να αποτινάξουν από πάνω τους τα κελεύσματα του «εθνο-λαϊκισμού», δεν τολμούν τα μεγάλα βήματα που είναι απαραίτητα ώστε να σύρουν και τις υπόλοιπες χώρες προς την κατεύθυνση της ενοποίησης. Οι εθνικισμοί, οι τοπικισμοί, η στενοκεφαλιά πολλών επαγγελματιών πολιτικών, που παραπλανούν τους λαούς τους αποκρύπτοντάς τους ποιο θα είναι το πραγματικό τίμημα του κατακερματισμού και της εμμονής στην «εθνική κυριαρχία», είναι ένα από τα σημαντικά εμπόδια. Από την άλλη, η γραφειοκρατική συγκρότηση της σημερινής Ευρώπης, η επικράτηση των τεχνοκρατών και η συχνή περιφρόνηση της δημοκρατίας στο εσωτερικό της λειτουργίας της Ένωσης, χάριν μιας υποτιθέμενης «αποτελεσματικότητας» στη διοίκηση, έχουν δημιουργήσει αίσθημα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας στους λαούς.Οι πολίτες της Ευρώπης βλέπουν τα κέντρα αποφάσεων να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το δικό τους ορίζοντα δράσης, τροφοδοτώντας έτσι ακόμη περισσότερο τον εθνικισμό, τη μισαλλοδοξία, τον ευρωσκεπτικισμό.Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και του μανιχαϊστικού διπόλου «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί», τα ζητήματα που θέτει ο Κον Μπεντίτ μοιάζουν να απασχολούν ελάχιστα (και μόνο λίγα από) τα πολιτικά κόμματα και οριακά καθόλου την κοινωνία. Τα δυο σοβαρότερα πολιτικά ζητήματα του καιρού μας, πώς δηλαδή πρέπει να οργανώνεται η πολιτική και κοινωνική δράση, πότε αυτή είναι πιο αποτελεσματική και αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων προς το καλύτερο εδώ και τώρα, κι όχι σε ένα ασαφές και ουτοπικό μέλλον, και παράλληλα το στοίχημα της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια ομοσπονδία 27 κρατών, με εκλεγμένους αντιπροσώπους, και κεντρική «κυβέρνηση», είναι δυστυχώς εκτός πολιτικής ατζέντας, εκτός δημόσιας σφαίρας.
Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ –ο οποίος την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές «περιοδεύει» στη χώρα μας– έχει καταφέρει, μέσα από την πολυκύμαντη πορεία του, να συνθέσει μια πολιτική πρόταση που, αν μη τι άλλο, μπορεί να εμπνεύσει αισιοδοξία, κι έχει και το οραματικό στοιχείο που φαίνεται να έχει χαθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη. Το όραμα μιας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, είναι το δίχως άλλο η πιο προοδευτική και πιο προωθημένη ιδέα που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά στην τραυματισμένη από δύο αιματηρούς πολέμους Ευρώπη. Σε ένα περιβάλλον οικονομίστικο και τεχνοκρατικό, όπου κάθε μεγάλη αφήγηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου έχει υποχωρήσει, η πίστη στην Ευρώπη (ως ενιαία οικονομία και πολιτισμική παρακαταθήκη) είναι η μοναδική ιδεολογία που έχει πραγματικό περιεχόμενο και προοπτική, πολύ περισσότερο για χώρες της περιφέρειας, οικονομικά αδύναμες και πολιτικά ασταθείς, όπως η δική μας. Η συζήτηση, έστω καθυστερημένα, πρέπει κι εδώ να ξεκινήσει. *bookpress.gr