Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Το κενό του Α. Πετρουλάκη


Photo: dominicTUNG
Photo: dominicTUNG
1 εικόνα
Τα παιδιά που σπάνε βιτρίνες, βάζουν φωτιές και ανοίγουν κεφάλια είναι κρυμμένα μέσα στην κουκούλα και την ανωνυμία. Ενσωματώνουν την ψυχολογία της παροδικής παραβατικότητας στην εμφάνισή τους και είναι πολύ πιθανό, τα περισσότερα από αυτά, να  αφαιρούν την παραβατικότητα από πάνω τους μαζί με τη στολή παραλλαγής. Με άλλες ευκαιρίες η στολή της βίας μπορεί να γίνει διαφορετική -ποδοσφαιρική,γαλανόλευκη κλπ.- αλλά πάλι η τυφλή επιθετικότητα θα είναι χωρίς πρόσωπα. Τα υποκείμενα ομογενοποιούνται, ταυτίζονται στον ελάχιστο παρονομαστή τους.
Αυτή η ψυχολογία ξεπηδά μόνο όταν είναι μέλη αγέλης, έχουν αρχηγούς που τα ποδηγετούν και τα δικαιώνουν, συντρόφους για να ταυτιστούν και να αλληλοαθωωθούν και έναν επινοημένο σκοπό -καταστροφικό πάντα- για να δίνει υπόσταση στον ρόλο του επαναστάτη τιμωρού. Έτσι ο συσσωρευμένος θυμός από την έλλειψη χαδιού, της κοινωνίας ή της μάνας, εκτονώνεται σε έναν χώρο που το θυμικό εκτοπίζει τη σκέψη. Συχνά έχουμε δει, όταν η κουκούλα βγαίνει, ένα παιδί της διπλανής πόρτας.
Η βία είναι αναγνωρίσιμη και εφόσον τα αντανακλαστικά της κοινωνίας και της πολιτείας λειτουργούν, μπορεί να απομονωθεί και να αντιμετωπιστεί. Ακόμα και σε μια κοινωνία με χαλαρό ιστό σαν τη δική μας η βία είναι αποσυνάγωγη – κανείς  δεν της δίνει δίκιο, απλώς κάποιο πονηροί την υποβαθμίζουν ή της βρίσκουν ελαφρυντικά.
Αυτό που συνέβη στα Γιάννενα εκ πρώτης όψεως μοιάζει συγγενές αλλά κατά τη γνώμη μου αποτελεί ένα τελείως διαφορετικό φαινόμενο και πιο επικίνδυνο. Τα πρόσωπα των παιδιών ήσαν εμφανή και περιποιημένα, η στολή επίσημη της παρέλασης, η κοινωνία μικρή της επαρχίας. Και τόλμησαν αυτό που σε  άλλες εποχές φαινόταν αδιανόητο. Να μουντζώσουν κατά πρόσωπο ανθρώπους μεγαλύτερούς τους στην ηλικία - ας αφήσουμε την ιεραρχία - μπροστά στην αγορά του μικρού Δήμου. Oι αποστάσεις τόσο κοντινές που η πράξη του καθενός ήταν σχεδόν ατομική. Η συλλογικότητα δεν αποπροσωποποιούσε.΄Ολοι ήξεραν την ταυτότητα των ανοιγμένων δακτύλων και τους αποδέκτες τους. Και το χειρότερο, βρέθηκαν πολλοί που τους επιδοκίμασαν. Είναι οι ίδιοι που τις περασμένες δεκαετίες μεγάλωναν με το μέλημα «τι θα πεί η γειτονιά» και διήνυσαν όλη την απόσταση μέχρι το «δεν γαμιέται και η γειτονιά και όλη η κοινωνία», αφήνοντας στο μέσο της διαδρομής κάτι πολύτιμο που ίσως ούτε πριν το είχαν. Την αστική ευγένεια.
Μαζί με την κατάρρευση της αστικής τάξης, της τόσο απαραίτητης για την οικονομική ανάπτυξη μιάς χώρας, καταρρέουν και οι αστικές αξίες, τόσο απαραίτητες για την συνοχή μιάς κοινωνίας. Τα παιδιά που μουτζώνουν κατάμουτρα τους μεγαλύτερούς τους είναι ένα μόνο δείγμα μιας κοινωνίας που έχει πνιγεί στους αναίτιους ενικούς, στα επιθετικά επίθετα, στην γλωσσική βία, στην απώλεια  μέτρου και ορίων. Προσοχή, δεν μιλώ για τον καθωσπρεπισμό που δεν επιτρέπει να δίνεις το χέρι σου σε μια κυρία καθιστός, μιλώ για την ουσιώδη ευγένεια που δεν θάπρεπε να σου επιτρέπει να ακούς αραχτός στο κάθισμα του μετρό το mp3 όταν δίπλα σου είναι όρθια μια μεσόκοπη κουρασμένη μετανάστρια. Αυτή η ευγένεια ή είναι αφομοιωμένη από τη συνείδηση ή δεν υπάρχει. Και στις μέρες μας υπάρχει όλο και λιγότερο.
Το κενό που έχει καταλάβει τον χώρο που κάποτε βρισκόταν η αστική αγωγή έχει διαποτίσει αργά και ανεπαίσθητα αλλά διάχυτα πια τους αρμούς της κοινωνίας. Είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους διάρρηξης του κοινωνικού ιστού γιατί πρόκειται για την συγκολλητική ουσία της συνύπαρξής μας. Δεν καταλαβαίνουμε την αλλαγή γιατί είναι υπόγεια, δεν είναι βίαιη και δεν σπάει βιτρίνες γι αυτό και δεν κινητοποιεί τα αντανακλαστικά μας. Όταν  όμως κάποτε αποκατασταθεί η κοινωνική γαλήνη φοβάμαι ότι αυτό το κενό θα μας έχει μείνει.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών