«Μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής προσαρμογής 2013-2016 και τα άμεσα μέτρα εφαρμογής»
Η χώρα διανύει μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη, περαιτέρω υποβάθμισης της ζωής των πολιτών και βαθιάς, παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, συνέπεια πέραν των χρόνιων προβλημάτων της και της αναποτελεσματικότητας των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν για την αντιμετώπιση και τη διέξοδο από την κρίση. Βασική ιδέα των προγραμμάτων «διάσωσης» της οικονομίας που εφαρμόστηκαν μετά το 2009 ήταν ότι η αποκατάσταση των δημοσιονομικών, δηλαδή η δημοσιονομική «εξυγίανση». Σήμερα τέσσερα χρόνια μετά, φαίνεται ότι τα υφεσιακά αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθήθηκε ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα.
(Έτσι ούτε δημοσιονομική εξυγίανση υπήρξε (χρειάστηκε για αυτό το PSI), αλλά προστέθηκε ένα νέο μεγάλο πρόβλημα: η παρατεταμένη και βαθιά ύφεση και το οξύ πρόβλημα των κοινωνικών συνεπειών της).
Αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι η συμφωνία με τους δανειστές για τη συνέχιση του προγράμματος προσαρμογής, αλλά και ο τρόπος της συνέχισης του προγράμματος. Στόχος μας είναι μια πολιτική συμφωνία προς το μέλλον, που θα βλέπει μακριά και θα δημιουργεί ένα πλαίσιο βιώσιμης λύσης από οικονομική και κοινωνική άποψη.
Γι’ αυτό η ανάγκη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής εξόδου είναι αδήριτη και υπαγορεύει τον επανασχεδιασμό της ακολουθούμενης πολιτικής. Μια στρατηγική εξόδου που πρέπει να επιμερίσει δίκαια τα βάρη, να ανανεώσει και να ανασυγκροτήσει τη χώρα θεσμικά, δημοκρατικά και να συμβάλει άμεσα στην επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Το κόμμα μας έκανε τον Ιούνιο μια σημαντική επιλογή. Να στηρίξει την κυβέρνηση συνευθύνης μαζί με δυνάμεις, με τις οποίες βεβαίως έχουμε πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές. Με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση προσπαθούμε μέσα σε αντίξοες συνθήκες να πετύχουμε το διπλό στόχο της παραμονής της χώρας στο ευρώ και της προστασίας των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας μας.
Η χώρα χρειάζεται την ευρύτερη δυνατή συμπαράταξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ώστε να αξιοποιήσει ό,τι καλύτερο διαθέτει στην περίοδο κρίσιμων μαχών σε όλη τη γραμμή του μετώπου.
Η πολιτική που ακολουθήσαμε ως ΔΗΜ.ΑΡ και η στήριξη που έχουμε δώσει στην Κυβέρνηση Εθνικής ευθύνης έγινε γιατί αυτή αποτελεί τη δυνατότητα για να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, για να διαπραγματευθεί την αντικατάσταση δυσβάσταχτων για τους πολίτες όρων του μνημονίου, να ξεφύγει η χώρα από τη δίνη της οικονομικής κρίσης και να μπει σε μία πορεία επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας.
Η στάση μας δείχνει ότι είναι αβάσιμη η αντίληψη που συστηματικά καλλιέργησε η αντιπολίτευση ότι δήθεν όλα ήταν προαποφασισμένα, ότι δεν γίνεται διαπραγμάτευση, αλλά ένα «θέατρο» για τα μάτια του κόσμου.
Ο εύκολος αντιπολιτευτικός λόγος που αξιοποιεί τις πιεστικές και πολύ δύσκολες για το λαό καταστάσεις για να αλιεύσει ψήφους, δεν ήταν ποτέ χρήσιμος αλλά, πολύ περισσότερο σήμερα, δεν είναι υπεύθυνος. Δεν θα περιπέσουμε σε ένα τέτοιο λόγο. Δεν μας ενδιαφέρει η προοπτική να διαδραματίσουμε ένα ανορθωτικό ρόλο μετά την καταστροφή.
Θέλουμε να συμβάλλουμε στο να αποφευχθεί η καταστροφή.
