Μας αξίζει αυτός ο συνδικαλισμός;
04/02/2012
Ίσως ποτέ η χώρα δεν είχε ανάγκη του συνδικαλιστικού κινήματος απ’ όσο αυτό το διάστημα. Σήμερα στην Ελλάδα τίθενται υπό αμφισβήτηση κατακτήσεις του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα των συλλογικών συμβάσεων, την προστασία των συνθηκών εργασίας, το ωράριο, τον ελεύθερο χρόνο, την προστασία των κοινωνικά ασθενέστερων. Πολλά απ’ αυτά ήσαν κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, όταν αυτό εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό το γενικό και συλλογικό συμφέρον.
Στη Δυτική Ευρώπη αυτά τα δικαιώματα των εργαζόμενων επιτεύχθηκαν κυρίως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του μεγάλου συμβιβασμού μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας. Αυτές οι κατακτήσεις διευκόλυναν όχι μόνο την εργασία, αλλά και το ισχυρό παραγωγικό κεφάλαιο το οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο σ’ ένα περιβάλλον σχετικής κοινωνικής ηρεμίας και συμβιβασμού. Η κρίση του 1974 και κυρίως οι τεχνολογικές αλλαγές, ανέτρεψαν τις ισορροπίες μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και τις ισορροπίες μέσα στο ίδιο το κεφάλαιο. Οι δυνάμεις του παραγωγικού κεφαλαίου υποχώρησαν έναντι της διαρκώς αυξανόμενης ισχύος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η κρίση του 2008 είναι το αποτέλεσμα αυτών των ανατροπών. Παρόλα αυτά όμως ο συνδικαλισμός στη Δυτική Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό παραμένει υποστηρικτής της ιδέας πως είναι καλύτερο να παραχωρείς μέρος των ειδικών σου συμφερόντων, για να διατηρήσεις το γενικό συμφέρον.
Ο ελληνικός συνδικαλισμός όμως δεν στήθηκε σ’ αυτή τη βάση. Η βάση του δεν ήταν ούτε ο ρεφορμιστικός εργατικός συνδικαλισμός, ούτε και ο λεγόμενος αντιρεφορμιστικός συνδικαλισμός. Και οι δυο αυτές μορφές συνδικαλισμού πραγματοποιούνται στο όνομα των καθολικών συμφερόντων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Το μεγάλο μειονέκτημα του ελληνικού συνδικαλισμού δεν ήταν ούτε ο δήθεν επαναστατισμός του, ούτε βεβαίως η δήθεν συμβιβαστική του φύση, αλλά η ίδια η βάση στήριξής του. Μια βάση που δεν ήταν εργατική, αλλά δεν ήταν και αυτή των «λευκών κολάρων» του ιδιωτικού τομέα. Η βάση του ελληνικού συνδικαλισμού, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, όπου και για πρώτη φορά απαλλάχθηκε από τις εξαρτήσεις του από το αυταρχικό κράτος, ήταν ο κρατικός τομέας απασχόλησης (κυρίως οι ΔΕΚΟ), ήταν τα λευκά κολάρα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Ο συνδικαλισμός των ΔΕΚΟ κατηγορείται πως ήταν κομματικά εξαρτημένος. Κακώς κατά τη γνώμη μου. Το αντίθετο συνέβη. Τα κόμματα εξαρτώνταν απ’ αυτόν. Αυτός ο συνδικαλισμός αποτέλεσε το μέσο όχι για την επιδίωξη κατακτήσεων που θα αφορούν συλλογικά συμφέροντα, αλλά το μέσο πίεσης και πολιτικού εκβιασμού κατά του πολιτικο-κομματικού συστήματος, με στόχο την προώθηση στενών συντεχνιακών συμφερόντων. Έτσι φθάσαμε στον συνδικαλισμό των προνομιούχων, ο οποίος διεκδικούσε και επετύγχανε να πληρώνεται ενώ απεργεί, να προκαλεί απεργίες αδιαφορώντας για το κοινωνικό τους κόστος, να εκπροσωπεί όλο και λιγότερους, ενώ μιλούσε στο όνομα των περισσότερων. Αυτός ο συνδικαλισμός πέτυχε μεγάλες νίκες, αφού κατάφερε μέσω του κρατικού προϋπολογισμού να χρηματοδοτεί τα ταμεία του και τις πλουσιοπάροχες συντάξεις των πρόωρα συνταξιοδοτούμενων μελών του, την ίδια ώρα που οι άλλοι εργαζόμενοι εξαντλούσαν τα όρια του εργασιακού τους βίου και λάμβαναν πενιχρές συντάξεις.
Σήμερα αμφισβητούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο πολλές από τις κατακτήσεις του μεταπολεμικού μοντέλου εργασίας. Πολλοί το αποδίδουν αυτό στην κυριαρχία των «νεοφιλελεύθερων συνταγών» του ΔΝΤ. Μπορεί να ισχύει και αυτό. Ότι όμως συμβαίνει στην Ελλάδα είναι κυρίως απόρροια της απουσίας ιδιωτικού τομέα, όπως αυτός αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και του αντίστοιχου σ’ αυτό το μοντέλο παραγωγής συνδικαλιστικού κινήματος. Στη μέση αυτών των αδυναμιών στέκεται ένα πανίσχυρα αδύναμο κράτος. Ένα κράτος που είχε αναλάβει να κάνει ότι δεν έκανε ο συνδικαλισμός και ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας.
Αυτό λοιπόν το μοντέλο συνδικαλισμού είχε και το δικό του πολιτισμικό μοντέλο έκφρασης. Ένα μοντέλο μαγκιάς, κουτσαβακισμού, αλαζονείας, αυτοεπιβεβαίωσης. Ένα μοντέλο που στο όνομα της προάσπισης των συμφερόντων των εργαζόμενων, μέσα από ύβρεις, απειλές, διαστρεβλώσεις, στρεψοδικίες, δημιούργησε τον μάγκα συνδικαλιστή που απειλεί θεούς και δαίμονες για να προασπίσει το μαγαζί του και όχι τους εργαζόμενους. Γιατί μη μου πείτε πως αν ο κύριος Φωτόπουλος ήθελε να προασπίσει τον «φτωχό μεροκαματιάρη», τον άνεργο, τον μικροσυνταξιούχο δεν θα μπορούσε να πει στα μέλη του σωματείου της ΔΕΗ, πως έφθασε ο καιρός να παραχωρήσουν στο κοινωνικό σύνολο τα χρήματα που λαμβάνουν από τον κρατικό προϋπολογισμό;
Αυτός ο συνδικαλισμός το πρώτο που κάνει είναι να απαξιώνει τους ίδιους τους εργαζόμενους τους οποίους υποτίθεται εκπροσωπεί. Αυτός ο συνδικαλισμός δίνει πρόσχημα σε «ανθρωποφαγικές» διαθέσεις που ζητούν την απόλυση όλων των δημόσιων υπαλλήλων και την κατάργηση του δημόσιου τομέα, ως του μόνου τομέα που μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον μιας κοινωνίας. Πρέπει να του δοθεί μια απάντηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους και την κοινωνία των πολιτών. Γιατί αυτός ο συνδικαλισμός δεν αξίζει στον ελληνικό λαό.
O Γιώργος Σιακαντάρης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Μεγάλες Απουσίες. Η Ελληνική Δημοκρατία σε Άμυνα»