Ο θειος Τάκης και ο θειος Τάκης Χρ. Χωμενίδης
Είναι δύο ξαδέλφια της μάνας μου -ξαδέλφια και μεταξύ τους- συνομήλικα σχεδόν και συνονόματα. Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης. Έχουν πατήσει τα ογδόντα αλλά βαστιούνται μια χαρά. Μοιάζουν κιόλας – ψηλοί, σωματώδεις και ασπρομάλληδες, σαν πολικές αρκούδες που το έσκασαν απ’ τον ζωολογικό κήπο της πόλης.
Γεννήθηκαν αμφότεροι στις αρχές της δεκαετίας του '30. Από πατέρα Αθηναίο, «γκάγκαρο», ο Τάκης ο μεγάλος. Λιμπίστηκε τα τσακίρικα μάτια της Σμυρνιάς ο γκάγκαρος χασάπης και την πήρε «και ας μην είχε δεύτερο βρακί». Από πατέρα και μάνα πρόσφυγες ο Τάκης ο μικρός, οι οποίοι -ακόμα κι όταν «η Ελλάς ευημερούσε» όπως κοκορεύονταν οι εκάστοτε πρωθυπουργοί- επέμεναν να τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα, μεροδούλι-μεροφάι…
Κατά τα παιδικά τους χρόνια χώριζαν τους Τάκηδες δύο χιλιόμετρα σκάρτα πλην άβυσσος κοινωνική. Στην πλατεία Γκύζη είχε το κρεοπωλείο του ο γκάγκαρος. Στις εργατικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας έμεναν οι πρόσφυγες. Στις ενδιάμεσες αλάνες αντάμωναν κι έπαιζαν μπάλα τα πιτσιρίκια. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα, στα τραπεζώματα της κοινής τους γιαγιάς, ο Τάκης του χασάπη εμφανιζόταν με δώρα για τον φτωχό του εξάδελφο. Κοκκίνιζε το προσφυγάκι, έσκυβε το κεφάλι και τραύλιζε «χίλια ευχαριστώ» για τα ταλαιπωρημένα παπούτσια και για τα φθαρμένα παλτά. «Δεν λες που έχουν έναν χρόνο διαφορά και τα αποφόρια του ενός χωρούν στον άλλον;» έβλεπε πάντοτε η γιαγιά τους τη θετική πλευρά.
Την Κατοχή και τα μετέπειτα, ο γκάγκαρος χασάπης κατάφερε να τα περάσει σχεδόν αβρόχοις ποσί. Επρόκειτο για σπάνιο κατόρθωμα να κρατάς ίσες αποστάσεις από τους Χίτες κι από το ΕΑΜ, να καίγεται ο κόσμος γύρω σου κι εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου κι όταν σου πυρπολούν στα Δεκεμβριανά το μαγαζί, να κάνεις τον σταυρό σου και λουφαγμένος μες στο σπίτι σου να περιμένεις στωικά προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα.
Ο μπατζανάκης του ο πρόσφυγας δεν διέθετε παρόμοιες αρετές: Βγήκε από τους πρώτους στο βουνό. Σκοτώθηκε από τους πρώτους. Ο Τάκης ο μικρός έμεινε ορφανός. «Αλλά και να ’χε ζήσει ο μπαμπάς σου» του έλεγε μια μέρα ο χασάπης «τι χαΐρι θα ’χατε δει; Στα Μακρονήσια θα τραβιότανε ή στις Τασκένδες, αίμα θα φτύνατε οικογενειακώς... Ενώ τώρα η δράση του έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ουδέν κακόν λοιπόν αμιγές καλού…».