Εμείς θα επιμείνουμε στη μόνη ρεαλιστική πολιτική γραμμή που αναγνωρίζει ότι η δανειακή σύμβαση αποτελεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη χώρα και ταυτόχρονα παλεύει σοβαρά και συγκροτημένα να το αλλάξει.
Με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση καταβάλαμε τεράστιες προσπάθειες και πιστεύουμε ότι διαδραματίσαμε εποικοδομητικό και σταθεροποιητικό ρόλο στο συνεργατικό κυβερνητικό σχήμα. Η συμβολή μας δεν ήταν και δεν είναι ζήτημα αριθμητικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό.
Συμφωνήσαμε να υπάρξει μια διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης, που αφενός θα υλοποιήσει το πρόγραμμα προσαρμογής και αφετέρου θα το τροποποιήσει, σε συμφωνία με τους εταίρους, με στόχο να γίνει:
οικονομικά αποτελεσματικό, συνδεόμενο με την ανάπτυξη και
κοινωνικά βιώσιμο, με ορθολογικό επιμερισμό των βαρών, λήψη μέτρων ελάφρυνσης των βαρών και ανακούφισης των κοινωνικά αδύναμων.
Αναγνωρίσαμε ότι η υλοποίηση της προγραμματικής συμφωνίας συναρτάται με τις συνεχείς διαπραγματεύσεις με την Τρόικα και το γενικότερο δυναμικά εξελισσόμενο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης.
Παράλληλα θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τα βαθύτερα αίτια, αν δεν αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν την οικονομική και πολιτική συγκρότηση της χώρας, αν δεν προχωρήσουμε στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και κυρίως αν δεν είμαστε παρόντες -με όλα τα δικαιώματα που εξασφαλίζει η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη- στις εξελίξεις που αναπόφευκτα θα δρομολογηθούν στην ΕΕ, τότε η όποια λύση θα είναι εξαμβλωματικού χαρακτήρα και μηδενικής απόδοσης.
Θεωρούμε, ότι ακόμα και εντός του δεδομένου δυσμενούς πλαισίου, με τους ισχυρούς εξωτερικούς περιορισμούς, δηλαδή τις απαιτήσεις τις Τρόικας οι οποίες συχνά είναι υπερβολικές και εκτός πραγματικότητας, υπάρχουν οι δυνατότητες επιλογών. Για αυτό το λόγο άλλωστε συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε ότι είναι απαραίτητη η ενίσχυση της διαπραγμάτευσης και σε πολιτικό επίπεδομε τους Ευρωπαίους Εταίρους, προκειμένου να τους πείσουμε για τη βελτίωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Για να επιτύχουμε μια συμφωνία δημοσιονομικής προσαρμογής, που να περιλαμβάνει τη χρονική επιμήκυνση, την ένταξη της ρήτρας αντικατάστασης ιδιαιτέρως επαχθών μέτρων από όλα εκείνα τα οποία θα προκύπτουν ως προϊόν εσόδων, την ενίσχυση της με αναπτυξιακές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ύφεσης.
Επίσης τονίσαμε με προκαταβολική σαφήνεια τη θέση μας για « .. ανακοπή της επίθεσης που γίνεται από την τρόικα και μέρος των εργοδοτικών δυνάμεων για διάλυση των εργασιακών σχέσεων και περαιτέρω υποβάθμιση των δικαιωμάτων…».
Γιατί ενώ ολοκληρωνόταν η διαπραγμάτευση για το δημοσιονομικό πακέτο η Τρόικα, χωρίς να λάβει υπόψη τη ρητώς διατυπωμένη διαφωνία της Δημοκρατικής Αριστεράς, επέλεξε να προωθήσει αιφνιδιαστικά και μάλιστα σε ακραία μορφή ρυθμίσεις για ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις.
Τα εργασιακά θέματα αποτελούν τον οδικό χάρτη για την εικόνα της χώρας μετά τη δημοσιονομική εξυγίανση και όχι δευτερεύον πρόβλημα. Η συγκεκριμένη εκδοχή εργασιακών σχέσεων προωθεί ρυθμίσεις που διαμορφώνουν για τους εργαζόμενους ένα περιβάλλον αποσαθρωμένων δικαιωμάτων.
