.......Βία σημαίνει αποτυχία απόσπασμα από άρθρο του Π.Μανδραβέλη
Ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Ισαάκ Ασίμοφ είχε γράψει ότι «η βία είναι το τελευταίο καταφύγιο των αποτυχημένων». Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς σχηματισμούς ή ευρύτερες παρατάξεις που έστω δικαιολογούν τη βία. Το να αγκαλιάζει ένας πολιτικός σχηματισμός όλες αυτές τις απρεπείς συμπεριφορές (διάφορες ομαδούλες που προπηλακίζουν πολιτικούς) ακόμη και για τις λεκτικές επιθέσεις δείχνει ότι αυτός ο σχηματισμός έπαψε να έχει άλλο λόγο, άξιο να ακουστεί και προσπαθεί να ψηφοθηρήσει στα θολά νερά του συναισθήματος των αδαών. Αυτός ο πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί να πείσει με τον λόγο του και προσπαθεί να τραβήξει πολίτες χαϊδεύοντας τις πράξεις τους. Οποιες και να είναι αυτές.
Ενα πολιτικό κόμμα δεν είναι ένα άθροισμα ψήφων χωρίς προέλευση. Είναι ζωντανός χώρος διαλόγου, επεξεργασίας θέσεων για όλο και πιο πολύπλοκα ζητήματα. Πρέπει να έχει ρόλο ιδεολογικής ηγεσίας και διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας· ειδικά το τελευταίο η Αριστερά το έκανε με επιτυχία όλα τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορεί ένα πολιτικό κόμμα να έρχεται μετά τις χουλιγκανικές εκδηλώσεις και να τις βαφτίζει «λαϊκή οργή» ή «φωνή λαού». Αντιθέτως, οφείλει να διαπαιδαγωγεί τον λαό ότι η «οργή» -ακόμη και η λαϊκή- δεν έχει πολιτικό αποτέλεσμα· φέρνει μόνο την καταστροφή.
Ο ρόλος ενός πολιτικού κόμματος δεν είναι να σχολιάζει ή έστω να δικαιολογεί την πραγματικότητα. Είναι να την αλλάζει. Εκτός αν αυτό το κόμμα είναι συντηρητικό και η μόνη άποψη που έχει για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα είναι η ίδια με εκείνη που -καλώς ή κακώς- διαμορφώθηκε στην κοινωνία. Αυτός είναι ο ορισμός του συντηρητισμού: σωστό είναι αυτό που υπάρχει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο συντηρητισμός οδηγεί πάντα στην αντίδραση, η οποία είναι το έσχατο μέσο συντήρησης του υπάρχοντος.
Περί ελευθερίας
«...Οποιος γνωρίζει μόνο τη δική του άποψη για ένα θέμα, γνωρίζει ελάχιστα. Ισως διαθέτει ατράνταχτα επιχειρήματα, που δεν μπορεί κανείς να αναιρέσει. Αλλά αν δεν μπορεί κι αυτός να αναιρέσει τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς, αφού δεν γνωρίζει ποια ακριβώς είναι, δεν έχει κανένα λόγο να προτιμήσει οποιαδήποτε από τις διιστάμενες γνώμες... Πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακούσει (τα επιχειρήματα των αντιπάλων) από εκείνους, που όντως τα πιστεύουν, που τα υπερασπίζονται με σοβαρότητα και αγωνίζονται γι’ αυτά. Πρέπει να τα γνωρίσει στην πιο αληθοφανή και πειστική τους μορφή· πρέπει να αισθανθεί σε όλη της την έκταση τη δυσκολία, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει η αληθινή άποψη για το θέμα, γιατί αλλιώς ποτέ δεν θα γνωρίσει πραγματικά εκείνη την πλευρά της αλήθειας που αντιμετωπίζει κι εξαλείφει αυτή τη δυσκολία...»
ΤΖΟΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΜΙΛ Αγγλος φιλόσοφος (1806-1873)
Η σοφιστεία της «συμβολικής βίας»
Στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε ποινικοποιήσει τα πάντα και ίσως γι’ αυτό δεν τιμωρούμε τίποτε. Ετσι, η ελευθερία του λόγου είναι διάτρητη από χιλιάδες νομοθετήματα, ενώ από την άλλη μεριά θεωρούνται ελευθερία του λόγου οι τραμπουκισμοί. Και δεν θεωρούνται μόνο από την παλαβή Αριστερά, που έτσι κι αλλιώς έχει μια ανορθολογική ερμηνεία για τους νόμους. Το γεγονός ότι οι τραμπουκισμοί μένουν ατιμώρητοι σημαίνει ότι υπάρχει γενικότερη συναίνεση, ότι π.χ. το γιαούρτωμα είναι «λόγος».
Γράφαμε και παλαιότερα ότι «συμβολική βία» δεν υπάρχει. Ο όρος είναι κλασικό οξύμωρο. Ο συμβολισμός, όσο ακραίος και αν θεωρηθεί (π.χ. το κάψιμο μιας σημαίας), δεν έχει φυσικά αποτελέσματα στους άλλους. Απλώς μεταδίδει το μήνυμα της απαρέσκειας κάποιου στο εθνικό σύμβολο ή στην έννοια του έθνους.
Αντιθέτως, η βίαιη πράξη –ακόμη και η πλέον ήπια– γίνεται στη σφαίρα του πραγματικού. Το γιαούρτωμα κάποιου, η παρεμπόδιση μιας θεατρικής παράστασης, η κατάληψη ενός δημόσιου χώρου έχουν πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή των άλλων. Παραβιάζουν πραγματικά δικαιώματα και δεν είναι ένας απλός συμβολισμός.
Από την άλλη, το κρέμασμα ενός πανό στην Ακρόπολη είναι μεν παράνομη πράξη –διότι αυτό πιστεύει και νομοθέτησε η πλειοψηφία– αλλά δεν αποτελεί βίαιη πράξη. Η κατάληψη ενός δημόσιου κτιρίου παρεμποδίζει την πρόσβαση κάποιων πολιτών σ’ αυτό και είναι βίαιη πράξη, ασχέτως αν κάποιοι τη βαφτίζουν συμβολική. Εξάλλου, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς υπάρχουν εκατομμύρια τρόποι συμβολισμού, που δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων. Αντιθέτως, σε μια δικτατορία, όπου το δικαίωμα έκφρασης δεν υπάρχει, η κατάληψη ενός κτιρίου είναι αυτοάμυνα στην παραβίαση αυτού και άλλων δικαιωμάτων.
Το θέμα της βίας σε μια κοινωνία είναι μεγάλο και βαθύ και έχει πολλές πτυχές. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έγινε και εξαιρετικά θολό. Υπήρξε μια υπερβολή στον μεταφορικό λόγο, υπερβολή που σιγά σιγά γίνεται πεποίθηση και αυτή η πεποίθηση μετατρέπεται σε δικαιολόγηση και κίνητρο για όλο και πιο βίαιες πράξεις. Η νόμιμη βία της δημοκρατίας εξισώνεται με την παράνομη βία των έκνομων και δικτατόρων, οι συμβολισμοί στροβιλίζονται μαζί με τους προπηλακισμούς, οι καταλήψεις με το δικαίωμα έκφρασης και στο τέλος καταλήγουμε σε ένα εννοιολογικό χυλό, που δυστυχώς έχει όλο και χειρότερα αποτελέσματα.
Διαβάστε
- Τζον Στιούαρτ Μιλ, «Περί ελευθερίας», εκδ. Επίκουρος
- Γιάννης Ζιώγας, Λεωνίδας Καραμπίνης, Γιάννης Σταυρακάκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, «Οψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα», εκδ. Νεφέλη
Πηγη: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Πηγη: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