Απόσυρση των ρυθμίσεων
Η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να συναινέσει σε παρεμβάσεις που θα βάλουν τη χώρα να «κυνηγάει την ουρά της» και θα έχουν αρνητικό δημοσιονομικό αποτύπωμα
Προβλέψεις για αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις υπάρχουν στο Μνημόνιο 2. Γι' αυτό η ΔΗΜΑΡ ένα από τα θέματα τροποποίησης του Μνημονίου που έθεσε ήταν και αυτό. Με δική της επιμονή συμπεριλήφθηκε αντίστοιχη θέση στην προγραμματική συμφωνία. Η τρόικα όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη αυτή την εξέλιξη, αλλά επέλεξε να προωθήσει -αιφνιδιαστικά και προς το τέλος των διαπραγματεύσεων- τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις, και μάλιστα σε ακραία μορφή.
Η ΔΗΜΑΡ δεν θα συναινέσει στην περαιτέρω υποβάθμιση των ήδη αποδυναμωμένων εργασιακών δικαιωμάτων και στην κατάργηση της επεκτασιμότητας των συμβάσεων, συνθήκη που θα οδηγήσει στη σταδιακή πτώση του μέσου όρου των μισθών προς τον ελάχιστο μισθό.
Η ΔΗΜΑΡ στηρίζοντας την κυβέρνηση ανέλαβε τις πολιτικές της ευθύνες για την προώθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αγωνίστηκε έτσι ώστε το πακέτο μέτρων να έχει κυρίως στοιχεία εξυγίανσης και εξορθολογισμού. Εθεσε κρίσιμα ζητήματα όπως η χρονική επιμήκυνση, η ένταξη της ρήτρας αντικατάστασης μέτρων, έτσι ώστε, αν έχουμε έσοδα από φοροδιαφυγή, να μην υλοποιούνται τα ιδιαιτέρως επαχθή μέτρα, η λήψη παράλληλων μέτρων αναπτυξιακής έγχυσης.
Η ΔΗΜΑΡ, όμως δεν μπορεί όμως να δεχθεί ρυθμίσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή και εκφράζουν μια επιχείρηση πολιτικής-ιδεολογικής επιβολής ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και εργασιακών σχέσεων. Ρυθμίσεις που προορίζουν για την Ελλάδα ένα καθεστώς ειδικής οικονομικής ζώνης και για τους εργαζόμενους ένα περιβάλλον αποσαθρωμένων δικαιωμάτων ακόμη και μετά τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να συναινέσει σε ρυθμίσεις που θα βάλουν τη χώρα «να κυνηγάει την ουρά της» και θα έχουν αρνητικό δημοσιονομικό αποτύπωμα, αφού οι μειώσεις στους μισθούς και στις ασφαλιστικές εισφορές θα μειώσουν περαιτέρω τις εισπράξεις των ταμείων αλλά και τα έσοδα από φορολογία του κράτους.
Η στήριξη της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση δεν μπορεί να μην έχει ουσιαστικό αντίκρισμα σε επίπεδο ασκούμενων πολιτικών, σε σχέση με τη θέση των εργαζομένων, αλλά και το μοντέλο εξόδου από την κρίση. Η πεποίθησή της ότι η μόνη επιλογή που έχει η χώρα μας είναι η απαρέγκλιτη και χωρίς καμιά ουσιαστική αλλαγή εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής εκφράζει μια πολιτική οίηση του ισχυρού και όχι μια κατηγορηματικότητα προκύπτουσα από βαθιά γνώση για το «πού πρέπει να πάει το καράβι».
Ενδεικτική είναι η ομολογία του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, ότι ο οργανισμός συστηματικά υποεκτιμούσε τις επιπτώσεις της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη, υπολογίζοντας ότι για κάθε 1 ευρώ εξοικονόμησης από τις δημόσιες δαπάνες θα χανόταν 0,5 ευρώ από την παραγωγή, ενώ στην πράξη χάθηκε 1,8 ευρώ.
Η συνέχεια αυτών των διαπιστώσεων δεν μπορεί να είναι η κατηγορηματική άρνηση τροποποιήσεων του προγράμματος.
Για αυτό, έστω και την τελευταία στιγμή, πρέπει να κατανοηθεί η αδήριτη ανάγκη απόσυρσης των ρυθμίσεων για τα εργασιακά θέματα και η δρομολόγηση της επανεξέτασής τους σε νέα βάση, μέσα από κοινωνικό διάλογο, με την ενεργό συμμετοχή διεθνών και ευρωπαϊκών οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων.
Η πεποίθηση ότι η μόνη επιλογή που έχουμε είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος εκφράζει την πολιτική οίηση του ισχυρού
Ο Σάκης Παπαθανασίου είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ, υπεύθυνος πολιτικού σχεδιασμού