Η υποτίμηση που δείχνουν κάποιοι για τα ζητήματα όπως το επίδομα γάμου και οι προσαυξήσεις από τις τριετίες, δείχνουν ότι δεν κατανοούν τη ζωή πολλών εργαζομένων που ζουν στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Και βεβαίως πρωτίστως αναδεικνύουμε το θέμα της επεκτασιμότητας των συμβάσεων γιατί η κατάργηση τους θα απομειώσει περαιτέρω τους μισθούς και γενικότερα την αμοιβή εργασίας.
Αυτές οι ρυθμίσεις, που δεν έχουν σχέση, τονίζω, με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συγκροτούν -με την υποστήριξη τμήματος των εργοδοτικών δυνάμεων της χώρας- μια επιχείρηση πολιτικής – ιδεολογικής επιβολής ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανταγωνιστικότητας και εργασιακών σχέσεων.
Όσο μου επιτρέπει ο χρόνος θα αναφερθώ στην πολιτική βαρύτητα των εργασιακών ζητημάτων και η θέση της ΔΗΜ.ΑΡ
Η έμφαση που δίνει και η αντίθεση που προβάλλει η ΔΗΜ.ΑΡ. στα εργασιακά οφείλεται:
(α) στο γεγονός ότι αποτελεί ουσιώδες τμήμα της προγραμματικής συμφωνίας η οποία αναφέρει ρητά ότι θα προστατευτεί «η συλλογική αυτονομία και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας επανέρχεται στο επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος του μισθού στον ιδιωτικό τομέα συμφωνείται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αυτό περιλαμβάνει και τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού που προβλέπεται στη ρύθμιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας»,
(β) στο γεγονός ότι το αίτημα για αλλαγές στα εργασιακά δεν έχει καμία δημοσιονομική βάση και εδράζεται αποκλειστικά σε ιδεολογικές εμμονές της τρόικας,
(γ) στο ότι οι αλλαγές στα εργασιακά θα παραμείνουν σε ισχύ και μετά την πάροδο της κρίσης. Τα εργασιακά θέματα δεν είναι ένα διαδικαστικό, επιμέρους ή παρεμπίπτον ζήτημα, αφορούν στη ζωή και το μέλλον των εργαζομένων. Τα δημοσιονομικά μπορούν να αλλάξουν, αλλά ότι καθιερωθεί τώρα στις εργασιακές σχέσεις θα χαρακτηρίζει τις επόμενες δεκαετίες.
Oι βασικές διαφωνίες μας με τα εργασιακά είναι οι εξής:
(α)Αμοιβές μέσου του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων. Οι προτάσεις της Τρόικας ουσιαστικά καταργούν τόσο την εθνική γενική συλλογική σύμβαση όσο και τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Η αντικατάσταση της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε με ένα μηχανισμό νομοθέτησης από το κράτος του ελάχιστου μισθού θα έχει ως συνέπεια την κατακόρυφη πτώση των μισθών. Αυτό θα γίνει διότι σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνία εκτός του κατώτατου μισθού το κράτος δεν θα μπορεί να θέσει κανένα άλλο επίδομα. Η φράση αυτή καταργεί άμεσα το επίδομα γάμου καθώς και τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας (δηλαδή ό,τι έχει μείνει από τον 13ο και 14ο μισθό).
(β)Κατάργηση της επεκτασιμότητας της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε και των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Μέχρι σήμερα , μετά την επίτευξη συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων είτε για την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, είτε για τις Κλαδικές, ο Υπουργός Εργασίας εκδίδει Υ.Α. βάσει της οποίας η συμφωνία αποκτά καθολική εφαρμογή. Αυτή είναι η λεγόμενη «επεκτασιμότητα» της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων. Σύμφωνα με την πρόταση που κάνει η Τρόικα οι συλλογικές συμβάσεις δύνανται να προβλέπουν υψηλότερους μισθούς από αυτόν που καθορίζει η κυβέρνηση καθώς και να περιλαμβάνουν διάφορα επιδόματα. Ωστόσο αυτές οι συμβάσεις θα δεσμεύουν αποκλειστικά τα μέλη των οργανώσεων που τις υπογράφουν. Αυτό ισοδυναμεί με μεγάλη αποδυνάμωση των κλαδικών συμβάσεων και της επίδρασης τους, αφού πολλές επιχειρήσεις θα διαγραφούν από τους εργοδοτικούς φορείς για να ρυθμίζουν μόνες τους τα του εργασιακού τους χώρου.