Διόλου δεν είχε ξεχαστεί η δράση του. Τελειώνοντας με τα χίλια ζόρια το Γυμνάσιο, ο Τάκης ο μικρός διεπίστωσε πως το όνομα του μπαμπά του τον βάραινε. Αν ήθελε να συνεχίσει σπουδές -σιγά μην αποτολμούσε τέτοιο όνειρο-, αν ήθελε να διοριστεί κλητήρας ή να αποκτήσει έστω άδεια μικροπωλητή, έπρεπε να υπογράψει ένα μάτσο χαρτιά ότι «αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας αυτού»… Δεν είχε την παραμικρή σκασίλα ο Τάκης ο μικρός για τον κομμουνισμό. Ένιωθε όμως πως, στην ουσία, του ζητούσαν να αποκηρύξει τον πατέρα του. Τους έριξε δυο μούντζες και με ό,τι λεφτά είχε και δεν είχε, έβγαλε ένα εισιτήριο τρίτης θέσης. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού δεν τον περίμενε κανείς. Μα ήταν δεκαεννιά χρονών: Το χέρι του έστυβε την πέτρα, το καυλί του την τρυπούσε.
Ο Τάκης ο μεγάλος κατάφερε με τον βούρδουλα του πατέρα του και ας μην τα ’παιρνε και πολύ τα γράμματα να τελειώσει το Πανεπιστήμιο Πειραιά – «Βιομηχανική Σχολή» το έλεγαν τότε. «Δεν θα σε χαραμίσω στις νεφραμιές και τις συκωταριές, επιστήμονα άνθρωπο!» του ανακοίνωσε όλος καμάρι ο χασάπης μόλις είδε το πτυχίο. Και με τη μεσολάβηση ενός βουλευτή -στον οποίον εδώ και χρόνια προμήθευε τις καλύτερες νεφραμιές και συκωταριές- τον διόρισε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών. Του έραψε δυο κοστούμια και του έδωσε την ευχή του.
Στιγμιότυπα από τις ζωές του θείου Τάκη και του θείου Τάκη:
1955. Ο Τάκης ο μεγάλος, ο γκάγκαρος, αρραβωνιάζεται τη Βούλα, θυγατέρα ταξιάρχου. Εγκαθίσταται στο προικώον, στη Νεάπολη Εξαρχείων και αγοράζει με τις αποταμιεύσεις του ηλεκτρικό ψυγείο. Για την ηλεκτρική κουζίνα βάζει γραμμάτια.
1956. Ο Τάκης ο μικρός κοιμάται σε ένα ημιυπόγειο στην Αστόρια μαζί με τρεις ακόμα μετανάστες. Κάθε πρωί, αξημέρωτα, ξεκινάει για το Μανχάταν. Επί δώδεκα ώρες σπρώχνει ένα καροτσάκι με πρέτζελ, αλατισμένα κουλούρια. Τα μεσημέρια κάνει είκοσι λεπτά διάλειμμα, κολατσίζει στην είσοδο του Σέντραλ Παρκ. Επίσης, κατουράει πίσω από τον ίδιο πάντα θάμνο.
1958. Ο Τάκης ο μεγάλος φωτογραφίζεται με την πρωτότοκη κόρη του, με φόντο τα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος. Ο Τάκης ο μικρός ερωτεύεται μιαν εβραιοπούλα πολωνικής καταγωγής, εργάτρια σε υφαντουργείο. Παραμερίζουν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τους και κλέβονται.
1962. Ο Τάκης ο μεγάλος δίνει το προικώον αντιπαροχή και αποκτά αυτοκίνητο. Ι.Χ. Ο Τάκης ο μικρός πουλάει το καρότσι και την άδεια του κουλουρά και μπαίνει συνέταιρος σε ένα σουβλατζίδικο στην Αστόρια. Την 25η Μαρτίου, ο γιος του παρελαύνει στην Πέμπτη Λεωφόρο ντυμένος τσολιαδάκι.
1970. Ο Τάκης ο μεγάλος ακούει κεκλεισμένων των θυρών τις ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutche Welle αλλά στο υπουργείο αποκαλεί τη Χούντα «Επανάσταση». Παραμερίζοντας τους τελευταίους του ενδοιασμούς, εκφωνεί ενώπιον του προσωπικού τον πανηγυρικό της 21ης Απριλίου. Έπειτα από δυο εβδομάδες, προάγεται σε Γενικό Διευθυντή.
