Η σκηνή είναι γνωστή, την έχει δείξει η τηλεόραση δεκάδες φορές. Ένας άντρας τρέχει έντρομος να σωθεί, πίσω του ένα τσούρμο τον κυνηγάει, τον βρίζει, τον χτυπάει στην πλάτη με γροθιές, του πετάει στο κεφάλι μπουκάλια και καφέδες. Οι διαδηλωτές δεν έχουν τίποτα προσωπικό με τον Γερμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη. Το πιθανότερο είναι να μην τον ξέρουν καν. Βάζουν ναζιστικά εμβατήρια στα μεγάφωνα και του ορμάνε επειδή είναι Γερμανός. Στη δικιά μας πρωτόγονη και ανορθολογική αντίληψη της πραγματικότητας οι ξένοι είναι οι εχθροί, φταίνε για την τύχη μας. Οι μαυροντυμένοι ακροδεξιοί χτυπάνε Πακιστανούς, Ινδούς, Αφρικανούς, οι κόκκινοι συνδικαλιστές προπηλακίζουν Ευρωπαίους. Οι ξένες πρεσβείες εκδίδουν ταξιδιωτικές οδηγίες προς τους υπηκόους τους. Να αποφεύγουν την κυκλοφορία στην πόλη, ιδίως αν είναι ασιατικής ή αφρικανικής καταγωγής.
Με την ανοσία 3 χρόνων παράνοιας και εκτροχιασμού, ξεχνάμε το γεγονός γρήγορα. Δεν το ξεχνάει κανένας άλλος. Για τον υπόλοιπο πλανήτη ό,τι συνέβη είναι αδιανόητο. Στον πολιτισμένο κόσμο οι πρεσβευτές, οι εκπρόσωποι μιας χώρας, είναι ιεροί. Ακόμα και στη διάρκεια πολέμου είναι ιεροί. Μόνο στο Ιράν, στη Λιβύη συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Οι σκηνές αυτές, που είδε ολόκληρος ο πλανήτης, παρουσιάζουν μια χώρα άναρχη, πρωτόγονη, υποανάπτυκτη, φανατική, μισαλλόδοξη, βίαιη. Κι αυτό ποτέ η Δύση δεν θα το ξεχάσει. Για να μιλήσω τη γλώσσα που καταλαβαίνει αυτή η χώρα, τη γλώσσα του συμφέροντος, αυτά τα λίγα τηλεοπτικά λεπτά στη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα μας κοστίσουν πολύ ακριβά, στις δουλειές μας, στα εισοδήματά μας. Εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες θα ακυρώσουν τις διακοπές τους. Επενδυτές ούτε που θα διανοηθούν να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα, η κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών θα πιέσει τα κοινοβούλια, κάθε λύση ευνοϊκή για τη ρύθμιση του χρέους μας, για παραπάνω δανεισμό, θα γίνει πιο δύσκολη.
Εμείς παίζουμε ακόμα το τυχοδιωκτικό και ανεύθυνο παιχνίδι που μας έχει οδηγήσει μέχρι εδώ. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπερασπίζονται τους δράστες καταγγέλλοντας «ακραία καταστολή, δικαστικό πραξικόπημα, ποινικοποίηση αγώνων». Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, οι βουλευτές τους μέσα στη Βουλή προβλέπουν για τους πολιτικούς τους αντιπάλους το φρικτό τέλος του Αμερικανού πρεσβευτή στη Λιβύη. Οι βουλευτές τους ονομάζουν τον ανάπηρο Γερμανό υπουργό Οικονομίας, ο «κουτσός». Υπάρχουν εφημερίδες που περιγράφουν τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης υπό τον τίτλο «αστυνομικές δυνάμεις προβαίνουν σε συλλήψεις επειδή οι πολίτες αντέδρασαν στις δηλώσεις Φούχτελ». Όχι πια στα υπόγεια της κοινωνίας, αλλά στον κυρίαρχο δημόσιο διάλογο, το αδιανόητο έχει γίνει αποδεκτό. Αν δεν σ’ αρέσουν οι δηλώσεις κάποιου, τον δέρνεις. Ακόμα χειρότερα, δέρνεις τους ομοεθνείς του. Έπειτα, καταγγέλλεις το φασισμό και καταθέτεις στεφάνι στο Πολυτεχνείο.