(γ) Η μείωση του κόστους απόλυσης και αντικατάσταση των συμβάσεων. Η αποζημίωση του εργαζόμενου συναρτάται με τα έτη προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Όταν υπάρξει προειδοποίηση απόλυσης σε ορισμένο χρονικό διάστημα (που είναι διαφοροποιείται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας) μειώνονται κατά 50% οι μήνες αποζημίωσης. Αν πάρουμε την ανώτερη κλίμακα δηλαδή 28 έτη στον ίδιο εργοδότη, τότε έχουμε χωρίς προειδοποίηση 24 μήνες και με προειδοποίηση 6 μηνών 12 μήνες αποζημίωση. Η νέα πρόταση της τρόικα (που μάλιστα αναφέρθηκε ότι ισχύει μόνο αν η ΔΗΜ.ΑΡ ψηφίσει τα μέτρα) είναι βελτιωμένη αλλά δεν μας καλύπτει.
(δ) Η ευελιξία του ωραρίου. Η πρόταση της Τρόικα είναι να οριστεί ανώτατο όριο οι 13 ώρες εργασίας ημερησίως (έναντι 12), να επιμηκυνθεί ο μέγιστος αριθμός ημερών εργασίας σε 6 τη βδομάδα, να καταργηθούν τα στοιχεία που είναι υποχρεωμένες οι επιχειρήσεις να αναγγέλλουν σε σχέση με την υπερωριακή απασχόληση και να επιτρέπονται συμφωνίες ρύθμισης του χρόνου εργασίας σε ατομική βάση (δηλαδή εκτός συλλογικών ή και επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας). Είναι προφανές ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε εκτεταμένες καταστρατηγήσεις από τις επιχειρήσεις του ωραρίου εργασίας αλλά κινούνται και στα όρια της νομιμότητας σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Τα δημοσιονομικά μέτρα, αγαπητοί συνάδελφοι, αναμφισβήτητα, είναι βαριά. Έχουμε πει βεβαίως ότι οι πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να τροποποιηθούν και έχουμε καταθέσει προτάσεις επί αυτού. Δεν διστάζουμε να αναλάβουμε την ευθύνη μας γι’ αυτά -με δεδομένους τους σημερινούς συσχετισμούς -, με την βεβαιότητα ότι υπηρετούν την εκταμίευση των 31,5 δις ευρώ για την περαιτέρω πορεία της οικονομίας, σε σχέση και με την ανάπτυξη που πρέπει να υπάρξει για την δημιουργία θέσεων εργασίας και για την προοπτική εξόδου από την κρίση. Θέλουμε τις μεταρρυθμίσεις και τις αναδιαρθρώσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μη υπολογίζοντας αντιδράσεις, αντιστάσεις όσο και αρνήσεις για την ύπαρξη της όποιας μεταρρύθμισης.
Η δημοσιονομική εξυγίανση όμως δεν πρόκειται να ωφεληθεί από την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη μείωση των μισθών. Το αντίθετο μάλιστα. Θα υπάρχει αρνητικό δημοσιονομικό αποτύπωμα, αφού οι μειώσεις στους μισθούς και στις ασφαλιστικές εισφορές θα μειώσουν περαιτέρω τις εισπράξεις των ταμείων αλλά και τα έσοδα από φορολογία του κράτους. Έτσι αναγκαστικά θα ακολουθήσουν και άλλα δημοσιονομικά μέτρα ενισχύοντας περαιτέρω τον φαύλο κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης.
Επιμένοντας εξ αρχής στα εργασιακά δεν αναζητούσαμε το «αριστερό αντίβαρο» στο πακέτο των μέτρων για τα δημοσιονομικά. Εκείνο που διεκδικούσαμε και διεκδικούμε είναι να μην αποδυναμωθούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Η αντιπαράθεση που διεξάγεται γύρω από τα εργασιακά αφορά το ζήτημα αν η Τρόικα, οι εταίροι και οι δανειστές μας, αποδέχονται ότι σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μπορούν να υπάρξουν αλλαγές. Είναι γνωστό ότι το πρόγραμμα δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα όχι μόνο γιατί δεν προωθήθηκαν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά και γιατί είχε αρκετά προβληματικά στοιχεία στη δομή του.
Γι’ αυτό εμείς τονίζουμε ότι το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων εταίρων για πολιτική σταθερότητα για να είναι πραγματικό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις στη χώρα και να διευκολύνει τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας που θα στηρίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς παραχωρήσεις και αμοιβαίους συμβιβασμούς. Όσο διαρκεί το πρόγραμμα προσαρμογής δεν πρέπει να υποβαθμιστεί η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας.
Η συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς στην κυβέρνηση πρέπει να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα στο επίπεδο της ασκούμενης πολιτικής, σε σχέση με τη θέση των εργαζομένων αλλά και το μοντέλο εξόδου από την κρίση.
Είχαμε καταστήσει σαφές, με απόλυτη πολιτική ειλικρίνεια, ότι η ΔΗΜ.ΑΡ θα καταψηφίσει τα εργασιακά μέτρα και αυτό το ήξεραν όλοι. Η θέση μας παραμένει αμετακίνητη.
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα του Μεσοπρόθεσμου, δουλέψαμε συστηματικά όλους αυτούς τους τρεις μήνες και πετύχαμε την εξαίρεση δυσβάσταχτων μέτρων. Θα θέλαμε περισσότερα και καταθέσαμε εναλλακτικές προτάσεις.
Υποστηρίζουμε την ανάγκη:
Εξακολουθούμε να επιμένουμε να υπάρχει χρονική επιμήκυνση του προγράμματος και να αμβλυνθεί η εμπροσθοβαρής πρόβλεψη σε σχέση με τις περικοπές. Αυτό είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει ουσιαστικά η ρήτρα αντικατάστασης των επαχθών μέτρων στο βαθμό που θα έχουμε απόδοση εσόδων.
Να υπάρχει αναπτυξιακή ενίσχυση του ΠΔΕ μέσα από την άμεση αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, αλλά και με ειδικό πρόγραμμα αναπτυξιακών παρεμβάσεων και καταπολέμησης της ανεργίας με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Αυτό είναι απαραίτητο ώστε να μειωθεί η αρνητική υφεσιακή επίπτωση της προβλεπόμενης μείωσης των δημοσίων δαπανών και να δημιουργηθούν εισοδήματα σε νέους τομείς και για νέους ανθρώπους. Μόνο έτσι μπορούν να γίνουν βήματα αναστροφής της καθοδικής πορείας.
ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟ
Ο νέος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα μειώθηκε στο 0,4% του ΑΕΠ (748 εκατ. ευρώ), στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού, έναντι αρχικού στόχου για 1,1%.Το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 189,1% του ΑΕΠ (346,2 δις ευρώ), έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 179,3%.
Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2013 κατά 750 εκατ. € περίπου (0,4 % του ΑΕΠ), στην έκτη κατά σειρά χρονιά ύφεσης, χωρίς να προβλέπονται καθόλου έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, με μειωμένες της δημόσιες επενδύσεις, μόνο με συστράτευση και ισχυρή πολιτική βούληση μπορεί να επιτευχθεί.
Εμείς έχουμε κηρύξει προς όλες τις κατευθύνσεις τη μάχη για την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, της παραοικονομίας, της άμεσης είσπραξης των εσόδων του κράτους που έχουν φοροδιαφύγει και την αξιοποίησή τους ως ισοδυνάμων μέτρων.
Οικονομική και Δημοσιονομική Πολιτική
Ανάπτυξη: Η πολιτική και οικονομική προσέγγιση που επικράτησε στη διαμόρφωση του Προϋπολογισμού και στο Μεσοπρόθεσμο είναι ότι βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη αποτελεί η σταθεροποίηση της οικονομίας, γιατί χωρίς αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα μεταστροφής προς την ανάπτυξη. Έτσι η ανάπτυξη έρχεται σε δεύτερο επίπεδο ή σχηματικά η οικονομική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της οικονομίας.
Υπάρχει όμως και η άλλη προσέγγιση στα πράγματα ακριβώς αντίστροφα, ότι η σταθεροποίηση της οικονομίας είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι η εσωτερική τους ιεράρχηση.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι δύο στόχοι πρέπει να επιδιώκονται παράλληλα.