Γεννήθηκαν αμφότεροι στις αρχές της δεκαετίας του '30. Από πατέρα Αθηναίο, «γκάγκαρο», ο Τάκης ο μεγάλος. Λιμπίστηκε τα τσακίρικα μάτια της Σμυρνιάς ο γκάγκαρος χασάπης και την πήρε «και ας μην είχε δεύτερο βρακί». Από πατέρα και μάνα πρόσφυγες ο Τάκης ο μικρός, οι οποίοι -ακόμα κι όταν «η Ελλάς ευημερούσε» όπως κοκορεύονταν οι εκάστοτε πρωθυπουργοί- επέμεναν να τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα, μεροδούλι-μεροφάι…
Κατά τα παιδικά τους χρόνια χώριζαν τους Τάκηδες δύο χιλιόμετρα σκάρτα πλην άβυσσος κοινωνική. Στην πλατεία Γκύζη είχε το κρεοπωλείο του ο γκάγκαρος. Στις εργατικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας έμεναν οι πρόσφυγες. Στις ενδιάμεσες αλάνες αντάμωναν κι έπαιζαν μπάλα τα πιτσιρίκια. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα, στα τραπεζώματα της κοινής τους γιαγιάς, ο Τάκης του χασάπη εμφανιζόταν με δώρα για τον φτωχό του εξάδελφο. Κοκκίνιζε το προσφυγάκι, έσκυβε το κεφάλι και τραύλιζε «χίλια ευχαριστώ» για τα ταλαιπωρημένα παπούτσια και για τα φθαρμένα παλτά. «Δεν λες που έχουν έναν χρόνο διαφορά και τα αποφόρια του ενός χωρούν στον άλλον;» έβλεπε πάντοτε η γιαγιά τους τη θετική πλευρά.
Την Κατοχή και τα μετέπειτα, ο γκάγκαρος χασάπης κατάφερε να τα περάσει σχεδόν αβρόχοις ποσί. Επρόκειτο για σπάνιο κατόρθωμα να κρατάς ίσες αποστάσεις από τους Χίτες κι από το ΕΑΜ, να καίγεται ο κόσμος γύρω σου κι εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου κι όταν σου πυρπολούν στα Δεκεμβριανά το μαγαζί, να κάνεις τον σταυρό σου και λουφαγμένος μες στο σπίτι σου να περιμένεις στωικά προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα.
Ο μπατζανάκης του ο πρόσφυγας δεν διέθετε παρόμοιες αρετές: Βγήκε από τους πρώτους στο βουνό. Σκοτώθηκε από τους πρώτους. Ο Τάκης ο μικρός έμεινε ορφανός. «Αλλά και να ’χε ζήσει ο μπαμπάς σου» του έλεγε μια μέρα ο χασάπης «τι χαΐρι θα ’χατε δει; Στα Μακρονήσια θα τραβιότανε ή στις Τασκένδες, αίμα θα φτύνατε οικογενειακώς... Ενώ τώρα η δράση του έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ουδέν κακόν λοιπόν αμιγές καλού…».
Διόλου δεν είχε ξεχαστεί η δράση του. Τελειώνοντας με τα χίλια ζόρια το Γυμνάσιο, ο Τάκης ο μικρός διεπίστωσε πως το όνομα του μπαμπά του τον βάραινε. Αν ήθελε να συνεχίσει σπουδές -σιγά μην αποτολμούσε τέτοιο όνειρο-, αν ήθελε να διοριστεί κλητήρας ή να αποκτήσει έστω άδεια μικροπωλητή, έπρεπε να υπογράψει ένα μάτσο χαρτιά ότι «αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας αυτού»… Δεν είχε την παραμικρή σκασίλα ο Τάκης ο μικρός για τον κομμουνισμό. Ένιωθε όμως πως, στην ουσία, του ζητούσαν να αποκηρύξει τον πατέρα του. Τους έριξε δυο μούντζες και με ό,τι λεφτά είχε και δεν είχε, έβγαλε ένα εισιτήριο τρίτης θέσης. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού δεν τον περίμενε κανείς. Μα ήταν δεκαεννιά χρονών: Το χέρι του έστυβε την πέτρα, το καυλί του την τρυπούσε.
Ο Τάκης ο μεγάλος κατάφερε με τον βούρδουλα του πατέρα του και ας μην τα ’παιρνε και πολύ τα γράμματα να τελειώσει το Πανεπιστήμιο Πειραιά – «Βιομηχανική Σχολή» το έλεγαν τότε. «Δεν θα σε χαραμίσω στις νεφραμιές και τις συκωταριές, επιστήμονα άνθρωπο!» του ανακοίνωσε όλος καμάρι ο χασάπης μόλις είδε το πτυχίο. Και με τη μεσολάβηση ενός βουλευτή -στον οποίον εδώ και χρόνια προμήθευε τις καλύτερες νεφραμιές και συκωταριές- τον διόρισε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών. Του έραψε δυο κοστούμια και του έδωσε την ευχή του.
Στιγμιότυπα από τις ζωές του θείου Τάκη και του θείου Τάκη:
1955. Ο Τάκης ο μεγάλος, ο γκάγκαρος, αρραβωνιάζεται τη Βούλα, θυγατέρα ταξιάρχου. Εγκαθίσταται στο προικώον, στη Νεάπολη Εξαρχείων και αγοράζει με τις αποταμιεύσεις του ηλεκτρικό ψυγείο. Για την ηλεκτρική κουζίνα βάζει γραμμάτια.
1956. Ο Τάκης ο μικρός κοιμάται σε ένα ημιυπόγειο στην Αστόρια μαζί με τρεις ακόμα μετανάστες. Κάθε πρωί, αξημέρωτα, ξεκινάει για το Μανχάταν. Επί δώδεκα ώρες σπρώχνει ένα καροτσάκι με πρέτζελ, αλατισμένα κουλούρια. Τα μεσημέρια κάνει είκοσι λεπτά διάλειμμα, κολατσίζει στην είσοδο του Σέντραλ Παρκ. Επίσης, κατουράει πίσω από τον ίδιο πάντα θάμνο.
1958. Ο Τάκης ο μεγάλος φωτογραφίζεται με την πρωτότοκη κόρη του, με φόντο τα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος. Ο Τάκης ο μικρός ερωτεύεται μιαν εβραιοπούλα πολωνικής καταγωγής, εργάτρια σε υφαντουργείο. Παραμερίζουν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τους και κλέβονται.
1962. Ο Τάκης ο μεγάλος δίνει το προικώον αντιπαροχή και αποκτά αυτοκίνητο. Ι.Χ. Ο Τάκης ο μικρός πουλάει το καρότσι και την άδεια του κουλουρά και μπαίνει συνέταιρος σε ένα σουβλατζίδικο στην Αστόρια. Την 25η Μαρτίου, ο γιος του παρελαύνει στην Πέμπτη Λεωφόρο ντυμένος τσολιαδάκι.
1970. Ο Τάκης ο μεγάλος ακούει κεκλεισμένων των θυρών τις ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutche Welle αλλά στο υπουργείο αποκαλεί τη Χούντα «Επανάσταση». Παραμερίζοντας τους τελευταίους του ενδοιασμούς, εκφωνεί ενώπιον του προσωπικού τον πανηγυρικό της 21ης Απριλίου. Έπειτα από δυο εβδομάδες, προάγεται σε Γενικό Διευθυντή.
1971. Ο Τάκης ο μικρός πηγαίνει σε συνεστίαση του ΠΑΚ Νέας Υόρκης και βλέπει τον Ανδρέα Παπανδρέου να βροντάει και να αστράφτει, μην αποκλείοντας το αντάρτικο εναντίον των Συνταγματαρχών. Εντυπωσιάζεται μεν, φτύνει δε τον κόρφο του που δεν έχει πια κανένα πάρε-δώσε, καμιά εξάρτηση από την Ελλάδα.