Τα κόμματα που υποδαυλίζουν, που υπερασπίζονται τη βία, εγκληματούν. Γιατί νομιμοποιούν τη βία, την κάνουν αποδεκτή. Όταν μιλάνε για «πραξικόπημα, εκτροπή από το δημοκρατικό πολίτευμα, τροϊκανή χούντα, μνημονιακή δικτατορία», δεν είναι τρελοί. Ξέρουν ότι δεν είναι έτσι. Ξέρουν ότι σιτίζονται από αυτή τη «δικτατορία» με 14 εκατομμύρια το χρόνο κομματική επιχορήγηση. Η παραποίηση της πραγματικότητας έχει στόχο τη νομιμοποίηση της βίας. Μόνο αν έχουμε δικτατορία, η βία των πολιτών είναι αποδεκτή. Μπορούν να μιλάνε οι βουλευτές τους «για καλάσνικοφ που θα βγουν στις πλατείες», οι συνδικαλιστές τους για «ρουκέτες στις ερπύστριες».
Οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί που μιλάνε για τη «βία της απόλυσης, τη βία της μείωσης των μισθών, τη βία του τραπεζικού δανείου που δεν έχεις να πληρώσεις τη δόση», εγκληματούν. Γιατί σχετικοποιούν τη βία, την κάνουν αποδεκτή. Δήθεν δεν μπορούν να κάνουν τη διάκριση με την πολιτική βία, οι δυσκολίες γίνονται βία, η αδικία ονομάζεται βία, η φτώχεια είναι βία, όλα ίδια είναι με το να πληγώνεις το σώμα του άλλου. Αν σου μειώνουν το μισθό, δέρνεις. Αν σου κόβουν τη σύνταξη, πυρπολείς το Αττικόν. Αν σε απολύουν, καις ζωντανούς 3 ανθρώπους στη Μαρφίν. Έτσι δεν κάνουν όλοι; Έτσι δεν κάνουν παντού;
Λένε ψέματα. Ο «κόσμος» δεν κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Οργανωμένες πολιτικές ομάδες είναι που χτυπάνε, που πληγώνουν. Οι άνθρωποι δεν μαχαιρώνουν μετανάστες. Οι άνθρωποι δεν κυνηγάνε Γερμανούς. Δεν δέρνουν πολιτικούς, δεν γιαουρτώνουν συγγραφείς, δεν χτίζουν καθηγητές.
Άγνοια, ιδεοληψίες, κοινωνικός εγωισμός, κομματικές επιδιώξεις, ιδιοτέλειες και συμφέροντα, εκτροχιασμένα, καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά, οδηγούν την παραζαλισμένη κοινωνία σε αυτοκτονικά άκρα. Όποιος σπέρνει αίμα, θερίζει αίμα. Σαν ν’ ανοίξαμε μια κλειδωμένη πόρτα αυτά τα τελευταία χρόνια και ξαφνικά έγινε ευκολότερο να σκεφτόμαστε τους άλλους ανθρώπους ως αντικείμενα. Ως ανθρώπους που δεν ματώνουν το ίδιο κόκκινα με μας. Υποκριτικά, οι ενορχηστρωτές της πολιτικής βίας προσπαθούν να πάρουν τις αποστάσεις τους από τα ναζιστικά, αντιδημοκρατικά, αντικοινοβουλευτικά φαινόμενα. Ναι, είναι αλήθεια ότι η ύφεση δημιουργεί το εύφορο έδαφος για την εμφάνιση ρατσιστικών και ολοκληρωτικών απόψεων. Είναι όμως αλήθεια ότι την πολιτική βία και τη ρητορική του μίσους κάποιοι άλλοι φρόντισαν να την κάνουν οικεία, αποδεκτή, ανθρώπινη. «Δικαιολογημένη αγανάκτηση και δίκαιη οργή».