Είναι λάθος η προσέγγιση πρώτα να βγούμε από την ύφεση και μετά θα έχουμε ανάπτυξη. Στην δυσμενέστατη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας η συνεχιζόμενη ύφεση οφείλεται πλέον κατά κύριο λόγο στην έλλειψη ανάπτυξης.
Για την επίτευξη αυτού του μάλλον αισιόδοξου στόχου απαιτείται ένα νέο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας με νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό πρότυπο. Στη κατεύθυνση αυτή είναι η αξιοποίηση κάθε επενδυτικού πόρου και δυνατότητας, όπως του ΕΣΠΑ ή της ΕΤΕπ, αλλά και η διεκδίκηση συμπληρωματικών αναπτυξιακών πόρων σε εφαρμογή των διακηρύξεων του Συμβουλίου κορυφής της ΕΕ. Περιμένουμε άμεσα οι προσδοκίες όλων μας στο εσωτερικό και οι δηλώσεις των εταίρων μας για ένα πρόσθετο πρόγραμμα πόρων και μέτρων επανεκκίνησης της ανάπτυξης να αποτυπωθούν με πραγματικά οικονομικά μεγέθη και χρηματοδοτικά εργαλεία.
Συνοψίζοντας η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει αλλά με τέτοιο τρόπο που δεν θα καθηλώνει την Ανάπτυξη.
Η Ανεργία σύμφωνα με τον προϋπολογισμό αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω και να ανέλθει σε 22,4% (24,7% στο προσχέδιο), κυρίως λόγω κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Με ύφεση της τάξης του 4,5% και χωρίς δημόσιες επενδύσεις, αλλά και αμφίβολες ιδιωτικές επενδύσεις το σενάριο αυτό φαίνεται αισιόδοξο. Εξάλλου σε διάφορες μελέτες που γίνονται (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στο 27-28% για το 2013.
Ένα τέτοιο ποσοστό ανεργίας σημαίνει ότι ελληνικές οικογένειες θα βρεθούν χωρίς δυνατότητα να καλύψουν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης σε θέρμανση και διατροφή. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση είναι πράγματι αντικοινωνική η μείωση του ποσού του προϋπολογισμού που δίδεται για τα επιδόματα ανεργίας. Αντίθετα η συνδυαστική επίδραση αυξημένων ποσών προϋπολογισμού προοριζόμενα για επιδόματα μαζί με την ταχύτατη προώθηση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (κατάρτιση, επιδότηση της απασχόλησης κ.λ.π.) θα ανακουφίσει χειμαζόμενους ανθρώπους.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων:Το ΠΔΕ συνεχίζει να είναι εξαιρετικά μειωμένο και πρέπει να ενισχυθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού το ΠΔΕ θα μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο του 2012 κατά 6,2% και θα διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων:Το ΠΔΕ συνεχίζει να είναι εξαιρετικά μειωμένο και πρέπει να ενισχυθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού το ΠΔΕ θα μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο του 2012 κατά 6,2% και θα διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ.
Πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, ο πιο σημαντικός πολλαπλασιαστής εισοδήματος της ελληνικής οικονομίας είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Σε βάθος διετίας κάθε ευρώ που δαπανάται από το ΠΔΕ παράγει 2 ευρώ εισόδημα (0,8€ κατά το πρώτο χρόνο και 1,2€ κατά το δεύτερο χρόνο).
ΕΣΠΑ: Το συντριπτικό ποσοστό των πόρων του ΠΔΕ προέρχονται από επιχορηγήσεις της ΕΕ μέσω των διαρθρωτικών ταμείων.
Μέχρι σήμερα η υστέρηση στο στόχο της απορρόφησης των πόρων που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του 2012 είναι σημαντική και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα επιτευχθεί έως το τέλος του χρόνου.
Είναι επομένως σημαντικό να γίνουν οι παρεμβάσεις εκείνες (αναθεώρηση ΕΣΠΑ, υλοποίηση συμφωνία με την ΕΤΕπ, ξεμπλοκάρισμα των μεγάλων έργων, απλοποίηση των διαδικασιών κ.λπ), ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται στον προϋπολογισμό και το κυριότερο να ενεργοποιηθεί πλήρως το μοναδικό ουσιαστικά εργαλείο ανάπτυξης που διαθέτει η χώρα.