1976. Στην αγωνία του να ξεπλύνει τη ρετσινιά του συνεργάτη της Χούντας, ο Τάκης ο μεγάλος γράφεται στο Πασόκ. Ακόμα κι όσοι θυμούνται το παρελθόν του, τον αντιμετωπίζουν με κατανόηση. Κυρίως επειδή είναι υποδειγματικός υπάλληλος και εξαιρετικός κύριος. Εάν ήθελε εξάλλου -σκέφτονται- να επωφεληθεί προσωπικά, θα πήγαινε στη Νέα Δημοκρατία κι όχι στο «Κίνημα» του 13%...
1979. Ύστερα από τριάντα χρόνια, ο Τάκης ο μικρός επιστρέφει συν γυναιξί και τέκνοις στην Ελλάδα, για διακοπές, και συναντιέται με τους συγγενείς του. Οι θυγατέρες του Τάκη του μεγάλου βρίσκουν τους τρεις ελληνοαμερικάνους ξαδέλφους τους «καράβλαχους». Θαμπώνονται όμως από την καμπάνα στον Αστέρα, όπου έχει καταλύσει η οικογένεια του θείου τους. «Για κοίτα πού πηγαίνουν τα λεφτά…» λένε πικρόχολα.
1985. Παρά τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί, ο Τάκης ο μεγάλος δεν περιλαμβάνεται τελικά στα ψηφοδέλτια του Πασόκ. Η απογοήτευσή του είναι τέτοια ώστε -σε συνδυασμό με την κρίση μέσης ηλικίας- τον ρίχνει σε κατάθλιψη. Για να το ξεπεράσει, ερωτεύεται μια νεαρή δακτυλογράφο κι εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, πηγαίνει σε περισσότερα μπουζούκια και πολυτελή εστιατόρια από ό,τι σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Φωτογραφίζεται, στο τσακίρ κέφι, με τον Σταμάτη Κόκοτα από πάνω του να του κρατάει το μικρόφωνο για να τραγουδήσει «μου ’φαγες όλα τα δακτυλίδια…».
1988. Ο Τάκης ο μικρός παθιάζεται με την υποψηφιότητα του Μάικλ Ντουκάκις για την Προεδρία. Τα τρία εστιατόρια που έχει πλέον -στην Αστόρια και στο Λονγκ Άιλαντ- του δίνουν τη δυνατότητα να την υποστηρίξει και οικονομικά, με το ποσό των πενήντα χιλιάδων δολαρίων. Η ήττα του Ντουκάκις τον πικραίνει βαθύτατα. Είναι περήφανος ωστόσο που έκανε το πατριωτικό του καθήκον, καθώς και το κομμάτι του στην ομογένεια.
1992. Ο Τάκης ο μεγάλος παθαίνει έμφραγμα και σώζεται στο παραπέντε. Επιστρέφει με την ουρά στα σκέλια στην οικογένειά του. Η σύζυγός του Βούλα τον δέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Δεν θα περάσει όμως ούτε μια μέρα εφεξής δίχως να του υπενθυμίσει τα «ρεζιλίκια» του. Το εφάπαξ -εννοείται- από το υπουργείο κατατίθεται σε δικό της λογαριασμό.
1996. Ο τελευταίος γιος του Τάκη του μικρού σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό. «Ό,τι παιδί αποκτήσετε» προστάζει τους δυο άλλους μετά την κηδεία «θα το βαφτίσετε Γιώργο. Ή έστω Γεωργία…». Σχεδόν αμέσως συνειδητοποιεί το μάταιον του πράγματος. «Τι νόημα έχει; Βγάλτε τα παιδιά σας όπως θέλετε, ζωή να έχουν!».
2004. Ο Τάκης ο μικρός έρχεται στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με τη δεκαμελή του πλέον οικογένεια. Μαγεύεται, τον πιάνει νοσταλγία. Σκέφτεται να αγοράσει ένα σπίτι, παραθαλάσσιο, για να περνάει τα καλοκαίρια, να βελτιώνουν και τα εγγονάκια του τα ελληνικά τους. Όταν μαθαίνει τις τιμές των ακινήτων, του σηκώνεται η τρίχα. «Και δεν παίρνω ένα φλατ με θέα στο Σέντραλ Παρκ;» λέει.