Όσα ήταν κλειδωμένα κάτω από μια επιδερμική, όπως φάνηκε, επιφάνεια δημοκρατίας και πολιτισμού, τώρα βγαίνουν στο φως. Και την κληρονομιά της πολιτικής βίας και του πολιτικού ανορθολογισμού θα την κληρονομήσουν οι πιο αδίστακτοι εις βάρος όλων.
Αν όλα αυτά είναι μια προσπάθεια εκλογίκευσης των όσων νιώθω σε κάθε τέτοιο περιστατικό, στ’ αλήθεια, η ενστικτώδης απέχθεια που νιώθω είναι πέρα από πολιτική. Ίσως γιατί μεγάλωσα σε μια εποχή που όταν γυρνούσαμε από το σχολείο με κατεβασμένο φρύδι και αίματα οι πατεράδες μας το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν ήταν «εσείς πόσοι είσαστε;», κι αν η απάντηση ήταν «περισσότεροι» τρώγαμε άλλο ένα χαστούκι. Γιατί μεγαλώναμε μαθαίνοντας ότι οι άντρες δεν τα βάζουν ποτέ δύο εναντίον ενός. Αν έχεις προσέξει, σε όλα αυτά τα πάνω από 600 περιστατικά πολιτικής και ρατσιστικής βίας που συνέβησαν σε ένα χρόνο, το μοτίβο ήταν πάντα ίδιο: ένας όχλος κυνηγάει ένα ανυπεράσπιστο θύμα να το γιουχάρει, να το χτυπήσει, να το εξευτελίσει. Κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, σίγουροι ότι μετά θα τρέξουν οι βουλευτές τους να τους υπερασπιστούν, θα κλαφτούν για την «άδικη δίωξη» και την «ποινικοποίηση των αγώνων». Και σχεδόν πάντα, η αποκαλυπτική λεπτομέρεια, θα πετάξουν καφέδες. Είναι η ριζοσπαστικότητα της τσάμπα μαγκιάς, η θρασυδειλία της ασυλίας, η διαδήλωση του φραπέ.
Όσα ήταν κλειδωμένα κάτω από μια επιδερμική, όπως φάνηκε, επιφάνεια δημοκρατίας και πολιτισμού, τώρα βγαίνουν στο φως. Και την κληρονομιά της πολιτικής βίας και του πολιτικού ανορθολογισμού θα την κληρονομήσουν οι πιο αδίστακτοι εις βάρος όλων.
Αν όλα αυτά είναι μια προσπάθεια εκλογίκευσης των όσων νιώθω σε κάθε τέτοιο περιστατικό, στ’ αλήθεια, η ενστικτώδης απέχθεια που νιώθω είναι πέρα από πολιτική. Ίσως γιατί μεγάλωσα σε μια εποχή που όταν γυρνούσαμε από το σχολείο με κατεβασμένο φρύδι και αίματα οι πατεράδες μας το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν ήταν «εσείς πόσοι είσαστε;», κι αν η απάντηση ήταν «περισσότεροι» τρώγαμε άλλο ένα χαστούκι. Γιατί μεγαλώναμε μαθαίνοντας ότι οι άντρες δεν τα βάζουν ποτέ δύο εναντίον ενός. Αν έχεις προσέξει, σε όλα αυτά τα πάνω από 600 περιστατικά πολιτικής και ρατσιστικής βίας που συνέβησαν σε ένα χρόνο, το μοτίβο ήταν πάντα ίδιο: ένας όχλος κυνηγάει ένα ανυπεράσπιστο θύμα να το γιουχάρει, να το χτυπήσει, να το εξευτελίσει. Κρυμμένοι μέσα στο πλήθος, σίγουροι ότι μετά θα τρέξουν οι βουλευτές τους να τους υπερασπιστούν, θα κλαφτούν για την «άδικη δίωξη» και την «ποινικοποίηση των αγώνων». Και σχεδόν πάντα, η αποκαλυπτική λεπτομέρεια, θα πετάξουν καφέδες. Είναι η ριζοσπαστικότητα της τσάμπα μαγκιάς, η θρασυδειλία της ασυλίας, η διαδήλωση του φραπέ.