Τι επισημαίνει και τι έχει πετύχει η ΔΗΜΑΡ με τις προτάσεις που έχει κάνει
Ειδικότερα για τα μέτρα των 13,5 δις
Να μην υπάρξει αύξηση των αναγκαίων ενσήμων για την ελάχιστη
σύνταξη από τα 4500 στα 6000
Τη ρήτρα αντικατάστασης ισοδυνάμου, γιατί δεν αποφύγαμε μεν τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, αλλά με την εφαρμογή της ρήτρας ισοδυνάμου και την επιμήκυνση θα καταφέρουμε, όπως θα αναλύσω παρακάτω, να αντικαταστήσουμε τα δύσκολα μέτρα
Τις μη απολύσεις στο Δημόσιο (1500)
Ενισχύθηκαν οι περικοπές στα λειτουργικά έξοδα
Δεν κόβονται τα αναπηρικά επιδόματα
Δεν υπάρχουν δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και πολλά άλλα.
Ενώ διαφωνήσαμε με τον τρόπο που σχεδιάζεται να γίνουν οι αποκρατικοποιήσεις, καταψηφίζοντας το άρθρο 2 και πολύ περισσότερο με την εκ των υστέρων προσθήκη στα μέτρα των εργασιακών θεμάτων.
Δεν καταφέραμε όμως να εξαλειφθούν και άλλα πολύ δυσβάσταχτα μέτρα και έτσι εγκαίρως κάναμε τη σημαντική κοινωνική πρόταση για τη ρήτρα ισοδυνάμου. Με προτεραιότητα την ανάληψη των παρακάτω:
Για τις Συντάξεις:
- Για τις κλιμακωτές μειώσεις στις συντάξεις (1 δις): Θέλουμε να αντικατασταθούν οι μειώσεις αυτές το ταχύτερο, ξεκινώντας από τις χαμηλότερες.
- Για την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων (2,3 δις): Θέλουμε ομοίως να αντικατασταθεί αυτή η κατάργηση ξεκινώντας από τα χαμηλότερα.
- Ενίσχυση των οικογενειακών επιδομάτων.
- Επέκταση των επιδομάτων ανεργίας και ενίσχυση του ύψους τους.
Για τη Μισθολογική Δαπάνη:
- Ομοίως αντικατάσταση των μισθών και των δώρων στο Δημόσιο ξεκινώντας από τα χαμηλότερα.
- Κάλυψη αναγκών σε προσωπικό σε εκπαίδευση, υγεία και πολιτισμό (50 εκ).
Επίσης κύριοι Υπουργοί,
Παρά την άρνησή μας δεν καταφέραμε να μην περάσει η ρύθμιση για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια που ναι μεν έχει σημαντική δημοσιονομική απόδοση αλλά δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στους εργαζομένους. Θέλουμε οπωσδήποτε να δείτε άμεσα τουλάχιστον τη μεταβατικότητα αυτής της διάταξης.
Πρέπει να δούμε το ζήτημα με τους ανάπηρους. Διατηρήθηκαν μεν τα αναπηρικά επιδόματα αλλά πρέπει να δούμε τα προβλήματα που δημιουργούν οι περικοπές στο μισθολόγιο των ΑΜΕΑ.
Τα οικογενειακά επιδόματα αντικατέστησαν τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Τα προβλήματα όμως μεγαλώνουν γιατί αυτά τα επιδόματα είναι πολύ χαμηλά (40-50 ευρώ) και πρέπει να αυξηθούν.
Και βέβαια θεωρούμε απαράδεκτο ότι περνούν στο Μεσοπρόθεσμο ως προτεραιότητες θέματα πλήρους απελευθέρωσης της εκπαίδευσης, που έχουν αναστατώσει τον εκπαιδευτικό κόσμο. Και εμείς, ως Δημοκρατική Αριστερά, σας λέμε ότι δεν συμφωνούμε και θα μας βρείτε μπροστά σας.
Τελειώνοντας θέλω να τονίσω ότι η οικονομική πολιτική δεν είναι ποτέ μονόδρομος διότι ενέχει αποφάσεις: τι ενισχύω και τι όχι, πως επιμερίζω τα βάρη και γιατί, πότε κάνω κάτι και πως το κάνω. Βάσει των παραπάνω, υποστηρίζουμε ότι σήμερα, το κύριο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι αυτό της παρατεταμένης ύφεσης και οι κοινωνικές συνέπειες.