Ιούλιος 2013. Ο Τάκης ο μεγάλος πάει κρυφά από τη γυναίκα και τις κόρες του στο Ιντερκοντινένταλ, να βρει τον εξάδελφό του. Συναντιούνται στο μπαρ πλάι στην πισίνα – ο Τάκης ο μεγάλος φοράει κοστούμι ενώ ο Τάκης ο μικρός καναρινί μαγιό, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι κωμική. Του περιγράφει το χάλι της Ελλάδας και τη δική του την κατάντια. «Η σύνταξή μου έχει πέσει στο μισό, δεν έχω πια να δώσω χαρτζιλίκι στα εγγόνια μου. Το εφάπαξ έγινε προίκα για τις θυγατέρες μου – χωρίσανε κι οι δύο, οι γαϊδούρες! Ζούμε με ένα χιλιάρικο σκάρτο τον μήνα…». Δεν χρειάζεται να προχωρήσει - ο Τάκης ο μικρός έχει καταλάβει. Βγάζει απ’ το δερμάτινο τσαντάκι το μπλοκ του και του κόβει επιταγή, δέκα χιλιάδες δολάρια. «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να στα επιστρέψω…». «Μα δεν στα δίνω δάνειο. Είναι το “ευχαριστώ” για τα ρούχα και τα παιχνίδια που μου χάριζες όταν ήμασταν παιδιά…». Ο Τάκης ο μεγάλος αρχίζει τότε να κλαίει γοερά, ο Τάκης ο μικρός τού παραγγέλνει ένα ουίσκι διπλό, μπας και τον συνεφέρει. «Πού τα σκατώσαμε, βρε ξάδελφε; Πώς καταντήσαμε έτσι;». «Περάσατε όμως και μπέικα…». «Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα! Εσύ έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου και πρόκοψες…». «Μπα, τυχερός στάθηκα. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει τα πράγματα ανάποδα. Δεν μετανάστευσα εξάλλου με τη θέλησή μου – κλωτσηδόν έφυγα…». «Δεν βαριέσαι» αμπελοφιλοσοφεί ο Τάκης ο μεγάλος. «Κάποιοι άνθρωποι είναι πουλιά και κάποιοι άλλοι δέντρα…». «Όλοι οι άνθρωποι δέντρα γεννιούνται» τον διορθώνει ο Τάκης ο μικρός. «Μερικοί, απλώς, βγάζουν στην πορεία φτερά.».
1985. Παρά τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί, ο Τάκης ο μεγάλος δεν περιλαμβάνεται τελικά στα ψηφοδέλτια του Πασόκ. Η απογοήτευσή του είναι τέτοια ώστε -σε συνδυασμό με την κρίση μέσης ηλικίας- τον ρίχνει σε κατάθλιψη. Για να το ξεπεράσει, ερωτεύεται μια νεαρή δακτυλογράφο κι εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, πηγαίνει σε περισσότερα μπουζούκια και πολυτελή εστιατόρια από ό,τι σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Φωτογραφίζεται, στο τσακίρ κέφι, με τον Σταμάτη Κόκοτα από πάνω του να του κρατάει το μικρόφωνο για να τραγουδήσει «μου ’φαγες όλα τα δακτυλίδια…».
1988. Ο Τάκης ο μικρός παθιάζεται με την υποψηφιότητα του Μάικλ Ντουκάκις για την Προεδρία. Τα τρία εστιατόρια που έχει πλέον -στην Αστόρια και στο Λονγκ Άιλαντ- του δίνουν τη δυνατότητα να την υποστηρίξει και οικονομικά, με το ποσό των πενήντα χιλιάδων δολαρίων. Η ήττα του Ντουκάκις τον πικραίνει βαθύτατα. Είναι περήφανος ωστόσο που έκανε το πατριωτικό του καθήκον, καθώς και το κομμάτι του στην ομογένεια.