Τα νούμερα έχουν φυσικά την αξία τους, δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια σε αυτά (όπως κάνει η αντιπολίτευση), αλλά την ίδια στιγμή τα νούμερα δεν εξαντλούν την πραγματικότητα. Οι οικονομικές πολιτικές δεν κρίνονται βάσει του εάν οι εξισώσεις στις οποίες στηρίζονται είναι σωστές, κρίνονται βάσει του εάν μπορούν να εφαρμοστούν. Εδώ βρίσκεται η ουσία της ένστασής μας.
Θυσίες μπορεί να γίνουν. Τα εισοδήματα μπορεί να μειωθούν. Η κοινωνία πιθανώς να μπορέσει ακόμα λίγο να κάνει υπομονή. Αρκεί όλα αυτά να έχουν νόημα.
Αρκεί να πειστεί ότι τα βάρη κατανέμονται δίκαια, ότι οι θυσίες δεν εξαερώνονται λόγο νεοφιλελεύθερων εμμονών Τροϊκανής ή άλλης προέλευσης.
Βάσει των παραπάνω θα ήθελα να αντιστρέψω τη βασική λογική που φαίνεται να προτείνεται από την Τρόικα. Δεν πρέπει να επιδιώκουμε μια πολιτική αμφίβολης δημοσιονομικής εξυγίανσης στην οποίααπλά και μόνο να παίρνουμε υπόψη τις αναγκαίες αναπτυξιακές ενέργειες για τη συγκράτηση της ύφεσης και την αντιμετώπιση των ακραίων κοινωνικών προβλημάτων. Πρέπει να επιδιώξουμε μια πολιτική οικονομικής ανάπτυξης και αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση.
Κύριοι Συνάδελφοι,
Επιλέξαμε να υπάρξει κυβέρνηση και μέσα από συνεχή προσπάθεια να μην δημιουργηθεί πολιτική αστάθεια, διότι αυτή θα είχε τεράστιες επιπτώσεις για την κοινωνία, να υπηρετήσουμε την παραμονή της χώρας στο ευρώ και όχι στην επιστροφή στη δραχμή.
Αυτή η επιλογή μας παραμένει και όποιος επιχειρεί να συμψηφίσει με τη σταθερή μας θέση να υπερασπιζόμαστε τα εργασιακά δικαιώματα, κάνει τουλάχιστον λάθος.
Κύριοι Υπουργοί, κύριοι συνάδελφοι,
Εμείς πιστεύουμε πραγματικά ότι το ζητούμενο δεν είναι να εμφανίσουμε την εικόνα του κράτους που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επιλογές της Τρόικα. Το ζητούμενο είναι να αποδείξουμε ότι είμαστε υπεύθυνη χώρα, με γνώση και ευθύνη για το πρόγραμμα προσαρμογής, αλλά και την κοινωνική – πολιτική ισορροπία.
Η εξαίρεση των εργασιακών δε θα δημιουργούσε πολιτική κρίση, εφόσον θα ψηφιζόταν το πακέτο μέτρων. Δε θα έδειχνε ένα κράτος που λέει «δεν πληρώνω» και αθετεί τις υποχρεώσεις του. Θα έδειχνε την απαίτηση ενός κράτους που αναλαμβάνει να υλοποιήσει ένα πολύ βαρύ πακέτο μέτρων με περικοπές συντάξεων, μισθών και επιδομάτων και ταυτόχρονα δεν δέχεται να υποβαθμίσει περαιτέρω τη ζωή των πολιτών και την προοπτική τους με την αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, με τρόπο που σε αρκετά σημεία παραβιάζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θα έδινε τη δυνατότητα να υπάρχει διαπραγμάτευση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στους λαούς της Ευρώπης. Και εκεί υπάρχουν πάρα πολλοί σύμμαχοι από όλο το πολιτικό φάσμα.
Για τους λόγους αυτούς εμείς θα ψηφίσουμε ΠΑΡΩΝ στο Ν/ΣΧ του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και τα επείγοντα μέτρα εφαρμογής.