1992. Ο Τάκης ο μεγάλος παθαίνει έμφραγμα και σώζεται στο παραπέντε. Επιστρέφει με την ουρά στα σκέλια στην οικογένειά του. Η σύζυγός του Βούλα τον δέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Δεν θα περάσει όμως ούτε μια μέρα εφεξής δίχως να του υπενθυμίσει τα «ρεζιλίκια» του. Το εφάπαξ -εννοείται- από το υπουργείο κατατίθεται σε δικό της λογαριασμό.
1996. Ο τελευταίος γιος του Τάκη του μικρού σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό. «Ό,τι παιδί αποκτήσετε» προστάζει τους δυο άλλους μετά την κηδεία «θα το βαφτίσετε Γιώργο. Ή έστω Γεωργία…». Σχεδόν αμέσως συνειδητοποιεί το μάταιον του πράγματος. «Τι νόημα έχει; Βγάλτε τα παιδιά σας όπως θέλετε, ζωή να έχουν!».
2004. Ο Τάκης ο μικρός έρχεται στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με τη δεκαμελή του πλέον οικογένεια. Μαγεύεται, τον πιάνει νοσταλγία. Σκέφτεται να αγοράσει ένα σπίτι, παραθαλάσσιο, για να περνάει τα καλοκαίρια, να βελτιώνουν και τα εγγονάκια του τα ελληνικά τους. Όταν μαθαίνει τις τιμές των ακινήτων, του σηκώνεται η τρίχα. «Και δεν παίρνω ένα φλατ με θέα στο Σέντραλ Παρκ;» λέει.
Ιούλιος 2013. Ο Τάκης ο μεγάλος πάει κρυφά από τη γυναίκα και τις κόρες του στο Ιντερκοντινένταλ, να βρει τον εξάδελφό του. Συναντιούνται στο μπαρ πλάι στην πισίνα – ο Τάκης ο μεγάλος φοράει κοστούμι ενώ ο Τάκης ο μικρός καναρινί μαγιό, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι κωμική. Του περιγράφει το χάλι της Ελλάδας και τη δική του την κατάντια. «Η σύνταξή μου έχει πέσει στο μισό, δεν έχω πια να δώσω χαρτζιλίκι στα εγγόνια μου. Το εφάπαξ έγινε προίκα για τις θυγατέρες μου – χωρίσανε κι οι δύο, οι γαϊδούρες! Ζούμε με ένα χιλιάρικο σκάρτο τον μήνα…». Δεν χρειάζεται να προχωρήσει - ο Τάκης ο μικρός έχει καταλάβει. Βγάζει απ’ το δερμάτινο τσαντάκι το μπλοκ του και του κόβει επιταγή, δέκα χιλιάδες δολάρια. «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να στα επιστρέψω…». «Μα δεν στα δίνω δάνειο. Είναι το “ευχαριστώ” για τα ρούχα και τα παιχνίδια που μου χάριζες όταν ήμασταν παιδιά…». Ο Τάκης ο μεγάλος αρχίζει τότε να κλαίει γοερά, ο Τάκης ο μικρός τού παραγγέλνει ένα ουίσκι διπλό, μπας και τον συνεφέρει. «Πού τα σκατώσαμε, βρε ξάδελφε; Πώς καταντήσαμε έτσι;». «Περάσατε όμως και μπέικα…». «Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα! Εσύ έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου και πρόκοψες…». «Μπα, τυχερός στάθηκα. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει τα πράγματα ανάποδα. Δεν μετανάστευσα εξάλλου με τη θέλησή μου – κλωτσηδόν έφυγα…». «Δεν βαριέσαι» αμπελοφιλοσοφεί ο Τάκης ο μεγάλος. «Κάποιοι άνθρωποι είναι πουλιά και κάποιοι άλλοι δέντρα…». «Όλοι οι άνθρωποι δέντρα γεννιούνται» τον διορθώνει ο Τάκης ο μικρός. «Μερικοί, απλώς, βγάζουν στην πορεία φτερά.».